Αφήστε μας να σας ταξιδέψουμε σε μια εποχή γεμάτη πάθος και συγκρούσεις, στην καρδιά της άγριας και περήφανης Μάνης. Φανταστείτε μια τοποθεσία σμιλεμένη από τον ίδιο τον χρόνο, ένα αληθινό φυσικό οχυρό που αψηφά τις καταιγίδες της ιστορίας…
Η Τσίμοβα, η αερόπετρα της Μάνης, η σημερινή Αρεόπολη, δεν επιλέχθηκε τυχαία από τη δυναστεία των Μαυρομιχαλαίων για να ριζώσει το ισχυρό της δέντρο. Σαν αετός που στήνει τη φωλιά του σε απρόσιτα ύψη, η Τσίμοβα αγκαλιάζεται από την ίδια τη φύση. Στα βόρεια, ένας κατακόρυφος γκρεμός βουτά με θάρρος στα αφρισμένα κύματα του πελάγους, δημιουργώντας ένα αδιαπέραστο τείχος. Ανατολικά και νότια, άγριες λαγγαδιές και επιβλητικά βουνά υψώνονται σαν άγρυπνοι φρουροί, χαρίζοντας στην Τσίμοβα ένα πανοπτικό έλεγχο σε κάθε πέρασμα, μετατρέποντάς την σε ένα απόρθητο φυσικό φρούριο.

Πίσω στο χρόνο, μετά το 1600, η άφιξη και η εγκατάσταση της οικογένειας Μαυρομιχάλη σε αυτόν τον γεωγραφικό θησαυρό δεν ήταν απλώς μια επιλογή κατοικίας. Ήταν μια στρατηγική κίνηση που έμελλε να σφραγίσει την ιστορία της Μάνης. Πιστεύεται ακράδαντα πως αυτή η προνομιακή θέση, σε συνδυασμό με το πληθωρικό γενεαλογικό τους δέντρο, την αξεπέραστη πολεμική τους ανδρεία και την οξύνοια που διέκρινε τα μέλη της οικογένειας, αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της κυριαρχίας τους. Στους αιώνιους και αιματηρούς αγώνες με τις άλλες ισχυρές μανιάτικες φατρίες, τους Γρηγοράκηδες, τους Κουμουντουράκηδες και άλλους, η Τσίμοβα δεν ήταν απλώς ένα χωριό, αλλά ένα απόρθητο ορμητήριο.
Γιατί όμως η Τσίμοβα αναδείχθηκε σε ένα τέτοιο “φρούριο”;
Πέρα από την φυσική της οχύρωση, η γεωγραφική της θέση την καθιστούσε νευραλγικό σημείο:
- Βρισκόταν στην καρδιά της χερσονήσου της Μάνης, σαν ένας άγρυπνος φρουρός στο κέντρο της.
- Ήταν το κλειδί των επικοινωνιών που συνέδεε την ανατολική με τη δυτική Μάνη, την Έξω με τη Μέσα Μάνη.
- Διέθετε έναν ζωτικής σημασίας λιμένα, το Λιμένι, ένα παράθυρο στον έξω κόσμο, μια αρτηρία επικοινωνίας και εμπορίου.
Χάρη σε αυτά τα ανεκτίμητα πλεονεκτήματα, οι Μαυρομιχαλαίοι είχαν το προνόμιο να μαθαίνουν τα πάντα που συνέβαιναν σε ολόκληρη τη Μάνη με αστραπιαία ταχύτητα. Αυτή η άμεση πληροφόρηση τους επέτρεπε να αντιδρούν άμεσα και αποτελεσματικά σε κάθε πρόκληση, κάθε απειλή, κάθε ευκαιρία. Στην ταραγμένη εποχή του 17ου και 18ου αιώνα, όπου η Μάνη βρισκόταν σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου, η αξία αυτών των πλεονεκτημάτων ήταν ανυπολόγιστη. Οι Γρηγοράκηδες, με το Σκουτάρι και το Γύθειό τους, ή οι Κουμουντουράκηδες, με τη Ζαρνάτα τους, δεν μπορούσαν να καυχηθούν για μια τέτοια στρατηγική υπεροχή.

Και οι Μαυρομιχαλαίοι δεν άφησαν αυτά τα πλεονεκτήματα να σκονιστούν στην αφάνεια. Τα εκμεταλλεύτηκαν με εξαιρετική δεξιοτεχνία και άγρυπνη προσοχή, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που αποδεικνύει την οξυδέρκειά τους:
Τον Απρίλιο του 1805, ο Άγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Ληκ έφτασε στο Μαραθονήσι (Γύθειο) με την επιθυμία να εξερευνήσει κάθε γωνιά της μυστηριώδους Μάνης. Ο τότε Μπέης της Μάνης, ο Αντώνιος Γρηγοράκης, γνωστός και ως Αντωνόμπεης, τον υποδέχθηκε με φιλοξενία στο σπίτι του και του διέθεσε έναν έμπιστο άνθρωπο για την ασφάλειά του.
Την επόμενη μέρα, όμως, όταν ο Ληκ έφτασε στο Σκουτάρι, μια έκπληξη τον περίμενε. Εκεί, σαν αόρατος φρουρός, στεκόταν ο Γκίκας Μαυρομιχάλης, που είχε κατέβει από την αετοφωλιά της Τσίμοβας. Χωρίς χρονοτριβή, ο Μαυρομιχάλης πήρε τον Ληκ με το μουλάρι του και τον οδήγησε στην Τσίμοβα. Εκεί, τον φιλοξένησε στο αρχοντικό του και τον έφερε σε επαφή με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον μετέπειτα θρυλικό ηγέτη. Στη συνέχεια, ο Γκίκας συνόδευσε τον Ληκ σε όλη την περιοδεία του, από την Τσίμοβα μέχρι το απόκρημνο Ταίναρο και πίσω, πάντα μαζί με τον άνθρωπο του Αντωνόμπεη.
Ας αφουγκραστούμε τα λόγια του ίδιου του Ληκ, μια μαρτυρία για την ατμόσφαιρα και τους ανθρώπους της Μάνης:
“Τόσο διαβόητοι είναι οι Μανιάτες της Μέσα Μάνης για την πειρατεία και τη λεηλασία των πλοίων που ξεβράζονται στις ακτές τους, που ο Μπέης της Μάνης στο Μαραθονήσι μου έδωσε έναν δικό του άνθρωπο για ασφάλειά μου, να με συνοδεύσει στη Μέσα Μάνη.”
“Ο Γκίκας Μαυρομιχάλης, ένας άνδρας εξήντα ετών, με πήρε από το Σκουτάρι με το μουλάρι του και με φιλοξένησε στο σπίτι του στην Τσίμοβα. Για να μείνω άνετα, έστειλε τις γυναίκες στον πύργο του. Τη νύχτα, πενήντα πρόβατα και δώδεκα βόδια έφεραν στην αυλή του σπιτιού του.”
“Στην Τσίμοβα με επισκέφθηκε και ο Πέτρος Μαυρομιχάλης. Ο ‘κυρ Πετρούνης’, όπως τον αποκαλούν όλοι, που κατοικεί στο Λιμένι. Ο ‘κυρ Πετρούνης’ είναι ένας ευφυής άνδρας τριάντα με σαράντα ετών, ντυμένος με πράσινο βελούδο, ο ευγενέστερος των Μανιατών που έχω συναντήσει.”
“Το πρωί, ο ‘κυρ Πετρούνης’ με συνόδευσε με δώδεκα ένοπλους άνδρες του μέχρι τη λαγκάδα του Διρού. Ο ‘κυρ Πετρούνης’, αν και δεν φέρει τον τίτλο του καπετάνιου, ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στη Μέσα Μάνη.”
Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ο Γκίκας Μαυρομιχάλης επέστρεψε από το Ταίναρο με τον Ληκ, κατευθύνθηκαν στο Λιμένι, στην κατοικία του χαρισματικού “κυρ Πετρούνη”.
Ας συνεχίσουμε την αφήγηση του Ληκ, που μας μεταφέρει στην καρδιά των μανιάτικων ιστοριών:
“Ο ‘κυρ Πετρούνης’ μου είπε: ‘Ο πατέρας μου έσωσε το 1792 ένα αγγλικό καράβι της εταιρείας Σμιθ και Μπάρμπυ του Λονδίνου, με πλοίαρχο τον Μπράουν, που το έριξε η τρικυμία στο λιμάνι του Βοίτυλου και θα συνετρίβετο στα βράχια. Στην κρίσιμη όμως στιγμή, βγήκε από το Βοίτυλο ο πατέρας μου με το δικό του πλοίο και με μεγάλη δεξιοτεχνία το οδήγησε με ασφάλεια στο Λιμένι. Οι Μανιάτες έτρεξαν να το λεηλατήσουν, αλλά ο πατέρας μου το προστάτευσε’.”

Στη συνέχεια, ο “κυρ Πετρούνης” μοιράστηκε με τον Ληκ πολύτιμες πληροφορίες για τις καπετανίες της Μάνης, τους ηγέτες τους και τη δύναμη του καθενός. Αναφέρθηκε στους πέντε Μπέηδες της Μάνης που είχαν προηγηθεί και στην δράση τους, καθώς και στα Ορλοφικά, όπου ο θείος του, Ιωάννης Μαυρομιχάλης, έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο.
Την επόμενη μέρα, ο Ληκ επιβιβάστηκε στο καΐκι του Μαυρομιχάλη και έπλευσε προς τις Κιτριές, στα σύνορα της Μάνης.
Αυτές οι ανεκτίμητες πληροφορίες που συνέλεξε ο Ληκ από τον Πέτρο Μαυρομιχάλη για τη Μάνη και τους Μανιάτες, δημοσιεύθηκαν στο εμβληματικό του βιβλίο “Ταξίδια του Μοριά”. Από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, ο κόσμος γνώρισε την πραγματικότητα της Ελλάδας υπό την οθωμανική κυριαρχία, και ακόμη και σήμερα, αποτελεί ένα πολύτιμο ανάγνωσμα για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει εκείνη την ιστορική περίοδο.
Με πηγές από το βιβλίο του Δημητρίου Β. Δημητράκου-Μεσίσκλη ” Οι Νυκλιάνοι” Τόμος Α΄σελίδα 6-7