Γάμοι στην Καρέα Οιτύλου πριν το 1940.

gamoi mani

Στην καρδιά της Μάνης, στην Καρέα Οιτύλου, πριν το 1940, οι γάμοι δεν ήταν απλά τελετές – ήταν η ψυχή του καλοκαιριού, η μεγαλύτερη γιορτή που ζωντάνευε το χωριό, μια πραγματική όαση διασκέδασης για μικρούς και μεγάλους, σε μια εποχή που ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και γραμμόφωνα ήταν άγνωστες λέξεις.

Οι Προσκλήσεις: Από το Καλεστόγραμμα στις Φωνές

Φανταστείτε: οι προσκλήσεις γίνονταν με έναν μοναδικό τρόπο. Το επίσημο “καλεστόγραμμα” ήταν προφορικό, την Κυριακή πριν τον γάμο. Οι καλεσμένοι, την παραμονή του γάμου, Σάββατο, έφταναν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης κουβαλώντας δύο μεγάλες, αφράτες πίτες και δύο ολόλευκα ψωμιά – προμήθειες για το μεγάλο γλέντι. Την Παρασκευή, δύο μέρες πριν, η “συνδρομή” καλούσε σχεδόν όλο το χωριό. Και για τους Μπουτσελιάνους, που ζούσαν στο απόμακρο Καύκαλο, η πρόσκληση ήταν ένα θέαμα από μόνη της: η μάνα της νύφης ή του γαμπρού, με τα χέρια χωνί, φώναζε με όλη της τη δύναμη: “Έεεεεε Μπουτσελιάνοι! Η απόφαση πάρθηκε. Τούτη την Κυριακή που μας έρχεται παντρεύω την κόρη μου. Είσαστε όλοι καλεσμένοι και στ’ αρχοντόπουλά σας.” Και εκείνοι, από τα παράθυρα, γνέφανε, δεχόμενοι την πρόσκληση.

Το “Ψίκι”: Η Μεγαλειώδης Πομπή της Νύφης

Η κορύφωση της χαράς ήταν το “ψίκι”, η πομπή που έφερνε τη νύφη από το δικό της χωριό. Στο Πυργάκι, την κάτω μεριά της Καρέας, μαζεύονταν όλα τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, σαμαρωμένα και στολισμένα με πολύχρωμες μπατανίες και σεντόνια. Ο πατέρας του γαμπρού, ως τελετάρχης, οδηγούσε την πομπή με τον γαμπρό, ακολουθούμενοι από μια πολύχρωμη σειρά ζώων με καβαλάρηδες, άνδρες και γυναίκες, όλοι ντυμένοι στα καλά τους. Ιδιαίτερα οι κοπέλες της παντρειάς, με τα καινούργια τους φουστάνια ραμμένα από τις περίφημες μοδίστρες της επαρχίας –τη Διαμάντω Κοκορέα στο Οίτυλο, τη Μαριγούλα στην Πάνιτσα, την Ολυμπία Αποστολάκου στην Τσίπα και τόσες άλλες– καμάρωναν, ελπίζοντας να βρουν τον νυμφίο τους. Καθώς το ψίκι προχωρούσε με τραγούδια, φτάνοντας στο χωριό της νύφης, οι άντρες τραβούσαν τα πιστόλια τους και πυροβολούσαν στον αέρα – ένα σημάδι λεβεντιάς που δεν έλειπε ποτέ. Μετά το γάμο και το γλέντι, το ψίκι επέστρεφε στην Καρέα, με τη νύφη πλέον στολισμένη στο μουλάρι της, και τους καλεσμένους να κρατούν στα γόνατά τους πολύτιμα προικιά, όπως καθρέφτες με κεντημένη την ευχή “Καλημέρα”.

Γλέντι και Έθιμα: Ο Χόντρος και οι Χοροί με Πυροβολισμούς

psiki prikia
Ψίκι και προικιά στην Έξω Μάνη Αρχείο Ι.Κισκηρέα)

Το γλέντι ήταν αξέχαστο. Τα φαγητά; Ο χόντρος –βρασμένο στάρι– και το ριζόκρεας, το κρέας με το ρύζι. Ο χόντρος, ή αλλιώς “Σκέκι” (ίσως από το μικρασιατικό Κεσκέκι), ήταν το απαραίτητο πιάτο. Φτιαχνόταν σε μεγάλα καζάνια, με κρέας να βράζει πάνω σε βέργες μάραθου, και μετά να ανακατεύεται με το σιτάρι από μια γυναίκα με ένα μακρύ ξύλο, μέχρι να γίνει ένα ομοιογενές, πεντανόστιμο μείγμα. Δεν υπήρχαν τραπέζια για όλους. Έτρωγαν έξω, στο ύπαιθρο, απλώνοντας κουρελούδες και καθισμένοι σε σκαμνιά ή μαξιλάρες. Οι γυναίκες πηγαινοέρχονταν σερβίροντας, και άντρες γέμιζαν τα ποτήρια με κρασί – συχνά όλοι από τα ίδια, γιατί τα ποτήρια ήταν λίγα.

Στους χορούς, ο μπροστινός χορευτής, εκτός από τα τσαλίμια του, πυροβολούσε στον αέρα με την κουμπούρα του. Αν ο καιρός ήταν κακός, πυροβολούσαν από το παράθυρο, αν και κάποιες φορές οι μεθυσμένοι ξεχνιόντουσαν και τρυπούσαν τα κεραμίδια του νοικοκύρη!

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν τα παπούτσια. Να αγοράσουν καινούργια; Αδύνατο! Έτσι, τα δανείζονταν. Άλλοτε φαρδιά, άλλοτε στενά, αλλά η οικονομία ήταν πάνω απ’ όλα. Λέγεται πως τρεις γαμπροί στην Καρέα παντρεύτηκαν με τα ίδια παπούτσια. Ακόμα και τα ρούχα της νύφης ήταν λιτά, με την προίκα να καταγράφεται σε παλιά κατάστιχα: “Βελέντζες τρεις. Κουρελούδες τρεις. Μαξιλάρες δύο. Μεσοφόρια δύο. Κοντογούνια τρία. Βρακία δύο.”

Τραγούδια και Αφιερώσεις: Η Ψυχή της Γιορτής

Τα τραγούδια έδιναν τον παλμό στη γιορτή. Οι γυναίκες χαιρετούσαν τη νύφη με το τραγούδι: “Νύφη μου καλορίζικη, να ζήσεις να γεράσεις, να φτάσεις χρόνους εκατό και να τους αμπεράσεις.”

Και για τον γαμπρό τραγουδούσαν: “Γαμπρέ μου όταν γεννιόσουνα, ήτανε μέρα σκόλη, και σου τη δώκαν την ευχή, οι Δώδεκα Απόστολοι.”

Ακόμα και οι ηλικιωμένοι συμμετείπχαν στο χορό, με τον πατέρα να τραγουδά στη γυναίκα του: “Χόρεψε καημένη γριά, στων παιδιών μας τη χαρά.” Και εκείνη απαντούσε χορεύοντας: “Δεν με γλέπεις μωρέ γέρο, πώς πηδώ και πώς χορεύω.”

Το Έθιμο της Βρύσης και ο Μανιάτικος Μήνας του Μέλιτος

Την επόμενη μέρα του γάμου, τη Δευτέρα, η νύφη μαζί με τους καλεσμένους πήγαινε στην περίφημη βρύση της Καρέας, ένα καταπράσινο μέρος με καρυδιές, συκιές, και πικροδάφνες. Εκεί, όπου οι γυναίκες του χωριού συγκεντρώνονταν για νερό με τις πήλινες στάμνες τους (τις “βίκες”) και για κουτσομπολιό, η “μάνα του χωριού” υποδεχόταν τη νύφη, σκορπίζοντας ρύζι στους αυλούς της βρύσης και τοποθετώντας νυφιάτικες κουλούρες – τις οποίες έπαιρναν οι ανύπαντρες κοπέλες. Όλοι έπιναν ένα ποτήρι κρασί, η νύφη γέμιζε τη βίκα της, και επιστρέφοντας στο σπίτι, έχυνε νερό στον άντρα της για να πλυθεί, ως σημάδι υποταγής στην “κολόνα” του σπιτιού.

Και ο μανιάτικος μήνας του μέλιτος; Ξεκινούσε αμέσως την επόμενη μέρα, με τους νεόνυμφους να παίρνουν την αξίνα στα χέρια και να πηγαίνουν στα χωράφια. Ένας γάμος στην Καρέα Οιτύλου ήταν μια ζωντανή εικόνα μιας εποχής όπου η παράδοση, η κοινοτική ζωή και η σκληρή δουλειά ήταν αλληλένδετες, δημιουργώντας αναμνήσεις που διαρκούσαν μια ζωή.

Από το βιβλίο ” Μανιάτικες Αναμνήσεις” του Βάσου Τσιμπιδάρου,1989

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ