Η μητέρα μου ήτανε γριά. Δεν την θυμάμαι άλλωστε νέα, ακόμη και τον καιρό που θα μπορούσε να αφήνει , έστω και λίγο , μια τέτοια εντύπωση. Η μητέρα μου θαρρούσα πως πάντα ήταν γριά, κι αυτή η κατάσταση , δεν της πήγαινε μόνο, είχε γίνει στο τέλος και τίτλος της. Τα γειρατειά ταίριαζαν στο σύνολο της , στην έκφραση της, καθώς έβγαινε από την πείρα της ζωής , από τις πίκρες της, που σφραγίζουν -ιδίως στη Μάνη- τη μορφή της μητέρας περισσότερο από τις χαρές, ακόμη κι από τις πιο έντονες. Και το μάτι της , όσο και να σκέπαζε την καρδιά -τους πόνους τους κρεμασμένους εκεί σαν εικονίσματα- το μάτι και στεγνό έδειχνε κάτι από τη συνήθεια , από την ετοιμότητα του δακρυσμένου.Να πως τη γνώρισα στη μικρή, την παιδική μου ηλικία.
Την ξαναφέρνω στη φαντασία μου, όπως την παρακολουθούσα όταν άναβε στο εικονοστάσι το καντήλι, πάντα δίχως να μιλά, αλλά πάντα μ΄ένα τρέμουλο, με μια απίθανη ψιθυριστική χλόη προσευχής επάνω στα χείλη. Ύστερα , αφού ξανάκανε το σταυρό της , κρατόντας τα μάτια της ξεμάκραινε λίγο-λίγο , μ΄εκείνη την απερίγραπτη διάκριση που δίνει η ευλάβεια στις κινήσεις και των πιο απλών ανθρώπων.

Η μητέρα μου φαίνεται πως γνωριζότανε με την Παναγιά από χρόνια, από πολλά χρόνια. Και πάντα κάτι της έλεγε , κάτι της εκμηστηρευότανε , κάτι της ζητούσε , χωρίς να την κοιτάζει ποτέ κατά πρόσωπο, από σεβασμό. Εσήκωνε μόνο τη σκούρα όψη της προς το σκούρο εικονοστάσι, για μερικά δευτερόλεπτα, την έβλεπε με το βρέφος στην αγκαλιά, σε μια στάση δηλαδή που την ήξερε και δική της , επικοινωνούσε μαζί της σαν μάνα με μάνα, κι αμέσως χαμήλωνε το κεφάλι κάνοντας μια βαθύτατη υπόκλιση , πιο εκφραστική από τις υποκλίσεις που γίνονται στα κοσμικότερα σαλόνια. Κάποτε παρούσιαζε και εμένα στην Παναγιά, σιωπηλά , καθώς κρατούσα σκυμμένο το κεφάλι μου επάνω στις χρυσές βούλες του φωτός που έπεφταν σαν χρυσά νομίσματα από το καντήλι.
Μοιρολόϊ για τον θάνατο του Γιώργου Φτέρη
Στου Ταϋγέτου τη κορφή επέρασε ένα πουλί και έσκουζε και έκλαιε και μοιρολόϊ έλεε:
Ξυπνάτε όρη και βουνά κι όλα της Μάνης τα χωριά, να κλάψετε το σταυραητό του Τισμπιδάρου τον υϊό
Από τα χτες το ΄σπερινό εντύθη Χάροντας γιατρός και σήμερα τη χαραυγή πήρε του Φτέρη την ψυχή…..
Ανώνυμου από τη συλλογή : Μανιάτικα Μοιρολόγιᔨτου Πάνου Καλλιδώνη.
Από τότε κάθε φορά που βρίσκομαι αγνάντια σε καντήλι ξαναθυμάμαι τη μητέρα μου. Και πάντα όταν σκέφτομαι τη μητέρα μου ξαναθυμάμαι το εικονοστάσι της Παναγιάς πλάϊ σ ένα ανατολικό παράθυρο, αγνάντια στα απότομα Μανιάτικα βουνά.
Θυμάμαι τον καιρό που χωριστήκαμε για πρώτη φορά με την μητέρα μου. Με πήγαινε σχολείο στο Γύθειο από το χωριό και μ΄έγραψαν στο Ελληνικό σχολείο, στο δεύτερο Ελληνικό σχολείο , στην Παλαιόπολη, κοντά στο σπίτι του Βουζουναρά. Μόλις έχασα την μητέρα μου-ήμουν στερνό της παιδί ύστερα από έξι άλλα-ενόμισα πως έχασα και το φως μονομιάς. Δεν πρόκειται για υπερβολή στην έκφραση.Στο θρανίο , ανοίγοντας το αναγνωστικό, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα γράμματα , να τα συλλαβίσω. Τόσο που ο πρώτος μου δάσκαλος Μανιάτης κι αυτός, ο Πετρούνιας , να με ρωτάει αν έβγαλα αληθινά το δημοτικό σχολείο ή αν μ΄έγραψαν κατά λάθος στο Ελληνικό. Το έλεγε γελαστά καταλαβαίνοντας που οφείλεται η οπτική διαταραχή μου , αλλά εγώ βασανιζόμουν , ένιωθα μάλιστα πως η κατάσταση δεν γίνεται να τραβήξει πιο πολύ. Ώστε ένα βράδυ βγαίνοντας από το σχολείο , πήρα την μεγάλη απόφαση. Χωρίς να ειδοποιήσω κανέναν στο συγγενικό σπίτι όπου έμενα- στα Καψαλιάνικα-έφυγα για το χωριό. Παίρνοντας ένα δρόμο που θα τραβούσε ώρες ολόκληρες , προς την άλλη μεριά της Μάνης, και που τον είχα κάμει μόνο μια φορά, όταν οι γονιοί μου με κατέβασαν με μουλάρι για το Μαραθωνήσι , όπως εξακολουθούσαν να λένε το Γύθειο εκείνα τα χρόνια , με το παλιό του όνομα.

Εκεί που στρίβει η δημοσιά για τη Σπάρτη ξέκοψα προς την ανηφοριά ,πέρασα με τα πόδια το μικρό ποτάμι που σχηματίζεται το χειμώνα από τα νερά του Ταϋγέτου κι ύστερα ακολούθησα το μονοπάτι που χάνονταν μέσα στη νύχτα. Μιά που τα κατατόπια δεν τα ήξερα, ούτε μ΄άφηνε τώρα το σκοτάδι να ξεχωρίσω τίποτε καλά, ένιωθα πως με οδηγούσε ο ντόρος του χωριού , όπως οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά ο ντόρος του θηράματος. Αργά τη νύχτα βρέθηκα στην Αγία Βαρβάρα, όπου , όποιος τη διάβαινε , κι όποια ώρα τη διάβαινε χρειάζονταν τις περισσότερες φορές να κάμει μάχη με τον αέρα. Σωστό πάλεσμα. Την κορφή της Αγίας Βαρβάρας την δέρνουν οι αγριότεροι άνεμοι, από την ανατολική μεριά του Λακωνικού κόλπου κι από την δυτική του Μεσσηνιακού , ως τα Μοθωκόρωνα.
Εφτασα στο σπίτι αργά πολύ αργά τη νύχτα, δίχως να δοκιμάσω το αίσθημα του φόβου, παρά μόνο δίπλα σε μια χαράδρα που κατεβαίνοντας μου είχαν ειπεί οι δικοί μου πως λέγεται Στριγγλολάγγαδο, γιατί βγάινουν Στρίγγλες την νύχτα.Φοβήθηκα επίσης ζυγώνοντας σ ένα σημείο , στην είσοδο του χωριού , όπου είχε γίνει άλλοτε φονικό, κι έλεγαν πως κάθε νύχτα σκούζει το αίμα του σκοτωμένου. Δεν τ΄ άκουσα . Αλλά περίμενα από στιγμή σε στιγμή να τ΄ ακούσω.
Φαντάζεται κανείς την έκπληξη των γονιών μου. Κατάλαβαν τι μου συνέβαινε. Δεν με μάλωσαν. Αντίθετα, προσπάθησαν να βρεθούν ψυχικά κοντά μου. Έτσι έμεινα λίγες ημέρες στο χωριό μου κι έπειτα με κατέβασαν πάλι στο Γύθειο. Τα μάτια μου έβλεπαν τώρα πεντακάθαρα τα γράμματα του αναγνωστικού , έγινε μάλιστα και κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Ύστερα απ΄αυτή τη συναισθηματική περιπέτεια ποτέ στη ζωή μου, σ΄όλη μου τη ζωή, τον καιρό που ταξίδευα , που έμενα σε τόπους μακρινούς, δεν αισθάνθηκα πια τη νοσταλγία . Φαίνεται πως όλη η ποσότητα της νοσταλγίας που είχα μέσα μου, από φυσικού, εξαντλήθηκε , κάηκε μπροστά στο βωμό της Μητέρας.
Έμεινε όμως βαθειά μέσα μου η λατρεία μου γι΄αυτόν τον τόπο που λέγεται : Μάνη.
Γ.Φτέρης ” Μάνη Πατρίδα μου” Εκδόσεις Ερμής 1981