Οι Μαυρομιχαλαίοι και ο Κυβερνήτης!

Οι Μαυρομιχαλαίοι και ο Κυβερνήτης!

17 Μαΐου 2025 0 By omorfimani

Κάποτε, σε έναν τόπο ευλογημένο από τον ήλιο και τη θάλασσα, στα τέλη ενός καυτού Αυγούστου, τρία καράβια Ρούσικα, σαν τεράστια θαλασσοπούλια, βρήκαν απάγκιο σε έναν κόλπο κοντά στην Καλαμάτα. Η θάλασσα, κουρασμένη από τα παιχνίδια του καλοκαιριού, άρχισε να ονειρεύεται τις χειμωνιάτικες αγριόφωτες.

Τότε, ένας σοφός άντρας, που γνώριζε τα μυστικά του τόπου, είπε στους Ρούσους καπεταναίους, δείχνοντας προς τη δύση: «Εκεί που βλέπετε είναι η Μεσσηνία, η γη του Θεού. Σπέρνεις ένα και η γη σου χαρίζει δέκα. Μα κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι την έχουνε σημαδέψει ως τα Γιαννιτσάνικα.»

Και όταν ρώτησαν για την άλλη μεριά, τους αποκρίθηκε: «Από εκεί ξεκινά η Μάνη, ένας τόπος από πέτρα και λεβεντιά, που οι ντόπιοι τη λένε Κακαβούλια. Εκεί ψηλώνει ένα βουνό, η Σέλιτσα. Κι από τη Σέλιτσα και δώθε, μην περιμένετε χώματα ή νερά. Μόνο αίμα θα βρείτε και σίδερο από ντουφέκια. Και τούτα τα ντουφέκια είναι έτοιμα τούτες τις μέρες, γιατί έτσι το θέλησε ένας άρχοντας, φίλος δικός σας.»

Οι Ρούσοι, περίεργοι, ρώτησαν τον σοφό άντρα για τα νέα του τόπου, κι εκείνος τους είπε: «Ο άρχοντας Καποδίστριας έχει σηκώσει μπαϊράκι με τους Μανιάτες. Πριν λίγο καιρό, ένας λεβέντης από το Λιμένι, ο Κατσής Μαυρομιχάλης, πήρε τους δικούς του και βγήκαν στα βουνά. Μόλις το έμαθαν στο Ανάπλι, έγινε μεγάλος αναβρασμός. Ένας γέροντας σεβάσμιος, ο Πετρόμπεης, ζήτησε να πάει στην Τσίμοβα να βάλει τάξη, γιατί ήξερε πως θα τον άκουγαν σαν πατέρα και σαν αρχηγό. Μα ο Κυβερνήτης, πεισματάρης καθώς ήταν, δεν τον άφησε. Έφυγε κρυφά με ένα καΐκι. Τότε έστειλαν έναν ναύαρχο, τον Κανάρη, με βασιλικό πρόσταγμα να τον πιάσει. Τον πρόφτασε στο Κατάκωλο και τον γύρισε πίσω στο Ανάπλι. Τα παρακάτω τα ξέρετε. Ο Καποδίστριας έκλεισε τον γέρο Μαυρομιχάλη στο κάστρο το Ιτς-Καλέ. Γι’ αυτό και τα ντουφέκια στη Μάνη είναι έτοιμα. Οι γεννημένοι από τη θάλασσα δεν θα το ανεχτούν αυτό, να το θυμάστε! Ο Κωνσταντής κι ο Μπεηζαντέ Γιωργάκης θα δείξουν την οργή τους, κι ας τους φυλάνε καλά.»

Τότε η κουβέντα σταμάτησε, γιατί μια βαρκούλα ήρθε από τις Κιτριές, φέρνοντας μια γυναίκα που περίμεναν στο ρούσικο καράβι. Όταν ανέβηκε, στηριζόμενη στο μπράτσο ενός νεαρού, όλοι έκαναν στην άκρη. Έμοιαζε με φάντασμα αρχαίο, σκιά από τραγωδία παλιά, καθώς περπατούσε αργά, με βλέμμα γεμάτο πόνο και πείρα θανάτου. Οι σοφοί του καραβιού την παρομοίασαν με μια βασίλισσα που είδε τα παιδιά της σφαγμένα. Ήταν η γριά μάνα του Μπέη της Μάνης.

Ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ έτρεξε να την υποδεχτεί και να της προσφέρει μια θέση.

«Σας ακούω,» της είπε με σεβασμό, φωνάζοντας τον δραγουμάνο να πλησιάσει. «Και θα χαρώ να σας βοηθήσω, αν είναι στο χέρι μου.»

Και η γριά άρχισε να μιλά με φωνή τραχιά: «Να του πεις πως αυτό που κάνει είναι άδικο. Και το άδικο σε τούτον τον τόπο δεν το θέλουν ούτε οι άνθρωποι ούτε ο Θεός που πιστεύουμε. Σε ποιόν να το πεις; Στον Κυβερνήτη, στον Καποδίστρια. Εσύ είσαι από τη Μοσκοβία και θα σ’ ακούσει. Να βγάλει το παιδί μου από το Ιτς Καλέ, που το ‘κλεισε σαν κακούργο.»

Έλεγε «το παιδί μου», κι η φωνή της έτρεμε σαν φωνή μάνας για το μωρό της, παρόλο που ο Πετρόμπεης ήταν πια γέρος.

«Δεν ξέρει,» φώναξε στον Ρώσο με πικρή φωνή, «τι έχει δώσει η γενιά μας σε τούτον τον τόπο. Τον Σκυλογιάννη τον σφάξανε μισοκαμένο στα Ορλωφικά. Λένε πως το μαχαίρι γλιστρούσε στο δέρμα του. Τον γιο του, τον πρώτο του παλικάρι που πολεμούσε στο Μελιπύργι, τον πήραν οι Τούρκοι και τον σκότωσαν φρικτά. Το ίδιο έγινε και με τ’ άλλα του παιδιά, τα μικρότερα, που βρέθηκαν στη μάχη. Τα έσφαξαν κι αυτά σαν αρνιά.»

Σώπασε για λίγο, με τα μάτια θολά από τα χρόνια να κοιτούν τη θάλασσα, και τα χέρια σαν κλαδιά ξερά σταυρωμένα στα γόνατά της. Σαν να ξαναζούσε τις πίκρες της.

«Ο Πιέρος κι αυτός έπεσε στη μάχη,» συνέχισε. «Ο Γιάννης πληγώθηκε βαριά στο Νιόκαστρο κι πέθανε στην Αρκαδιά. Ο Λίας, το εγγόνι μου που έμοιαζε με τον ίδιο τον Χριστό, πολέμησε στο Βαλτέτσι και πότισε με το αίμα του τα Στούρα και τον Κοκκινόμυλο. Ο Κυριακούλης, που έδενε τα μουστάκια του πίσω από τ’ αυτιά, σκοτώθηκε στη Σπλάντζα, στο Φανάρι, πολεμώντας τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κωνσταντής κράτησε τη Βέργα, νίκησε τους Αραπάδες του Ιμπραήμ στο Διρό, πολέμησε στον Πολυτζάραβο. Ο Γιωργάκης στα Δερβενάκια. Δεν μετριούνται τα παλικάρια της γενιάς μας που χύσανε το αίμα τους για τούτον τον τόπο.»

Το γεροντικό της πρόσωπο γύρισε και κοίταξε το σπίτι των Μαυρομιχαλαίων στις Κιτριές.

«Το βλέπεις αυτό το σπίτι;» ρώτησε τον ναύαρχο. «Εκεί μέσα ο γιος μου με τον Αντωνόμπεη Γρηγοράκη και τον Τρουπάκη Μούρτζινο έβαλαν την υπογραφή τους στο χαρτί που έφερε την λευτεριά στη Μάνη το Εικοσιένα.»

Ο Ρίχαρντ άκουγε με προσοχή τα λόγια της γριάς, που έμοιαζαν με κατάρες βγαλμένες από τα βάθη της ψυχής της.

«Να του πεις του Κορφιάτη να βγάλει τον μπέη από τη φυλακή το πιο γρήγορα. Έτσι να του πεις. Να τον βγάλει και για το δίκιο και για την ζωή του…»

Σηκώθηκε, τον ευχαρίστησε και ζήτησε το χέρι του συνοδού της. Ο νέος Μανιάτης την οδήγησε απαλά στη βάρκα. Καθώς καθόταν, φώναξε πάλι στον ναύαρχο: «Να τον βγάλει και για το δίκιο και για την ζωή του!»

Την άλλη μέρα, ο Ρώσος ναύαρχος άφησε τις Κιτριές και ταξίδεψε νότια, κατά τη Μανιάτικη θάλασσα με τους κόκκινους βράχους. Πέρασε τους κάβους και έβαλε πλώρη για το Ανάπλι. Εκεί, λένε πως έκανε ό,τι μπορούσε για να σβήσει τη φωτιά της οργής, να φέρει ειρήνη ανάμεσα στον Κυβερνήτη και τον Πετρόμπεη. Ήξερε πόσο δύσκολος ήταν ο Καποδίστριας, πεισματάρης και αυστηρός. Και ήξερε πως πολλοί ισχυροί του τόπου στέκονταν στο πλευρό των Μαυρομιχαλαίων.

Όμως, για τη συνάντησή του με τη γριά μητέρα του Πετρόμπεη δεν είπε τίποτα στον Κυβερνήτη, ούτε για τα φοβερά λόγια της, για να μην τον εξοργίσει. Του είπε μόνο πως οι Μανιάτες ήταν ανάστατοι και πως δεν θα ξεχνούσαν ποτέ την ταπεινωτική πράξη του Κανάρη.

«Δεν έδωσα τέτοια διαταγή!» είπε ο Καποδίστριας. «Αυτό που έγινε, όσο κι αν έγινε από ζήλο, το αποδοκιμάζω. Η πράξη του Κανάρη ήταν άτιμη!» Και πρόσθεσε θυμωμένα: «Με τέτοια λάθη θα μου φέρουν κανέναν μπελά στο κεφάλι!»

Ο Ρίκορντ τον παρακάλεσε ξανά να συναντήσει τον Πετρόμπεη.

«Θα τον καλέσω,» απάντησε ο Κυβερνήτης με πιο ήρεμη φωνή. «Μου είχε μιλήσει πριν από δυο μήνες και ο κύριος Φιλήμων. Χωρίς αποτέλεσμα όμως, γιατί ο αδελφός μου ο Βιάρος τα έκανε θάλασσα. Έβαλε τον πνευματικό μου να πει στον Μπέη πως θα τον συγχωρούσα αν έφερνε όλη την οικογένειά του από τη Μάνη στο Ανάπλι για εγγύηση. Και φυσικά, ο Μαυρομιχάλης δεν το δέχτηκε.»

«Πότε θα γίνει η συνάντησή σας;» ρώτησε ο ναύαρχος.

«Απόψε κιόλας. Στις πέντε το απόγευμα.»

Ο Κυβερνήτης όρισε τη συνάντηση. Στις πέντε το απόγευμα θα έφερναν τον γέρο-Μαυρομιχάλη από το Ιτς Καλέ στο Παλάτι.

Μα η Μοίρα, που αγαπά τα σκοτεινά μονοπάτια, μπήκε στη μέση και άλλαξε τα σχέδια. Έφτασε το ταχυδρομείο από την Ευρώπη, κι ο Καποδίστριας διάβασε τις ξένες εφημερίδες. Σε μια εφημερίδα του Λονδίνου είδε ένα άρθρο γεμάτο οργή εναντίον του, που μιλούσε και για τον άδικο διωγμό των Μαυρομιχαλαίων. Η καρδιά του, που εύκολα θύμωνε, άλλαξε γνώμη αμέσως. Όχι, δεν θα δεχόταν τον Πετρόμπεη!

Εκείνος ήρθε την ώρα που του είχαν πει, κατεβαίνοντας από τη φυλακή με τα γεροντικά του βήματα. Όταν έφτασε στο Παλάτι, του είπαν ξερά πως ο Κυβερνήτης δεν θα τον δεχόταν. Έσκυψε το άσπρο του κεφάλι, ντροπιασμένος, και ξαναπήρε το δρόμο για το Ιτς Καλέ. Περνώντας κάτω από το σπίτι όπου έμεναν ο αδελφός του και ο γιος του, ο Κωνσταντής κι ο Γιωργάκης, τους είδε και τους δύο στο παράθυρο.

«Γέρο, τι συμβαίνει;» του φώναξε ο γιος του, ο Μπεηζαντές Γιωργάκης, που με το βλέμμα του γεμάτο έκπληξη έμοιαζε με αρχάγγελο.

«Τι να ‘ναι, παιδί μου;» ακούστηκε η πνιγμένη φωνή του γέρο-Μαυρομιχάλη. «Δεν βλέπετε; Ανεβοκατεβάζουν τον Μπέη της Μάνης σαν κλεμμένο κοτόπουλο!»

Και ξανάρχισε να περπατά, πιο σκυφτός από την ταπείνωση.

«Αυτός ο Κορφιάτης με το στενό παντελόνι,» είπε ο Μπεηζαντές, σαν να δάγκωνε τις λέξεις, «μας περνά για τιποτένιους, για αχρείους. Όρκο παίρνω, το έκανε επίτηδες για να μας ντροπιάσει!»

Οι δύο Μαυρομιχαλαίοι κοιτάχτηκαν σιωπηλά, και στα μάτια τους φάνηκε για μια στιγμή μια λάμψη σαν ατσαλιού. Είχαν πάρει την απόφασή τους.

Και τότε, σαν σε παραμύθι που η σκιά γίνεται πιο μεγάλη από το σώμα, η οργή των Μαυρομιχαλαίων άρχισε να σιγοκαίει.

Ο Κυβερνήτης, για να θυμάται πάντα την Κέρκυρα όπου είχε μεγαλώσει, συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα νωρίς το πρωί.

Ένα πρωινό, βγήκε από το Κυβερνείο φορώντας ένα σκούρο μπλε παλτό με ασημένια κουμπιά που έμοιαζαν με φοίνικες, άσπρο λινό παντελόνι και ένα μπλε σκούρο καπέλο. Έμοιαζε σαν Ρώσος στρατιώτης. Καθώς περπατούσε, λένε πως του επιτέθηκε ένας μεγάλος μαύρος σκύλος και του έσκισε το παντελόνι. Γύρισε πίσω, άλλαξε ρούχα και ξαναπήγε για την εκκλησία. Αυτή τη φορά, μια ζητιάνα που είχε δει τον σκύλο να του επιτίθεται, τον σταμάτησε ξαφνικά, προσπαθώντας να του κλείσει το δρόμο. Ο Καποδίστριας νόμισε πως ζητούσε ελεημοσύνη και της έδωσε λίγα κέρματα. Η ζητιάνα τα πέταξε και έφυγε τρομαγμένη, σαν να ήθελε να του δείξει να μην πάει.

Και όμως, εκείνος πήγε. Πέρασε από μια κρήνη, και όταν έφτασε στην πλατεία της εκκλησίας, είδε τους Μαυρομιχαλαίους να τον περιμένουν, στέκονταν απέναντι από την πόρτα όπου θα έμπαινε. Για μια στιγμή, το βήμα του έγινε διστακτικό, σαν να ένιωσε τον κίνδυνο. Μετά όμως προχώρησε και, φτάνοντας κοντά στην πόρτα, χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού.

Ήταν πρωί Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1831. Οι Μαυρομιχαλαίοι, ντυμένοι και οι δύο με τις μανιάτικες κάπες τους, ήταν έτοιμοι. Ο Κωνσταντής έβγαλε ένα φυλαχτό κι έστησε φρουρά στο κατώφλι της εξώπορτας. Ο Μπεηζαντές Γιωργάκης στάθηκε από την άλλη μεριά. Τότε ο νεωκόρος φώναξε: «Κάντε τόπο! Μπαίνει ο Κυβερνήτης στον Άγιο Σπυρίδωνα!»

Αμέσως ακούστηκαν δύο δυνατοί πυροβολισμοί. Η μια σφαίρα, από το όπλο του Κωνσταντή, βρήκε τον Κυβερνήτη. Καθώς εκείνος έπεφτε, ο Μπεηζαντές, το πιο όμορφο παλικάρι της Μάνης εκείνα τα χρόνια, έβγαλε από την κάπα του ένα μαχαίρι με μαύρη λαβή και του το έμπηξε στην κοιλιά.

Έγινε πανικός. Φωνές ακούστηκαν μπροστά στην εκκλησία, και μετά σε όλο το Ανάπλι. «Οι Κακαβούληδες σκότωσαν τον άρχοντα!»

Ο Κοζώνης, ο σωματοφύλακας του Καποδίστρια, που είχε ένα χέρι λιγότερο, έβγαλε γρήγορα το πιστόλι του και χτύπησε τον Κωνσταντή, τον αδελφό του Πετρόμπεη, καθώς έτρεχε να σωθεί. Ο στρατηγός Φωτομάρας τον σημάδεψε από το παράθυρο του σπιτιού του και τον βρήκε κι αυτός. Έπεσε κάτω, και ο κόσμος τον άρπαξε και τον έσυρε στο χώμα. Εκεί που τον τραβούσαν μισοπεθαμένο, ακούστηκε η βαθιά φωνή του Κωνσταντήμπεη, του αντρειωμένου πολεμιστή που είχε σώσει το Ανάπλι από τον Ιμπραήμ: «Μη με λερώνετε, μη με ντροπιάζετε, παιδιά! Και ρίξτε λάδι στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα!»

Λένε πως για μέρες, το πρησμένο σώμα του νεκρού το έσερνε η θάλασσα στα βράχια, ώσπου ένας παπάς Μανιάτης το τράβηξε και το έθαψε.

Ο Γιωργάκης έτρεξε στη Γαλλική Πρεσβεία, φίλησε το όπλο του, το εμπιστεύτηκε μαζί με την τιμή του στον Γάλλο πρέσβη, και μετά παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές. Το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Εκείνος στάθηκε μπροστά τους ήρεμος και γονάτισε με σεβασμό κοιτάζοντας ένα παράθυρο με κάγκελα. Εκεί στεκόταν ο πατέρας του, ο γέρο-Πετρόμπεης, και παρακολούθησε την εκτέλεση του αγαπημένου του γιου, καπνίζοντας την πίπα του για να κρατήσει κρυμμένο τον πόνο στην καρδιά του.

Ο Μπεηζαντές, όρθιος και άφοβος, κοίταξε το απόσπασμα που θα τον εκτελούσε. Ζήτησε να μην του βάλουν μαντήλι στα μάτια, για να αντικρίσει τον θάνατο. Και έδωσε ο ίδιος την διαταγή: «Πυρ!»

Από τις εννιά σφαίρες που έριξαν, οι δύο αστόχησαν. Λένε πως ήταν δύο στρατιώτες που λυπήθηκαν τον λεβέντη Μανιάτη.

Γεώργιος Φτέρης “Μάνη Πατρίδα μου” Εκδόσεις Ερμής