
Μανιάτες: “Ταξίδια Ηρωισμού, από την Κορσική στην Κρήτη”
3 Ιουνίου 2025Στα δαντελωτά ακρογιάλια της Μάνης, όπου ο αέρας φέρνει μυρωδιές αλμύρας και άγριας πέτρας, μια ανάμνηση στέκει σαν φάρος στο χρόνο: η Κορσική. Για τους Μανιάτες, αυτό το όνομα δεν ήταν ένας απλός χάρτης σε κάποιο σχολικό βιβλίο, αλλά η εσχατιά της πιο πικρής ξενιτιάς. Θυμάμαι, μικρός, να ακούω τις γυναίκες να παρηγορούν ένα παιδάκι που έκλαιγε για τη μάνα του: «Μην κλαις, τρικέρι! Εδά διάηκε, στη βρύση. Δέ διάηκε στο Κόρτσικα». Η Κορσική, το απώτατο σημείο, το μέρος όπου η επιστροφή φάνταζε αβέβαιη.
Αυτή η φράση, απλή και καθημερινή, κουβαλούσε την ηχώ ενός ιστορικού γεγονότος του 1675. Τότε, γενναίες μανιάτικες οικογένειες, με την πρόσκληση της Γένοβας, άφησαν πίσω τους τους σκληρούς βράχους και τις ελιές της πατρίδας τους για να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα άγνωστο νησί. Η Κορσική έγινε για αυτούς ένα μακρινό ταξίδι, μια ριζική αλλαγή που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική τους μνήμη. Ακόμα και όταν τα καράβια άρχισαν να ταξιδεύουν προς την Αμερική, κάνοντας την απόσταση της Κορσικής να μοιάζει με μια σύντομη θαλάσσια βόλτα, η ανάμνηση εκείνης πρώτης μεγάλης ξενιτιάς παρέμενε ζωντανή.
Αυτή την ιστορία, με τις περιπέτειες και τις συγκινήσεις της, την ανασύρει από τη λήθη ο Δίκαιος Βαγιακάκος, ένας Μανιάτης που αφιέρωσε χρόνο και κόπο για να περπατήσει στα ίδια χώματα της Κορσικής, αναζητώντας τις χαμένες ψηφίδες αυτού του ιστορικού δεσμού.
Και σαν μια παράλληλη αφήγηση ανδρείας και αυτοθυσίας, ξεδιπλώνεται η συμμετοχή των Μανιατών στην Κρητική Επανάσταση. Η Κρήτη, ένα όνομα συνυφασμένο με την ελευθερία και την θυσία του Αρκαδίου, άναψε μια φλόγα στις καρδιές των Μανιατών. Το κάλεσμα για βοήθεια από το μαρτυρικό νησί ήταν σαν σειρήνα, πιο δυνατό από την αγάπη μιας μάνας, πιο ελκυστικό από την αγκαλιά μιας νιόπαντρης.
Σε αυτό το επαναστατικό ζόφο, γνωρίζουμε τον Κοσονάκο. Στον λιθόκτιστο πύργο, η νέα του γυναίκα, η Γιωργάκαινα, τον περίμενε με την αγωνία της νιόφερτης νύφης. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, χτενίζοντας αργά τα μαλλιά της, και η αντανάκλασή της της θύμιζε την ομορφιά που ήθελε να κρατήσει για την επιστροφή του. Όμως, στην καρδιά της μάνας του, μιας γερόντισσας με ρυτίδες χαραγμένες από τον χρόνο και τις έγνοιες, η αγωνία ήταν πιο βαθιά, πιο σφιχτή. Εκείνη, με την ακατανίκητη διαίσθηση της μητέρας, ένιωθε τον κίνδυνο πιο έντονα από την ίδια τη νύφη, της οποίας η αγάπη ήταν ζεστή σαν το αίμα της. Και ας μην ήξερε ακόμα καλά, όμως υποψιαζόταν την πικρή αλήθεια. Όλα τα όνειρα, όλα τα μικρά σημάδια της ζωής, της την φανέρωναν μέρα με τη μέρα πιο καθαρά. Μια άλλη γυναίκα, μια άλλη αγάπη, πιο δυνατή από τη δική της και από αυτή της κόρης του Μπαρμπιτσιώτη, καλούσε τον Κοσονάκο κρυφά, μέσα από τα άγρια κύματα της θάλασσας που λαμπύριζε και χανόταν πίσω από το Τσιρίγο.
«Γιατί θὰ πᾶς καὶ δὲ θαρθείς!», ψιθύρισε η μάνα, η φωνή της βραχνή από την απελπισία, καθώς ένιωθε στα χέρια του πως τίποτα πια δεν μπορούσε να σταματήσει τη μοίρα.
«Ποῦ θὰ πάω;» την ρώτησε ο Κοσονάκος, το βλέμμα του γεμάτο μια θλιβερή αποφασιστικότητα.
«Στην Κρήτη θὰ πάς. Ποῦ ἀλλοῦ πᾶνε οἱ ἄντρες μας, τα παιδιά μας; Στην Κρήτη θά πάς καί θά σκοτωθείς όπως σκοτώνονται όλοι».
Μέσα σε αυτή τη σπαρακτική σκηνή, ο Κοσονάκος, λες και άκουγε την προφητεία της μάνας του να ηχεί στην καρδιά του, έβγαλε σιωπηλά τη βέρα του. Το χρυσό δαχτυλίδι, σύμβολο της αγάπης του, πέρασε στην παλάμη της Γιωργάκαινας. «Πάρτη», της είπε με φωνή πνιγμένη, «γιά νάσαι ἐλεύθερη. Κι’ ο Μπαρμπιτσιώτης ὁ πατέρας σου ἂς εἶν’ καλά!» Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του, και οι λυγμοί της έσπασαν τη σιωπή του πύργου. «Κι’ ἂν γυρίσεις από την Κρήτη, μέ τό καλό;» ψιθύρισε ανάμεσα στα δάκρυα. Εκείνος την κοίταξε με ένα πικρό χαμόγελο. «Θα τη φορέσω πάλι», της απάντησε, «καί θἶναι σάν να ξαναπαντρευόμαστε». (Αυτή η γυναίκα, χήρα πια, με όλο που πολλοί την ζήτησαν στην Λακωνία, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, κρατώντας άσβεστη τη μνήμη του).
Με την έγκριση του Βούλγαρη, οι εθελοντές άρχισαν να συγκεντρώνονται. Ο Κοσονάκος στάθηκε μπροστά του για να λάβει τις τελευταίες οδηγίες. «Να τα βλέπει ὁ δικός σας – Κουμουντουρος», είπε ο Τζουμπές με μια πικρή ειρωνεία, «πού μέ κατηγορᾶ πώς πρόδωσα. Καί στέλνω στην Κρήτη πατριώτες του, ὅλο Μανιάτες». Ανάμεσά τους, ο γέρο Δημήτρης ο Πετροπουλάκης, από τη Ράχη, μια ζωντανή φλόγα του Εικοσιένα, και ο γιος του Λεωνίδας, ένας από τους πιο λαμπρούς αξιωματικούς της εποχής, γνωστός αργότερα ως «Γκριτζόβαλης» για την ηρωική του δράση. Μαζί τους, ο Ζερβομπεάκος από το Πετροβούνι, ο Δημητρακαράκος από τον Καρβελά και πολλοί άλλοι, όλοι Μανιάτες, που άφηναν πίσω τους το Γύθειο, τη Σύρα, τον Πειραιά, με προορισμό την Κρήτη. Τα ονόματά τους, ανάμεσα σε αυτά των άλλων Ελλήνων που έσπευδαν στο κάλεσμα του νησιού, ακούγονταν πιο οικεία, και ο αριθμός τους ξεπερνούσε τους υπόλοιπους.
Η Κρήτη καιγόταν. Το Αρκάδι είχε γίνει σύμβολο της ακατάβλητης θέλησης για ελευθερία. Παντού μαίνονταν μάχες. Κορυφαίοι οπλαρχηγοί εμψύχωναν τον λαό. Και μαζί τους, άγρυπνη, η ψυχή ολόκληρης της ελεύθερης Ελλάδας.
Τότε, έκανε την εμφάνισή του στην κρητική θρύλο ένα πλοίο που θα ανανέωνε τη θυσία του Αρκαδίου. Το βάφτισαν «Αρκάδι», σαν να ήθελαν να ρίξουν στην θάλασσα την ίδια την καρδιά της μαρτυρικής Μονής. Παντού το περίμεναν σαν σωτήρα. Το είχαν αγοράσει Έλληνες της Αγγλίας για να στηρίξουν τον αγώνα. Από το Λίβερπουλ έφτασε στη Σύρα, το κέντρο της προσπάθειας, και από εκεί στην Τήνο για να αγιασθεί. Φορτώθηκε πολεμοφόδια και τρόφιμα και έπλευσε για την Κρήτη, παίρνοντας πίσω γυναικόπαιδα για ασφάλεια. Το όνομά του έγινε θρύλος, και ένα τραγούδι αντηχούσε στα λιμάνια: «Καλώς ήρθες, Τουρκομάχο, τῆς θαλάσσης μας πουλί». Οι καπετάνιοί του, ο Αγγελικάρας κι’ ο Κουρεντής, το κυβερνούσαν με πείρα και αψηφισιά.
Ώσπου ήρθε η στιγμή της θυσίας. Τον Αύγουστο του 1867, το «Αρκάδι», με τον Κοσονάκο και τους άλλους Μανιάτες και τον γενναίο Κουρεντή στο τιμόνι, έφτασε στην Αγιά Ρούμελη των Σφακιών. Το τουρκικό πολεμικό «Ιτζεντίν», σαν άγριο θηρίο που παραμόνευε, μετά από ελιγμούς και απρόοπτα, το χτύπησε, σπάζοντας τον έναν τροχό του. Ο Κουρεντής, με μια απεγνωσμένη κίνηση, έριξε το «Αρκάδι» πάνω στο τουρκικό πλοίο. Από το κατάστρωμα του «Αρκαδιού», οι αντάρτες όρμησαν στο «Ιτζεντίν», αλλά το χαμηλότερο ύψος τους έκανε εύκολο στόχο για τα πυρά των Τούρκων. Το αίμα έτρεχε κόκκινο στο κατάστρωμα. Και ο καπετάνιος του «Αρκαδιού», βλέποντας την τραγική κατάσταση, έριξε το πλοίο στην ξηρά, στην ελπίδα να σωθούν όσοι περισσότεροι μπορούσαν.
Οι φλόγες από την μπαρούτη δεν άργησαν να αγκαλιάσουν το «Αρκάδι», όπως είχαν αγκαλιάσει και τη Μονή. Εκεί, βρήκε τον θάνατο ο Γιώργης ο Κοσονάκος, μαζί με τους άλλους Μανιάτες, όπως του είχε προφητεύσει η μάνα του στο Μαμουσούμπαση. Στο τέλος, οι Τούρκοι έσβησαν τη φωτιά, και ό,τι απέμεινε από τον καμένο σκελετό του πλοίου, το πήγαν μαζί με τα απανθρακωμένα σώματα των Μανιατών στον Σουλτάνο, στην Κωνσταντινούπολη…
Και μέσα σε αυτό το μωσαϊκό ιστορικών γεγονότων, υφαίνεται και ο θρύλος της σύνδεσης της Μάνης με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Μια ιστορία που πέρασε από γενιά σε γενιά, φτάνοντας από την Κλασική Ελλάδα και πείθοντας πολλούς, ωθώντας τον Σούτσο να γράψει τον περίφημο στίχο: «Ο Κορσικανός ο έχων τον Ταΰγετον πατέρα».
Πώς γεννήθηκε αυτός ο θρύλος που ήθελε τον Βοναπάρτη να κατάγεται από τους Στεφανόπουλους της Μάνης; Σύμφωνα με την παράδοση, ένας Στεφανόπουλος, ονόματι Καλλιέρος, μετανάστευσε από το Αλύκειο στην Τοσκάνη, όπου το ελληνικό του όνομα πήρε την ιταλική μορφή Buonaparte. Αργότερα, κάποιος από τον ίδιο γενεαλογικό κλάδο επέστρεψε στην Αλύκεια, και από αυτόν λέγεται ότι κατάγονται οι Βοναπάρτες της Κορσικής.
Αυτό που είναι βέβαιο, και επιβεβαιώνεται από τις έρευνες του Βαγιακάκου, είναι ότι κατά την παραμονή των Στεφανοπούλων στην Ιταλία, είχαν σημαντικές σχέσεις με την οικογένεια Βοναπάρτη. Η Πανώρια Στεφανοπούλου συνδεόταν στενά με τη Λετίτσια Βοναπάρτη, τη μητέρα του Ναπολέοντα. Και στο σπίτι της Πανώριας, όταν αργότερα κατέφυγε στο Παρίσι, σύχναζε ο νεαρός Ναπολέων, ο οποίος είχε μάλιστα τον αδελφό της, Δημήτριο Στεφανοπούλου, ως οργανωτή της ελληνικής φοιτητικής νεολαίας. Φαίνεται πως ο Ναπολέων είχε επηρεαστεί από την ανδρεία και τη στρατηγική σκέψη που διέκριναν τους Μανιάτες.
Έτσι, ο κύκλος της ιστορίας κλείνει. Από την μακρινή ανάμνηση της Κορσικής, στον κοινό αγώνα στην Κρήτη, και στην απροσδόκητη σύνδεση με τον Ναπολέοντα, η Μάνη στέκει ως αιώνιος μάρτυρας ανδρείας και θυσίας. Οι άνθρωποί της, είτε στα άγονα χώματα της πατρίδας τους, είτε στα ξένα εδάφη, έδειξαν την ίδια ακατάβλητη ψυχή και την ίδια φλόγα για την ελευθερία.
Κείμενο διαμορφωμένο: Όμορφη Μάνη
Πηγή: Γ.Φτέρης από το βιβλίο “Μάνη Πατρίδα μου” σελίδα 55-60 [ Ο Κοσονάκος και το ” Αρκάδι]