
Μάνη: Πάλη, Σύγκρουση και Μνήμη
2 Ιουνίου 2025Η μανιάτικη κοινωνία, καθ’ όλη τη μακρά ιστορική της διαδρομή, βρέθηκε αντιμέτωπη με ποικίλες και σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες διαμόρφωσαν βαθιά την κοινωνική της δομή και τις αξίες της. Οι αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, με το άνυδρο έδαφος, την ορεινή γεωμορφολογία, την έλλειψη επαρκούς πόσιμου νερού και τον περιορισμένο και κατακερματισμένο γεωργικό κλήρο, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες που επηρέασαν την επιβίωση και την οργάνωση των Μανιατών.
Μέσα σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, η οικογένεια και το γένος (clan) αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες κοινωνικής συνοχής. Οι συγγενικές αυτές δομές δεν ήταν απλώς μορφές κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και εργαλεία νομιμοποίησης για την απόκτηση και τη διαχείριση των λιγοστών πόρων. Η “παληκαριά”, η ανδρεία και η ικανότητα στη χρήση των όπλων αναδείχθηκαν σε σημαντικές αρετές, ενώ το εθιμικό δίκαιο ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των γενών. Έτσι, διαμορφώθηκε ένα άγραφο σύνολο κανόνων που περιλάμβανε τον σεβασμό προς την οικογένεια, το γένος, τους προγόνους, την αξιοπρέπεια και την ιεραρχική τάξη. Η διατήρηση αυτών των κανόνων από γενιά σε γενιά εδραίωσε μια ισχυρή παράδοση, καθιστώντας τη μανιάτικη κοινωνία βαθιά συντηρητική. Κάθε απόπειρα αλλαγής αυτών των εδραιωμένων ηθών αντιμετωπιζόταν με καχυποψία, καθώς ερμηνευόταν ως πιθανή προσπάθεια αναδιανομής των περιορισμένων πόρων, γεγονός που συχνά οδηγούσε σε εν δυνάμει συγκρούσεις.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου (1919-1939) αποτέλεσε ένα σημείο καμπής, καθώς άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες αμφισβητήσεις των παραδοσιακών αυτών ηθών και του άγραφου δικαίου. Πρωτεργάτες σε αυτή την αλλαγή υπήρξαν οι δάσκαλοι, οι οποίοι άρχισαν να διαδίδουν στην περιοχή της Μάνης ιδέες σχετικές με τον σοσιαλισμό, την αλληλεγγύη και την κοινωνική ανισότητα. Η παρουσία των δασκάλων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου έφερε σημαντικές αλλαγές στην ελληνική επαρχία γενικότερα, καθώς συνέβαλαν στην εκπαίδευση, στην υγειονομική πρόοδο και στην ενημέρωση των κατοίκων. Οι νέες ιδέες που προωθούσαν οι δάσκαλοι στα σχολεία της Καρδαμύλης, της Αρεόπολης και του Γυθείου έβρισκαν ανταπόκριση σε πολλούς μαθητές, οι οποίοι αποτελούσαν μια πιο εύπλαστη ομάδα που ήταν πιο δεκτική σε μηνύματα που ενδεχομένως αμφισβητούσαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Ωστόσο, το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941) και η επακόλουθη Κατοχή της Μάνης από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς (1941-1944) δημιούργησαν μια νέα μεταβατική περίοδο. Η μανιάτικη κοινωνία αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε πρωτόγνωρες δυσκολίες, επινοώντας τακτικές επιβίωσης απέναντι στην πείνα, τη φορολογία, τις επιτάξεις και τη ληστεία, ενώ παράλληλα έπρεπε να διαχειριστεί τις σχέσεις της με τους Βρετανούς στρατιώτες που κρύβονταν στα βουνά και με τις δυνάμεις Κατοχής. Μέσα σε αυτό το ρευστό κλίμα, νέα μηνύματα για κοινωνική ισότητα, κοινοτική ζωή και αλληλεγγύη άρχισαν να υιοθετούνται και να προβάλλονται, κυρίως από το ΕΑΜ, το οποίο αρχικά δραστηριοποιήθηκε στα φτωχά χωριά της Μέσα Μάνης. Το ΕΑΜ επεχείρησε να επεκτείνει την επιρροή του σε όλη τη Μάνη, επιβάλλοντας κοινοτικό φόρο στις πλουσιότερες κοινότητες της Μεσσηνιακής Μάνης και προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τη ληστεία. Παράλληλα, επέδειξε αδιαλλαξία απέναντι σε όσους συνεργάζονταν με τις δυνάμεις Κατοχής.
Ωστόσο, αυτή η αδιαλλαξία δημιούργησε και αντιδράσεις. Υπήρχε η καχυποψία, ιδιαίτερα μετά την εξέγερση της Σαϊδόνας το 1942, ότι το ΚΚΕ είχε τον έλεγχο του ΕΑΜ. Οι ισχυρές τοπικές ελίτ έβλεπαν το ΕΑΜ ως μια απειλή για την υπάρχουσα κοινωνική και ιδιοκτησιακή τάξη. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, δημιουργήθηκε μια διπολική κατάσταση. Από τη μία πλευρά, οι “νοικοκύρηδες” κατηγορούσαν τους ΕΑΜίτες ως ταραξίες που επιθυμούσαν την ανατροπή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και ήταν πιο διατεθειμένοι να συνεργαστούν με τους κατακτητές. Από την άλλη, οι ΕΑΜίτες κατηγορούσαν τις τοπικές ελίτ για συνεργασία και προδοσία.
Η δράση του ΕΛΑΣ εναντίον των δυνάμεων Κατοχής, κυρίως με σαμποτάζ, και η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία συνεργάστηκαν με τους κατακτητές εναντίον του ΕΛΑΣ, όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης “αντιδραστικών” από τον ΕΛΑΣ, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας επιτέθηκαν εναντίον του εαμογενούς πληθυσμού, οδηγώντας σε πράξεις αντιποίνων και εντείνοντας τον κύκλο της βίας.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944, η Μάνη βρέθηκε υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ για ένα σύντομο διάστημα. Ωστόσο, μετά τα Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι ταγματασφαλίτες ανέκτησαν την κυριαρχία στην περιοχή. Ο σπόρος της βίας, που είχε σπαρθεί κατά την Κατοχή, πήρε νέα τροπή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ο έλεγχος της Μάνης πέρασε σε δεξιές παρακρατικές ομάδες, οι οποίες εξαπέλυσαν διώξεις εναντίον αριστερών οικογενειών. Η βία κλιμακώθηκε με δολοφονίες και μαζικές διώξεις, φέρνοντας τη Μάνη στο επίκεντρο των συζητήσεων της Ελληνικής Βουλής.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου το 1949, οι αριστερές οικογένειες στη Μάνη είχαν σχεδόν αφανιστεί ή είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν. Παρά τη διατήρηση του προπολεμικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ο Εμφύλιος άφησε πίσω του ένα βαρύ τίμημα, έναν “Εμφύλιο της Μνήμης”, γεμάτο σιωπές και τραύματα που διήρκεσαν για πολλές δεκαετίες. Μόλις από τη δεκαετία του 1980 άρχισε μια σταδιακή διαδικασία εξωτερίκευσης αυτών των τραυματικών γεγονότων, η οποία εντάθηκε μετά το 2000 με την καταγραφή προφορικών και γραπτών μαρτυριών. Σήμερα, καθώς η Μάνη εξελίσσεται σε τουριστικό προορισμό, υπάρχει η δυνατότητα για μια πιο ψύχραιμη και αμερόληπτη θεώρηση του παρελθόντος, με στόχο την κατανόηση και την επούλωση των συλλογικών και προσωπικών τραυμάτων.
Κείμενο διαμορφωμένο από την αφήγηση του Γιάννη Καρακατσιάνη ( Δρ Νεότερης Ιστορίας ΕΚΠΑ)