Σε κάθε βήμα σου στην Ελλάδα συναντάς την λαϊκή ποίηση.Τραγουδιέται πάντα με τέτοιο τρόπο όμως, που ξεχωρίζει από μέρος σε μέρος.Όλα αυτά συμβαίνουν για διάφορα περιστατικά , όπως γάμοι, θρησκευτικές εορτές , το καλωσόρισμα των ξένων, το μεθοκόπι , τον θάνατο ακόμα και για το βόγκισμα των προβάτων.Ο κάθε τόπος έχει τους δικούς του τρόπους . Έχουμε τα κλέφτικα τραγούδια της Ρούμελης και του Μοριά, ανατολικούς αμανέδες, αυτοσχέδιες ρίμες των Κρητικών μαντινάδων με την συνοδεία της λύρας ακόμα και ρομαντικές Ιταλιάνικες καντάδες των Ιόνιων νησιών που τα τραγουδούν με τον ήχο της κιθάρας και του μαντολίνου. Σχεδόν όλα τα είδη είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους , καμιά φορά σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα.Το μέτρο σαν το διαβάζεις είναι μερικές φορές λίγο μονότονο , μα τραγουδισμένο με τις ιδιόρρυθμες προσωδίες, τα μακριά χαμηλώματα, τα λαρυγγίσματα και τις αποστροφές,γεμίζοντας ζωή και ποικιλία. Πολλά βέβαια από τα τραγούδια συνοδέυονται και από Ελληνικούς τοπικούς χορούς.
Στον τόπο της Μάνης όλα διαφοροποιούνται!! Στην Μάνη υπερισχύει το πένθος. Οι Μανιάτες χορεύουν λιγότερο από αλλού. Αν έγραφε κάποιος μια έκθεση για να αποδείξει την καταγωγή των Μανιατών, θα μπορούσε να προβάλει την σπανιότητα της λαϊκής ποίησης σαν μια αρνητική κληρονομιά της φιλοσταϊκής εχθρότητας των Αρχαίων Λακεδαιμονίων στις Μούσες.Φυσικά η γενίκευση αυτή δεν είναι ολότελα αληθινή μια και υπάρχει στην Μάνη μια μορφή λαϊκής ποίησης , που αλλού έχει σβήσει απ΄τους αρχαίους χρόνους.
Εδώ η ποίηση αυτή είναι τόσο μοναδική και αξιοσημείωτη, τόσο που αντιπροσωπεύει τις ζοφερές παραδόσεις της χερσονήσου που αντισταθμίζει την έλλειψη των άλλων μορφών ποίησης.
Οι πένθιμες και επικήδειες τελετές στην Ελλάδα έχουν μια σημασία που ξεπερνά κάθετί σχετικό που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη και όσο άγρια και φτωχή είναι η περιοχή -όσο λιγότερα μέσα και δυνατότητες υπάρχουν, για την υλική παρηγοριά κι ανακούφιση του πόνου-τόσο πιό ανεπανόρθωτος και θλιβερός φαίνεται ο χαμός απ΄τον θάνατο.
Παρ όλη την ορθόδοξη ακολουθία , που ψέλνει ο παπάς στον τάφο , οι νεκροί δεν πηγαίνουν στον παράδεισο , εκεί ψηλά στον ουρανό, στην αιωνιότητα της Χριστιανοσύνης , αλλά στον κάτω κόσμο, το σκιερό σπίτι του Άδη και στις αβέβαιες χώρες του Χάροντα. Κι ο Χάροντας , από ψυχοπομπός προβιβάστηκε και έγινε ο ίδιος ο Θάνατος, ένας τρομερός καβαλάρης που κουνάει το σπαθί του στον αέρα. ” Ο Χάροντας τον πήρε” , Θα αναστενάξει μια χήρα κάνοντας αντιφατικά , μια ντουζίνα σταυρούς! ” Μ΄άφησε για τον κάτω κόσμο..ήταν η μοίρα του, ήταν γραφτό”. “Έφαγε το ψωμί του, τελέιωσαν οι μέρες του”. “Ο Θεός να συγχωρέσει τις αμαρτίες του κι η Παναγιά ας μου δίνει δύναμη…”!! Όταν αρρωσταίνει κανείς δεν καλείται μονάχα ο γιατρός κι ο παπάς, αλλά μερικές φορές κι η ντόπια ‘μάγισσα” , με τα ξόρκια της και τα μάγια της.

Αλλά ας επανέλθουμε στο τελετουργικό:
Ο θάνατος για τους Μανιάτες είναι ένα κοντινός γείτονας!! Το πένθος είναι δουλειά των γυναικών. Αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, ένα θρήνο και μοιρολόϊ γύρω από το σώμα με το φως των κεριών.Όταν με το φως της ημέρας, το φέρετρο βγαίνει πάνω στους ώμους των βαστάζων , ο θρήνος δυναμώνει, για να αντικατασταθεί από ένα σπασμωδικό κλάμα- την ώρα της ακολουθίας της κηδείας μέσα στην εκκλησιά- και να υψωθεί ακόμα μια φορά στο δρόμο για το νεκροταφείο μαζί με τις συρτές φωνές των συγγενισσών: Ωχ πολεμιστή μου! Αχ το παλικάρι μου! Κορώνα μου και κολώνα του σπιτιού μας !! Που θα τον πάνε; Αχ όμορφο λουλούδι μου, κυπαρισσάκι μου!! Ο Θρήνος φθάνει στο αποκορύφωμα όταν πλησιάζουν στον τάφο. Η φωνή της βαρυπενθούσας γίνεται ένα ουρλιαχτό και τρικλίζει μεθυσμένα. Το κεφαλομάντηλο κατρακυλά, τα μαλλιά λύνονται και μπλέκονται στο πρόσωπο της , γραντζουνίζει τα μάγουλα της με τα νύχια της μέχρι να γεμίσουν με σταυρωτές κόκκινες βαθειές πληγές , αίμα και δάκρυα. Η ύψιστή στιγμή φθάνει όταν το φέρετρο κατεβαίνει μέσα στο ρηχό τάφο. Μετά -σε εξαιρετικές περιπτώσεις – την συγκρατούν με την βία για να μην πέσει μέσα στον τάφο ,χωρίς επιτυχία πάντα..!! Αφού την βγάλουν με το ζόρι , έξω από τον τάφο , το πάθος της κοπάζει για λίγο , καθώς πετούν το χώμα μέσα, μα στο δρόμο για το σπίτι τινάζεται από λυγμούς και ξεσπάσματα θρήνων, που σιγά σιγά αραιώνουν.΄Ενα πλήθος μαυροφορεμένων γυναικών γύρω της την κρατά και την οδηγεί , όπως κλονίζεται , μέσα απ΄ τα στενά. Για ημέρες μετά , στις συλλυπητήριες επισκέψεις, γίνονται τα ιδια σε πιο μαλακή μορφή. Κάθε αναφορά βεβαίως στον εκλιπόντα αναθερμαίνει το πάθος, τον αναστεναγμό και την θλίψη. Σιγά σιγά με την βοήθεια των παρηγορητικών παροιμιών κερδίζει η παρηγοριά της μοιρολατρίας. Οι βαθιοί στεναγμοί και τα μαύρα ρούχα συνεχίζονται σε ολόκληρη την ζωή.
Μετά από τις πρώτες αντιδράσεις φόβου και τρόμου, που νιώθει κανείς , η ιδέα της γενικής τελετουργίας του πόνου είναι απεγνωσμένη και θλιβερή. Το ότι το έθιμο ανέπτυξε ένα τυπικό πλαίσιο για τη θλίψη , δεν αφαιρεί τίποτε απ΄την αυθεντικότητα του ή το κέντρισμα της λύπης που προκαλεί. Πίσω από την οργιαστική κ΄ υστερική όψη της αρχαίας θρησκείας, υπήρχε μια βαθειά σοφία. Πολλά μπορούν να ειπωθούν γι αυτό το άνοιγμα της πύλης στην πλημμύρα της θλίψης. Θα μπορούσε, ίσως, να ισχυριστεί κανείς , ότι οι σοβαρές μικρές λειτουργίες της Δύσης , οι σιγασμένες φωνές , η αυτοκυριαρχία , τα θαρραλέα χαμόγελα και η ήρεμη συμπεριφορά , είτε καταπνίγουν απόλυτα το αίσθημα της λύπης, είτε το οδηγούν βαθειά μέσα μας, όπου εγκαθίσταται σε μια κακοήθη κι επικίνδυνη πληγή που ανοίγει κάθε τόσο , όσο ζούμε!!
Φωτό: Γ. Βουρλίτης. Εκονοβίβλος της Μάνης. Εκδότης Γ.Π.Δημακόγιαννης ” Αδούλωτη Μάνη
