Ήταν το γένος Καβούρη…
Όλοι οι συγγενείς της στην Κοίτα και Μερτάρι ήταν ένας κι ένας εξαίρετοι άνθρωποι. Πώς βγήκε αυτή τέτοιος διάολος; Είχε παντρευτεί έναν απ’ το Σταυρί, αλλά ο γιος της, που ήτανε μοίραρχος, όσα παιδιά κι αν έκανε δεν του ζήσανε… Πέθανε κι αυτός, ενώ ο πατέρας του κι η μάννα του – η διαβολόγρια – ζούσαν. Ο γέρος έφερε ένα παιδάκι από τα ξένα κι είπε ότι ήταν εξώγαμο του μακαρίτη του γιου του του μοίραρχου… Ήταν; Ή απλώς το υιοθέτησε ο γέρος και για να του δώσει σφραγίδα γνησιότητας» είπε πως ήταν εξώγαμο του μακαρίτη του γιού του; Το παιδί το στείλανε στην Αθήνα να σπουδάσει, αν και δεν ήταν τύπος με πολύ «τσαγανό».Ο γέρος – ο «παππούς» – επέθανε. Έμεινε μόνο η διαβολόγρια, η «μάγισσα και το παιδί στην Αθήνα.
Τι εσχέφτη η γριά που δεν μπορούσε ούτε να εξυπηρετηθεί μονάχη της, ούτε να κάνει τις δουλειές της: Βρίσκει ένα αγαθό κοριτσόπουλο ορφανό, του μαχαρίτη του «Μουχαμέτη» του Πασπαλά κορίτσι και, αγαθό όπως ήταν, του ‘πε:
«Από τώρα θα ζ’ έχου νύφη μου… Θα ζέ παντρέψου με τ’ αγγόνι μου».
Η κοπελλίτσα ευκολόπιστη. Νέοι πολλοί δεν υπήρχανε. Αν την πήγαινε και στην Αθήνα ο νεαρός… Έκανε λοιπόν όλες τις δουλειές της Ντουβόνυφης. Πόσα δεν της λέγανε οι δικοί κι οι φίλοι.
«Μωρή ζε κοροϊδεύει η γριά. Κάτσε στο σπιτάκι του και μην απασχολιέσαι με δαύτη!»
Κάποτε ήρθε κι ο νεαρός απ’ την Αθήνα. Πώς όμως η γριά ν’ απαλ λαγεί από τις «δεσμεύσεις» της και να τους βάλει όλους να «χορέψουν» στο δικό της το χαβά; Με τέχνη φέρνει τους δύο νεαρούς σ’ επαφή (1960). Νέοι… Το αίμα βράζει… Η κοπέλλα άλλωστε το θεωρούσε δεδομένο. Της το ‘πε κι αυτό η γριά:
«Αμα ζε ζητήσει τέτοια δουλειά να κάτσεις! Νά ντόνε “δέσεις». Ο νεαρός λοιπόν παρασυρμένος έκαμε ό,τι η γριά ήθελε. Ο χρόνος, που νόμιζε θα κερδίσει η γριά εκμεταλλεύτρια, πέρναγε σύντομα. Κι οι υποχρεώσεις μεγαλώσανε.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου της γριάς ήτανε: Μόλις φανεί ‘γκαστρουμένη η κοπέλα, να ντήνε σκοτώσει ο νεαρός! Αφού της το ‘χε δηλώσει της γριάς:
«Εγώ δεν την θέλω, ο κόσμος να χαλάσει. Είμαι είκοσιτριών ετών και δε θέλω γάμο! Πόσο μάλλον μ’ αυτή τη χαζούλα!»
Του λέει η γριά:
«Θα ντήνε σκοτώσεις! Στη γηστέρνα που θα ποτίζει τα ζώα… Μία ντουφεκιά και ντάξει! Και θα φανεί ότι τηνε εσκότωσε η Μαϊριώ, εκεί νη η αχώνευτη αντρογυναίκα που στο στομάχι με κάθεται!… Θα φανεί ότι για την Ψικακόνυφη τη χήρα που ‘χε φιλενάδα ο Πασπαλάς. Θα φανεί ότι η Μαϊριώ την εσκότωσε για ‘γδίκηση!…»
Ο άμυαλος ξενομεγαλουμένος νεαρός, καταπτοημένος από την υποχρέωση να μικροπαντρευτεί μία που περιφρονούσε (και αηδίαζε πλέον) και καταπεισμένος από τη σατανική γριά, ότι τάχα τα «βάρη» θα πέσουν αλλού, πήρε την απόφαση. Ναι! Θα έκανε αυτό που η «γιαγιά» του έλεγε. Και το
έκανε!Πάει στη γηστέρνα, τηνε βρέσκει την κοπέλλα. Μόλις τον είδε το πρόσωπό της γέμισε προσμονή!… Μπαμ! Έπεσε! Το αθώο αίμα της πότισε
το δάπεδο της γηστέρνας…

Μόλις είδε το αίμα ο νεαρός, συνταράχτηκε. Τριγύριζε γύρα – γύρα από τη γηστέρνα αλλοπαρμένος και δεν μπορούσε να φύγει. Λες και ένα αόρατο σιδερένιο χέρι δεν τον άφηνε ν’ απομακρυνθεί.
Η διαβολόγρια παρατηρούσε από απέναντι! Τον είδε που ‘λιγοκάρδισε…
«- Ξαπορκέλα το ντουφέκι ζου, βρε! Για να μπορέσεις να φύγεις!», του φώναζε σαν στρίγγλα.
Το ξαπορκέλισε το ντουφέκι. Του ‘φάνη σαν το αόρατο χέρι που τον κρατούσε να τον άφησε! Πήρε να τρέχει τον κατήφορο…
Ο ‘νωματάρχης απ’ το Γερολιμένα ανέβη στο Σταυρί. Πήγε βρήκε την κοπέλλα, όπως είχε πέσει. Ρώτησε διάφορους. Ρώτησε και την κακούργα γριά… Αυτή του ‘πε:
«Αυτή η Μαϊριώ το ‘καμε!… Για να ‘δικηθεί το μ Πασπαλά που ‘χε τη Ψικακόνυφη φιλονάδα».
καια
«Ποιά Μαριώ; Η Ψικάκου;», ρωτά έκπληκτος ο νωματάρχης.
«Ναι, εκείνη!» Στήθηκε κατηγορία εναντίον της αθώας Μαριώς Ψικάκου… Αυτή – δίκαια είπε ότι δεν έχει ιδέα… Ο νωματάρχης όμως – πονηρός ο βλάχος- κάτι ψυλλιάστηκε όταν έμαθε για τις υποσχέσεις της γριάς στη νεαρή… Την παρουσία του νεαρού στο σπίτι… Αλλά και η νεκροψία έδειξε: έγκυος πεντέμισι μηνών η σκοτωμένη!
«Πολύ μυστήριο», σκέφτηκε ο ενωματάρχης. «Πρέπει ν’ ανακαλύψω τον “δράστη” της εγκυμοσύνης. Πιο πιθανός είναι ο έγγονας της γριάς. Ο αρραβωνιαστικός. Αλλά για να ζυγίσω τα πράματα, θα κάμω άλλη δουλειά».
Καλέι όλους τους νεαρούς της περιοχής να περάσουνε ν’ ασπαστούνε το λείψανο. Κι αυτός πιο πέρα παρατηρούσε την έκφραση του καθενού. Και πρό παντός του νεκρού «αρρεβωνιαστικού».
Είδε τη χλωμάδα, το τρέμουλο και την προσπάθεια που κατέβαλε να την πλησιάσει… Κι όταν έσκυψε να τη φιλήσει… μισολιποθύμησε. Το και τάλαβε ο νωματάρχης. Αυτός ήτανε. Ομολόγησε:
«Ναι, η γιαγιά μ’ έβαλε. Για να φανεί ότι το ‘καμαν οι Ψικακιάνοι!”
Δικάστηκε πολλά χρόνια ο θετός Μανιάτης. Η ποινή του μετριάστηκε λόγω καλής διαγωγής.
Συνοπτική ανάλυση του κειμένου από την Όμορφη Μάνη:
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μια ηλικιωμένη γυναίκα, την «διαβολόγρια», που ζει στο Σταυρί της Μάνης. Η γυναίκα αυτή, μέλος της οικογένειας Καβούρη, θεωρείται κακόβουλη, σε αντίθεση με τους συγγενείς της. Η ίδια είχε παντρευτεί έναν άντρα από το Σταυρί. Ο γιος της, μοίραρχος, πέθανε χωρίς να του ζήσουν τα παιδιά του. Μετά τον θάνατο του γιου της, ο άντρας της φέρνει ένα παιδί από το εξωτερικό, υποστηρίζοντας ότι είναι το νόθο παιδί του μοιράρχου. Το παιδί αυτό το στέλνουν στην Αθήνα για σπουδές.
Μετά τον θάνατο του παππού, η «διαβολόγρια» μένει μόνη της με το παιδί να σπουδάζει στην Αθήνα. Η γριά, καθώς δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της, βρίσκει μια ορφανή κοπέλα, κόρη του Πασπαλά, και της υπόσχεται ότι θα την παντρέψει με τον εγγονό της. Η κοπέλα, αφελής και μόνη, δέχεται την πρόταση και ξεκινά να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Όταν ο νεαρός επιστρέφει από την Αθήνα, η γριά, με σκοπό να χειραγωγήσει την κατάσταση, τους φέρνει κοντά. Η κοπέλα, θεωρώντας τον γάμο δεδομένο, κάνει ό,τι της ζητάει η γριά, και τελικά η κοπέλα μένει έγκυος από τον νεαρό.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου της γριάς αποκαλύπτεται: να σκοτώσει ο εγγονός την κοπέλα μόλις φανεί η εγκυμοσύνη της. Ο νεαρός, που δεν ήθελε να παντρευτεί, δέχεται να κάνει αυτό που του ζητάει η γιαγιά του, η οποία του λέει να σκοτώσει την κοπέλα στη γ cistern, ενώ ποτίζει τα ζώα. Η γριά σκαρφίζεται και ένα σχέδιο για να ενοχοποιήσει μια άλλη γυναίκα, την Μαριώ.
Ο νεαρός, ακολουθώντας τις εντολές της γιαγιάς του, σκοτώνει την κοπέλα. Αμέσως μετά, συνταράσσεται από την πράξη του. Η γριά, που παρακολουθούσε από μακριά, του φωνάζει να ξεφορτωθεί το όπλο για να μπορέσει να φύγει.
Ο ενωμοτάρχης από τον Γερολιμένα αναλαμβάνει την υπόθεση. Η γριά τον κατευθύνει να πιστέψει πως υπεύθυνη είναι η Μαριώ. Ο ενωμοτάρχης, όμως, υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, ιδίως όταν μαθαίνει για τις υποσχέσεις της γριάς προς την κοπέλα και για την παρουσία του νεαρού στο σπίτι. Η νεκροψία επιβεβαιώνει την εγκυμοσύνη της κοπέλας.
Για να βρει τον δράστη της εγκυμοσύνης, ο ενωμοτάρχης καλεί όλους τους νεαρούς της περιοχής να ασπαστούν το λείψανο. Όταν ο εγγονός της γριάς προσπαθεί να το κάνει, λιποθυμάει, οπότε ο ενωμοτάρχης καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο ένοχος. Ο νεαρός ομολογεί πως η γιαγιά του τον έβαλε να το κάνει.
Ο νεαρός δικάζεται και καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης, η οποία μειώνεται λόγω καλής διαγωγής. Η ιστορία τελειώνει χωρίς να διευκρινίζεται η τύχη της γριάς, της πραγματικής υποκινητής του φόνου.
Πηγή: Ξεχασμένοι & Ζωντανοί Θρύλοι του Ταινάρου.Κυριάκος Κάσσης. Σελ.154-155-156