Γεννημένος το 1748 στη Μηλέα της Μεσσηνιακής Μάνης, ο Νικήτας Νηφάκος – ο γιος του παπά Γιώργη και της Μαρίτσας – έμελλε να ζήσει μια ζωή που μοιάζει βγαλμένη από θρύλο. Ένα παιδί της σκλαβιάς, η μοίρα του θα τον οδηγούσε σε μια απίστευτη οδύσσεια, που δοκίμασε το σώμα αλλά ποτέ το αδούλωτο πνεύμα του.
Από τη Σκλαβιά στην Αυλή του Πασά
Η περιπέτεια ξεκινά νωρίς: καθώς πηγαίνει να αλέσει στάρι στον νερόμυλο, συλλαμβάνεται από τους ληστές Τουρκαλβανούς στην Αγία Μαρίνα. Αιχμάλωτος, οδηγείται στον Μυστρά, και από εκεί σε μια απρόβλεπτη διαδρομή: Τρίπολη, Άργος, Ναύπλιο. Εκεί, δίνεται πεσκέσι στον Πασά, ο οποίος τον εξισλαμίζει με το ζόρι, δίνοντάς του το όνομα Ισμπίρ.
Αλλά η δοκιμασία δεν τελειώνει. Από το Ναύπλιο, στέλνεται στη Θεσσαλονίκη. Ο Πασάς, αναγνωρίζοντας την έξυπνη φύση του Νηφάκου, προσπαθεί να τον μυήσει βαθύτερα στον Ισλαμισμό και να τον “τουρκέψει”. Μα η Μανιάτικη ψυχή του Νικήτα μένει ανυπότακτη. Οι Μανιάτες, άλλωστε, δεν προσκυνούν κανέναν.
Από το Σαράι στην Ακαδημία
Η περιπέτεια τον οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρετεί ως σκλάβος στο Σαράι, στην αδελφή του Πασά της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το ευφυές Μανιατόπουλο καταφέρνει το ακατόρθωτο: δραπετεύει από το Σαράι και την Πόλη, βρίσκοντας καταφύγιο στη Ρουμανία. Στο Ιάσιο, η τύχη του χαμογελά: ένας Έλληνας ιερωμένος τον προστατεύει και τον βοηθά να φοιτήσει στην Ελληνική Ακαδημία Βουκουρεστίου.
Μετά την αποφοίτησή του, ο Νηφάκος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διορίζεται αξιωματικός στην Υψηλή Πύλη. Αργότερα, υπηρετεί σε εμπιστευτικές θέσεις στην Οδησσό και στη μαρτυρική Σμύρνη, όπου γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του εμπρησμού του Φραγκομαχαλά στις 4/12 Μαρτίου 1797. Αυτή τη φρικτή εμπειρία την απαθανατίζει στο ποίημά του, «Ιστορία της καταστροφής του Φράγκο μαχαλά», ένα έργο που, παρά τα «μικρά τετράστιχα», προσφέρει ανεκτίμητες πληροφορίες και εκφράζει βαθύ ανθρώπινο πόνο:
Η Επιστροφή στην Πατρίδα
Έτσι, το μικρό Μανιατόπουλο, πλέον άντρας και αξιωματούχος με το όνομα Ισμπίρ, βρίσκεται κοντά στον σουλτάνο. Όμως, το ελληνικό του αίμα, η αδούλωτη μανιάτικη θέλησή του, δεν τον αφήνουν ήσυχο.
Μια τυχαία συνάντηση σε ελληνικό μαγαζί της Πόλης με έναν συμπατριώτη του από τον Πύργο Λεύκτρου γίνεται η αφορμή. Μέσω αυτού, ο Νηφάκος μαθαίνει για τους δικούς του και ζητά να συναντήσει τη μητέρα του στη Μηλέα. Το μήνυμα τη συγκλονίζει – η μητέρα του στέλνει πίσω μια τούφα από τα άσπρα της μαλλιά, ένα μήνυμα που συγκλονίζει την ευαίσθητη ψυχή του Νικήτα.
Από τότε, ψάχνει ευκαιρία να επιστρέψει στην γλυκιά του πατρίδα. Γύρω στα 1788, εγκαταλείπει τα αξιώματα και μπαρκάρει σε ένα μανιάτικο καράβι. Πριν απομακρυνθεί από την Πόλη, σκίζει και ματώνει τα ρούχα του, δίνοντας την εντύπωση ότι δολοφονήθηκε – μια κίνηση που σφραγίζει την οριστική του επιστροφή.
Ο Ποιητής της Μάνης
Η επιστροφή του Νικήτα στη Μάνη τον βρίσκει στην αυλή του τοπικού άρχοντα, του Τζανέτου Γρηγοράκη ή Τζανήτμπεη. Εκεί, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Σωκράτη Νηφάκο, «από το σπίτι του Τζανήτμπεη εγύρισε όλα τα χωριά της Μάνης και γνώρισε τα ήθη και τα έθιμα των Μανιατών και έγραψε σε στίχους πολιτικούς συμμέτρους την Ιστορία της Μάνης όλης ηθών, χωρίων και «Ιντράδων (προϊόντων) αυτής».
Αυτό το τελευταίο ποίημα του Νηφάκου είναι και το σημαντικότερο. Μια στιχουργική αναστύλωση της ζωής, του χαρακτήρα, των ηθών και των εθίμων της Μάνης, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη ματιά στην εποχή του.
Ο «Δάσκαλος» της Μάνης
Το 1813, ο Νηφάκος επιστρέφει στη Μηλιά και αργότερα βρίσκεται δάσκαλος στην Καλαμάτα, όπου και πεθαίνει λίγο πριν ξεσπάσει η Εθνική Επανάσταση του 1821. Έμεινε στη μνήμη της πατρίδας του ως ο «δάσκαλος», ο άνθρωπος που προσπάθησε να «φρονηματίσει μέσα στο σκοτάδι» το Έθνος του με τους στίχους του, πεθαίνοντας φτωχός και άγνωστος στο ευρύ κοινό.
Αυτή η μελέτη αποτελεί μια προσπάθεια αναστύλωσης της μνήμης του και ανάδειξης του έργου ενός σπουδαίου, αν και λησμονημένου, ποιητή.
Τα ποιήματα του είναι όχι πολυ γνωστά και μέσα και έξω από την Μάνη. Έχουν όμως μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον για έναν λόγο: είναι γεμάτα από λέξεις της Μανιάτικης διαλέκτου, που μερικές από αυτές είναι απαρχαιωμένες πια.
Ο Νικήτας Νηφάκος αναφέρεται επίσης σε έναν κατάλογο από 26 χωριά και χωριουδάκια. Η πρώτη στον κατάλογο είναι η Τσίμοβα (Αρεόπολη)… » έχει και καπετάνιον έναν τον λεν΄ Μαυρομιχάλη». ο ποιητής μιλάει για…»¨Μίνα. η Κοίτα η πολύπυργος κ’ η Νόμια παρομοία» η Βάθεια με τα Άλικα…»
Κλείνοντας την αφιέρωση στον μεγάλο ποιητή Νικήτα Νηφάκο-αλλά και άγνωστο για τους περισσότερους- δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι έγραψε ποιήματα για την Τουρκοκρατία για τους περήφανους Μανιάτες άντρες και πολεμιστές και για τα μοιρολόγια.





