Το εικοσιένα κι η Μάνη. (Γ.Φτέρης)

mani

    Ίσως θα έχετε ακούσει για εκείνη την ιστορική συνομιλία του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο Χάμιλτων, σε μια στιγμή που η Επανάσταση δοκιμαζόταν σκληρά. Ο Χάμιλτων, λίγο πριν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, άνοιξε λόγο περί μιας συμβιβαστικής λύσης με τους Τούρκους, αφήνοντας να εννοηθεί πως αν οι ηγέτες του Αγώνα δέχονταν μια τέτοια προοπτική, εκείνος θα μπορούσε να μεσολαβήσει.

Τότε, ο Γέρος του Μοριά απάντησε με παρρησία: «Αυτό δεν γίνεται! Ελευθερία ή θάνατος! Εμείς ποτέ δεν κάναμε παζάρια και συμβιβασμούς με τον Τούρκο! Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί, κι άλλοι, σαν εμάς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενιά σε γενιά. Ο βασιλιάς μας σκοτώθηκε, καμία συνθήκη δεν έκανε. Η φρουρά του είχε αιώνιο πόλεμο με τους Τούρκους, και δύο κάστρα έμειναν απόρθητα για αιώνες…»

«Ποια φρουρά και ποια κάστρα;» ρώτησε ο Χάμιλτων.

«Η φρουρά του βασιλιά μας», αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης, «ήταν οι κλέφτες, και τα κάστρα μας η Μάνη και το Σούλι…»

Αναφέρουμε αυτόν τον ιστορικό διάλογο για να καταδείξουμε πόσο υπολογιζόταν η Μάνη σε όλες τις κρίσιμες περιόδους της εθνικής μας ζωής, και τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στην εξέγερση. Θυμόμαστε σχετικά τον χαρακτηρισμό του Βλαχογιάννη, ενός ανθρώπου με βαθιά γνώση των γεγονότων του Εικοσιένα και με ρουμελιώτικα κριτήρια που, όπως λένε, αδικούσαν ενίοτε τον Μοριά. Όμως, τη Μάνη την αντιμετώπιζε διαφορετικά, την ξεχώριζε και την χαρακτήριζε – το ακούσαμε από τον ίδιο – «Σούλι του Νότου». Είναι βέβαιο πως εκεί, στη Μάνη, στήριξε η Επανάσταση τις πολεμικές της ελπίδες.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην ιστορία του, την οποία φυλάσσουμε στη βιβλιοθήκη μας με σεβασμό – μια παλιά έκδοση του 1861 από το Λονδίνο – παρουσιάζοντας τους λαούς της Πελοποννήσου, γράφει πως ανάμεσά τους, αν και ασχολούνταν με ειρηνικά έργα και γενικά δεν ήταν μάχιμοι, «υπήρχαν άνδρες εκ της τάξεως των κλεπτών φημιζόμενοι επ’ ανδρεία και πολεμική εμπειρία», καθώς επίσης ζούσε στη μεσημβρινή άκρη του Μοριά ένας λαός που διέσωσε πολλά λείψανα της σπαρτιατικής καταγωγής του. Ο λαός της Μάνης. Αυτός ο λαός, «πτωχός ως ο τόπος όν κατοικεί, αφιλέμπορος, αβιομήχανος, άμικτος και διαβιών εν σκληραγωγίαις και τη χρήσει των όπλων εθήρευε πολλάκις τα προς το ζην δι’ αρπαγών κατά γην και κατά θάλασσαν. Ούτε Αρχήν τουρκικήν, ούτε κατοίκους Τούρκους είχε ποτέ η Μάνη, απελάμβανε δε πλήρη αυτονομίαν υπό την κυριαρχίαν του κατά καιρούς καπητάμποσα επ’ ετησίω φόρω, σπανίως και αυτώ αποδιδομένω… Δικαίως δε εθεωρείτο ο τόπος διά τα πλεονεκτήματά του πολεμικόν κέντρον της Πελοποννήσου, επρόκειτο δε να κινηθώσιν οι κάτοικοί του προ των άλλων, διότι εις εκείνους απέβλεπαν κυρίως οι λοιποί λαοί της Πελοποννήσου διά την φήμην της ανδρείας των…»

gerolimenas gialia
Γερολιμένας , Γιάλια

Στο ίδιο κεφάλαιο διαβάζουμε: «Ο μέχρι θανάτου καταδιωκόμενος υπό της τουρκικής εξουσίας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και καταφυγών προ πολλών ετών εις Επτάνησον, ήλθε την 6 Ιανουαρίου εις την Μάνην, την γενναίως και φιλοφρόνως τους καταδιωκομένους ομογενείς και ομοπίστους αείποτε δεχομένην…»

τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας

και του αέρα της Μάνης,

την έπαιρνα πάντα μαζί μου,

όπου πήγαινα. Σαν φυλαχτό

Γ.Φτέρης

Και σε άλλο σημείο, περιγράφοντας την κατάσταση μετά τα γεγονότα της Πάτρας, αναφέρεται: «Αν και απέτυχε το εν Πάτραις πρώτον τούτο επαναστατικόν κίνημα, η επανάστασις διεδόθη από άκρου εις άκρον της Πελοποννήσου. Πρώτη η Μάνη, μαθούσα τα συμβάντα ταύτα, εχύθη την 23 Μαρτίου εις Καλαμάταν υπό την αρχηγίαν του ηγεμόνος της Πετρόμπεη, ανδρός αξιοσεβάστου διά τας κοινωνικάς αρετάς του και την επ’ αγαθώ της Ελλάδος χρήσιν της ηγεμονίας του…»

Πρέπει δε εδώ να σημειωθεί ότι η παρουσία της Μάνης στα πολεμικά γεγονότα του Εικοσιένα δεν περιορίζεται μόνο στη γειτονική περιοχή του Μοριά. Διαπιστώνεται και σε άλλες περιοχές της επαναστατημένης Ελλάδος, μακριά από το θεωρούμενο κέντρο, πολύ μακριά μάλιστα, με την αίσθηση των αποστάσεων που είχαν εκείνη την εποχή και με τα μεταφορικά μέσα που μπορούσαν να διαθέτουν. Έστελναν τους Μανιάτες να πολεμήσουν όπου το απαιτούσαν οι περιστάσεις, γιατί ήξεραν καλά πως θα έμεναν ως το τέλος ακλόνητοι, και πως αν ακόμη τύχαινε να νικηθούν από τον αριθμό, θα είχαν μπροστά στα μάτια τους, πεθαίνοντας, το προγονικό, το μεγάλο παράδειγμα των Τριακοσίων.

Με Μανιάτες πήγε στα Στύρα της Εύβοιας ο μάρτυρας του Κοκκινόμυλου Ηλίας Μαυρομιχάλης, «ο χαριέστατος και φιλότιμος Ηλίας ο ευκλεώς βιώσας και ευκλεέστερον αποβιώσας», όπως τον ζωγραφίζει ο Τρικούπης, αυτόν τον αγγελόμορφο ήρωα. Με Μανιάτες πολέμησε στο Φανάρι του Αμβρακικού τον Κεχαγιάμπεη ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Μανιάτες πήραν το νεκρό του και τον κατέβασαν στο Μεσολόγγι για να τον θάψουν.

Σημειώνουμε ακόμη ότι και ο άλλος, ο επίσημος ιστορικός του Ελληνικού Έθνους, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, αναφερόμενος στον ηγεμόνα της Μάνης, τον Πετρόμπεη, τονίζει ότι «προΐστατο χώρας και φυλής αίτινες ουδέποτε υπέκυψαν ολοσχερώς εις την οσμανικήν κυριαρχίαν και αείποτε σχεδόν διετέλεσαν κατ’ αυτής στασιάζουσαι».

Και τώρα, σε μια νεότερη έρευνα του θέματος από έναν εξαίρετο ιστοριοδίφη, τον συμπατριώτη μας και αγαπητό φίλο Δικαίο Βαγιακάκο, που αναφέρεται στην κρισιμότερη περίοδο που γνώρισε η Επανάσταση του Εικοσιένα. Τότε που ο Ιμπραήμ πήγε να τα πάρει όλα σβάρνα, όπως και τα πήρε, σε μεγάλη ακτίνα μάλιστα. Εκείνον ακριβώς τον καιρό της θανάσιμης αγωνίας, που όλα άρχισαν να φαίνονται γκρεμισμένα ή ετοιμόρροπα, με μοιραία συνέπεια την κάμψη του ελληνικού ηθικού, μπήκε στη μέση η Μάνη, η γριά Μάνη, για να προβάλει στον επιδρομέα την αντίσταση της ψυχής της και του εδάφους της, της άκαμπτης ψυχής της και του απάτητου εδάφους της. Ο εχθρός θέλησε να την πατήσει κι από τη στεριά κι από τη θάλασσα, χωρίς ωστόσο να το κατορθώσει, με όλο το πείσμα του και την αριθμητική του υπεροχή.

aposkieri mesa mani
Αποσκιερή Μέσα Μάνη

Βρισκόμαστε στην δυσκολότερη χρονιά του Αγώνα, η κατάσταση, με την αιγυπτιακή ανάμιξη, έγινε αληθινά τραγική. Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται τον Φεβρουάριο του 1825 στη Μεθώνη με το στρατό του, έναν στρατό γυμνασμένο, όπως είναι γνωστό, από Ευρωπαίους αξιωματικούς, ιδίως Γάλλους, παλαιά στελέχη του Ναπολέοντος. Και αυτός ο στρατός, εκτός από την εκπαίδευσή του και τον εξοπλισμό του, διέθετε και κάτι άλλο, που αποτελεί σε κάθε πόλεμο σοβαρότατο συντελεστή: τη σιδερένια του πειθαρχία, δηλαδή ό,τι έλειπε δυστυχώς από τους δικούς μας, περισσότερο εκείνη τη στιγμή, με τον εμφύλιο που είχε προκαλέσει μια ολέθρια κρίση.

Καταλαβαίνει κανείς τι συγκλονιστικός πρέπει να ήταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα ο αντίκτυπος από την είδηση ότι ξεμπάρκαραν και κατόπιν ξεχύθηκαν χιλιάδες Αραπάδες στον Μοριά. Η εξόρμηση του Ιμπραήμ αρχίζει αμέσως ύστερα από την απόβαση και σημειώνει μάλιστα αλλεπάλληλες επιτυχίες. Νιόκαστρο, Μανιάκι, Μεσολόγγι – ο κατακτητής αλωνίζει σε μεγάλες περιοχές, τίποτε πια δεν μπορεί να του αντισταθεί, να τον σταματήσει. Καίει τα δέντρα, καίει τις εκκλησίες, καίει τα χωριά. Μια φωνή, η φωνή του τρόμου ακούγεται παντού: «Έρχεται ο Μπραΐμης!» Όλα σωριάζονται. Τα μόνα κέντρα που στέκουν ακόμη όρθια, που αφήνουν ακόμη την ελπίδα για αντίσταση, είναι το Ανάπλι, η Μονεμβασιά, η Ακρόπολη της Αθήνας, η Ύδρα κι η Μάνη, το τελευταίο φρούριο.

Κατά τη Μάνη, κατά τον Ταΰγετο, γυρίζει όλη η τρομαγμένη Ελλάδα τα βλέμματά της. Κι εκείνη έχει βάλει στόχο ο Ιμπραήμ, θέλει να υποτάξει τη Σπάρτη. Γιατί Σπάρτη έλεγαν τότε τη Μάνη, όπως έλεγαν Σπαρτιάτες και τους Μανιάτες, όχι μόνο στα τραγούδια αλλά και στα επίσημα έγγραφα. «Ηγεμόνα της Σπάρτης» προσφωνεί τον Πετρόμπεη ο Υψηλάντης. «Σπάρτη» γράφουν την πατρίδα τους οι ενωμένοι Μανιάτες καπεταναίοι στο περίφημο πρακτικό των Κιτριών. «Αξίως της Σπάρτης και εαυτών απέθανον», είπε ο Πετρόμπεης όταν έμαθε το θάνατο του αδερφού του και του γιου του. «Άνδρες Σπαρτιάται» προσφωνούνται, κατά το Βυζαντινό χρονογράφο Χαλκοκονδύλη, οι Μανιάτες αμέσως μετά την Άλωση. «Σπαρτιατικοί λεγεώνες» αποκαλούνται τα μανιάτικα σώματα στα Ορλωφικά. «Σπαρτιατικόν στρατόπεδον» χαρακτηρίζεται ο ένοπλος συναγερμός της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821, τότε που δόθηκε το πρώτο επαναστατικό σύνθημα.

Και όταν έπεσε το Μεσολόγγι, οι αρχηγοί της Μάνης γράφουν στον Ιάκωβο Κορνήλιο, μέλος της Επιτροπής του Αγώνος: «…Η πτώσις του Μισολογγίου καιρίως τους πάντας μας επλήγωσε… Αμέσως απεφασίσαμεν μεθ’ όρκου όλη η Σπάρτη (Μάνη) αφήνοντας κατά μέρος όλα τα πάθη μας, κάμνοντας αδελφούς τους φονείς μας, εκηρύξαμεν άπαξ άπαντες την αμνηστίαν και με αμετάτρεπτον γνώμην μας απεφασίσαμεν να μιμηθώμεν τον θάνατον των αειμνήστων εκείνων αθανάτων ηρώων…»

paralia dirou
Παραλία Διρού

Και σε ένα άλλο έγγραφο προς το Εκτελεστικό Σώμα γράφουν: «…απεφασίσαμεν διά να οχυρώσωμεν την θέσιν του Αλμυρού, έως να πληροφορηθώμεν διά που σκοπεύει να κινηθή ο εχθρός. Ει μεν δοκιμάσει να εισβάλει εις τα όρια της Σπάρτης διά να καταπατήση το έδαφος αυτής, θέλει διαφεντεύσωμεν αυτό μέχρι τελευταίας πνοής μας, ει δε πάλιν και το σχέδιόν του είναι διαφορετικόν, θέλει κινηθώμεν ημείς κατ’ αυτού διά να ματαιώσωμεν τους ολεθρίους σκοπούς…»

Έτσι, οι Μανιάτες οχύρωσαν κοντά στον Αλμυρό το στενό της Βέργας, την Πόρτα της Μάνης, όπου πάνω της έσπασαν, ύστερα από μια πολύνεκρη σύγκρουση, όλα τα κύματα των Αραπάδων. Ο Ιμπραήμ, γεμάτος έπαρση μετά την επιστροφή του στη Μεθώνη από το Μεσολόγγι, έστειλε γράμμα στον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη – γιο του Πετρόμπεη που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στο Νιόκαστρο και κατόπιν απελευθερώθηκε – ζητώντας του να του παραδώσει τη Μάνη, γιατί αλλιώτικα την περίμενε η μεγαλύτερη καταστροφή, δε θα έμενε λίθος επί λίθου. Ο Μαυρομιχάλης έστειλε το τηλεγράφημα στην Εφορία της Σπάρτης, στην Καρδαμύλη, και τα μέλη της Εφορίας του απάντησαν με λίγα λόγια, που έκλειναν όμως μέσα στην απλότητά τους όλο το πνεύμα του «Μολών λαβέ!»:

«Προς τον Ιμπραχήμ Πασάν της Αιγύπτου. Ελάβομεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζεις ότι, αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τους Μανιάτας και την Μάνην, διά τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσης. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμένομεν.»

Μανιασμένος ο Ιμπραήμ από το περήφανο γράμμα τους, πήρε την απόφαση να εξοντώσει τη Μάνη. Οι Αραπάδες, πεζοί και καβαλαραίοι, πολύ περισσότεροι από τους Μανιάτες, ορμούν με τα μπαϊράκια και με τα τύμπανα, θέλοντας να προκαλέσουν πανικό στους αμυνόμενους. Οι υπερασπιστές της Βέργας, άφωνοι, άφοβοι, έτοιμοι, τους δεκατίζουν από την πρώτη στιγμή. Οκτώ επιθέσεις κάνει ο εχθρός, με τους καλύτερους σχηματισμούς που τους διοικούν Γάλλοι, κι όλες θραύονται. Στην ένατη συμμετέχουν οι επισημότεροι αξιωματικοί του τουρκοαιγυπτιακού στρατού, δίνοντας υποσχέσεις σε εκείνους που θα φανούν τολμηροί και φοβερίζοντας με θάνατο εκείνους που θα δειλιάσουν. Το αριστερό κέρας του εχθρού κάμπτεται και επακολουθεί σε λίγο φυγή. Νέες επιθέσεις το άλλο και το παράλλο πρωί, με το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Ιμπραήμ, βλέποντας πως ενικήθη, σταματά την επιχείρηση, αφήνει πίσω του πλήθος νεκρών, φορτώνει τους τραυματίες σε ζώα, αποτραβιέται στην Καλαμάτα και στήνει τις σκηνές του, για να είναι προφυλαγμένος, πίσω από το ποτάμι, τον Νέδοντα.

Γ. Φτέρης 25/3/1962 Από το βιβλίο ” Μάνη Πατρίδα μου”

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ