Λαϊκή Έκφραση στη Μάνη: “Σάτιρα και Μοιρολόι”.

moiroloi mani

      Στην περιοχή της Μέσα Μάνης, η οργανωμένη παιδεία άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Σύμφωνα με το κείμενο, το πρώτο δημοτικό σχολείο ιδρύθηκε στην Κίττα κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Αργότερα, το ελληνικό σχολείο της Κίττας, που ιδρύθηκε το 1866 ως μονοτάξιο και εξελίχθηκε σε τριτάξιο (Σχολαρχείο), αναδείχθηκε ως το μεγαλύτερο ελληνικό σχολείο του Νομού Λακωνίας, γεγονός που υποδηλώνει τη μεγάλη αγάπη για τη μάθηση των κατοίκων του Νυκληάνικου. Ωστόσο, η γενικότερη έλλειψη σχολείων στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα η Μάνη να μην αναδείξει πολλούς λόγιους, επιστήμονες ή συγγραφείς.

Παρά την απουσία συστηματικής παιδείας, στην αγράμματη αυτή κοινωνία της Μέσα Μάνης αναπτύχθηκε μια αξιοθαύμαστη λαϊκή λογοτεχνία, κυρίως σε έμμετρη μορφή, που εντυπωσιάζει με το πνεύμα, τις εικόνες, τη ζωντάνια και τη δραματικότητά της. Αυτή η λογοτεχνία εκφράζεται κυρίως μέσα από δύο μορφές: τη σάτιρα από τους άνδρες και το μυρολόγι από τις γυναίκες.

Η Σάτιρα

Η σάτιρα αποτελεί ένα είδος λαϊκής ποίησης όπου διαλαλούνται πράξεις προσώπων, κυρίως γυναικών, αναφέρονται προτερήματα ή ελαττώματά τους, καθώς και διάφορα γεγονότα που προκάλεσαν εντύπωση, όπως απαγωγές ή προσβολές. Οι σάτιρες συντίθενται με υπομονή και σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Είναι έμμετρες, συνήθως σε οκτασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρεται είναι:

Μάνα, ναν τόνε ιδώξωμε καὶ νὰν τὸν ἀγκολλήσωμε, τοῦτονε τὸ γραμματικό, τ’ ἕναι στὸ σπίτι μας κακός.

Ένα άλλο παράδειγμα αναφέρεται σε ένα γεγονός του 1886:

Στὰ χίλια οκτακόσια στὰ ὀγδοήντα ἕξι ἀκούσατε νὰ ζᾶς ἐποῦ τί νέο ἔχει τρέξει.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομοιοκαταληξία δεν είναι απαραίτητη ούτε στη σάτιρα ούτε στο μυρολόγι.

satira mani
Δεξιά ο Νικόλαος Πολίτης και αριστερά ο μαθητής του Σωκράτης Κουγέας στο Πανεπιστήμιο. Όρθιος αριστερά ο Κωστής Παλαμάς και δεξιά ο Σακκλαρόπουλος

Το Μυρολόγι

Το μυρολόγι, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερη τέχνη και εμβέλεια. Είναι πάντοτε οκτασύλλαβο. Ένα παράδειγμα που δίνεται είναι το εξής, απευθυνόμενο σε έναν τιμημένο λοχαγό:

Ε, τιμημένε λοχαγέ, στὸ λέ(γ)α καὶ στὸ φώναζα στὸ θέρο καὶ στὸν κάματο, στὸ Πέπο καὶ στὴν ̓Ομαλή, ποῦν τὰ χωράφια μας μαζί: Τρῶε μὴν τσιγγουνεύεσαι τὰ γρόσα τὰ βασιλικά πἔχεις ἀπ’ τὴν Κυβέρνηση. Όλο μανέστρα καὶ φιδέ, ὅλο καφὲ καὶ ζάχαρη… Τώρα τὶ ἐκατάλαβες; π’ ἄξαφνα τα παράτησες, σύξυλα κι ἀδιαφέντευτα τὰ σπίτια καὶ τὰ χτήματα…

Το μυρολόγι αναφέρεται πάντα σε έναν πεθαμένο και λέγεται πριν ή κατά τη διάρκεια της ταφής, καθώς και στις τριήμερες, εννιαήμερες και σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο, ή όταν φτάνει η είδηση θανάτου κάποιου που βρίσκεται στην ξενιτιά (“χαμπάρια”).

(α) Η Τελετουργία του Μυρολογιού: Σε όλες αυτές τις περιστάσεις, γίνεται κλάμα. Άνδρες και γυναίκες από διάφορα χωριά συγκεντρώνονται γύρω από το λείψανο, και οι γυναίκες μυρολογούν τον νεκρό. Το κλάμα γίνεται συνήθως σε εξωτερικούς χώρους, όπως το λιακωτό, την αυλή ή τον κήπο του σπιτιού, καθώς το σπίτι συχνά δεν χωράει τον κόσμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες, νέες και γριές, μυρολογούν τον νεκρό μία ή περισσότερες φορές με κάποια σειρά. Η μυρολογίστρα, όταν αρχίζει το μυρολόγι, στέκεται στα γόνατα, έχει τα μαλλιά της λυτά και το μαντήλι της ριγμένο στον λαιμό με τις άκρες μπροστά, τις οποίες κρατά και χειρονομεί ανάλογα με τα λόγια της. Οι γυναίκες που βρίσκονται κοντά της συνοδεύουν το μυρολόγι της. Συχνά, όταν η μυρολογίστρα είναι συγγενής του νεκρού (μητέρα, αδελφή, ξαδέλφη), τραβά τα μαλλιά της, χτυπά το στήθος της και ματώνει τα μάγουλά της, δημιουργώντας ένα άγριο και τρομερό θέαμα.

kitta sxolio
Δημοτικό Σχολείο Κίττας 1934

(β) Περιεχόμενο και Κριτική στο Μυρολόγι: Το μυρολόγι είναι συνήθως ένας επιτάφιος λόγος. Απευθύνεται στον πεθαμένο, αλλά δεν επαινεί μόνο τις καλές του πράξεις και τα πλεονεκτήματά του, όπως συνηθίζεται στους επικήδειους. Τις περισσότερες φορές, το μυρολόγι αποτελεί έναν έλεγχο της ζωής του θανόντος. Όπως επαινεί τις καλές του πράξεις, έτσι καυτηριάζει και τις κακές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συγγενής του νεκρού (μια άλλη μυρολογίστρα) απαντά, και αναπτύσσεται μια αξιοπρεπής λογομαχία, χωρίς να εκτρέπεται σε κάτι δυσάρεστο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μυρολόγι για έναν άγαμο ηλικιωμένο και “ηλίθιο”, του οποίου τον θάνατο θεωρούσαν ευτύχημα. Καμία γυναίκα δεν τον μυρολογούσε, αλλά ένας άντρας επέπληξε τις γυναίκες, και τότε μια γυναίκα άρχισε να τον μυρολογεί λέγοντας:

Γιαννάκη μου, γιὰ δὲ βρωμᾶς; ποὺ σὺ ἐβρώμας ζωντανὸς καὶ τώρα δὲ βρωμᾶς ξερός…

(γ) Εθνικές Αναφορές και Προσωπικές Εκφράσεις: Το μυρολόγι μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εθνικά γεγονότα που δεν σχετίζονται με τη ζωή του νεκρού. Είναι αξιοθαύμαστο πώς αυτές οι αγράμματες μυρολογίστρες γνωρίζουν ιστορικά γεγονότα, ονόματα στρατηγών και πολιτικών, καθώς και ονόματα πόλεων και τόπων της Ελλάδας. Επιπλέον, πολλές φορές δίνεται στην μυρολογίστρα η ευκαιρία να αναφερθεί και σε προσωπικά της ζητήματα, πρόσφατα ή αναμνήσεις που την συγκινούν.

(δ) Η Ρητορική Δομή του Μυρολογιού: Το μυρολόγι είναι ένας αυτοσχέδιος αλλά τέλειος ρητορικός λόγος, αξεπέραστος σε φαντασία και πλοκή, με προοίμιο, ιστορικό μέρος και επίλογο. Στο σύντομο προοίμιο, η μυρολογίστρα ευχαριστεί εκείνη που τελείωσε το μυρολόγι της για να αρχίσει η ίδια το δικό της, παρηγορεί με λίγα λόγια τους οικείους του νεκρού και χαιρετά τους ξένους που ήρθαν. Για καθέναν από αυτούς στους οποίους απευθύνεται, χρησιμοποιεί λέξεις ανάλογες με την ηλικία και την κατάστασή τους.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σάτιρας που προέκυψε από ένα λάθος στο προοίμιο ενός μυρολογιού είναι αυτό της Σταμούλας Γ., η οποία χαιρέτησε την επόμενη μυρολογίστρια Κυριακή σαν να ήταν χήρα, αγνοώντας τον δεύτερο γάμο της. Προκλήθηκε θόρυβος για αυτή την απρέπεια, αλλά η Σταμούλα διόρθωσε αμέσως το λάθος της λέγοντας:

Ἐφάλαρα κι ἀστόχησα, μὰ εἶμαι παιδὶ τοῦ μάστορα καὶ παίρνου πέτρες καὶ μιστρὶ καὶ τήνε κλίνου τὴ μπατὴ καὶ εὔκομαι στην Κυριακὴ νὰ μὴ βγάλει τὸ μπουγαζὶ ποτὲ καὶ σ’ ὅλη τὴ ζωή…

Στη συνέχεια, στράφηκε προς τον νεκρό και συνέχισε το μυρολόγι της.

areopoli sxolio
1957 Γυμναστικές επιδείξεις Γυμνάσιο Αρεόπολης

(ε) Νευρική Διέγερση και Λαϊκή Κτήση: Συχνά, η μυρολογίστρα βιώνει νευρική διέγερση, με αποτέλεσμα το μυρολόγι της να γίνεται γρήγορο και η γλώσσα της να τρέχει τόσο αβίαστα που δεν προλαβαίνει να εκφράσει τη σκέψη. Όταν τελειώσει το μυρολόγι της, συνήθως δεν μπορεί να το επαναλάβει ολόκληρο και θυμάται μόνο μέρη του. Τα μυρολόγια που συγκινούν το ακροατήριο γίνονται αντικείμενο προσοχής, και ο καθένας διηγείται τα κομμάτια που συγκράτησε. Έτσι, το μυρολόγι συμπληρώνεται με τον καιρό και γίνεται λαϊκή κτήση, εξηγώντας τις πολλές παραλλαγές κάθε τέτοιου μυρολογιού.

(στ) Η Διάδοση και η Εξέλιξη σε Λαϊκό Τραγούδι: Τα μυρολόγια έχουν βαθιά ριζώσει στη λαϊκή ψυχή, τόσο που μερικά από αυτά ψάλλονται κατά τις ώρες της σχολής και της εργασίας από άνδρες και γυναίκες, ιδίως στα λιοτρίβεια τις νύχτες κατά την ελαιοσυλλογή. Πλήθος τέτοιων μυρολογιών μεταβιβάζονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά για πάνω από 100 χρόνια, με αποτέλεσμα το μυρολόγι στη Μέσα Μάνη να έχει εξελιχθεί σε ένα είδος λαϊκού τραγουδιού.

(ζ) Αντρικά Μυρολόγια: Παλαιότερα, μυρολογούσαν και οι άνδρες, αν και τα αντρικά μυρολόγια ήταν πιο λιγόλογα. Λέγονταν μία συλλαβή τη φορά με παρατεταμένη φωνή, και στο τέλος ολόκληρη η λέξη από τον μυρολογητή, και αμέσως επαναλαμβάνονταν από τους παρόντες άνδρες, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τον χορό. Ένα τέτοιο αντρικό μυρολόγι που θυμάται ο συγγραφέας ειπώθηκε από τον γέρο-Λογοθέτη τον Τσατσαρούνο στο θάνατο της πεθεράς της κόρης του, Παναγιώταινας Γαργαλόνυφης:

«Ἔ χρυσοσυμπεθέρα μου, π’ ἄφησες τὰ παιδια μας μέσα στην ̓Αρμενόπετρα»

Το μυρολόγι αυτό υπονοεί ότι τα παιδιά τους (το νεαρό ζευγάρι) στερήθηκαν, με τον θάνατο της γριάς, έναν καθοδηγητή και προστάτη, και θα παλέψουν σκληρά στις δυσκολίες της ζωής.

Με πηγές από το βιβλίο του Δημητρίου .Β Δημητράκου -Μεσίκσλη  ” Οι Νυκλιάνοι” Τόμος Α΄

Κείμενο-Όμορφη Μάνη

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ