Στα σκληροτράχηλα εδάφη του Ακροταίναρου, όπου ο βράχος συναντά το κύμα, οι ιστορίες των ανθρώπων είναι δεμένες με τη γη και την παράδοσή τους. Μια λαογραφική μελέτη φωτίζει την ιστορία των οικογενειών του Παλύρου και του Κριτηριού, αποκαλύπτοντας τις ρίζες, τους γάμους, τις προλήψεις και τις διαμάχες που διαμόρφωσαν την περιοχή.
Οι Πρώτοι Κάτοικοι και οι Μοναστηριακές Γαίες
Οι πρώτοι κάτοικοι του Κριτηριού ήταν οι οικογένειες Κάσση και Κασσιδόκωστα, που έχτισαν τα πρώτα τους Καλύβια κοντά στο Πάνω Κοσμάδικο. Οι ίδιες αυτές οικογένειες είχαν ιδιοκτησίες και στη Βάθεια, καθώς και οι συγγενείς τους, όπως η οικογένεια Φιδοπιάστη.
Αργότερα, ήρθαν και άλλοι, όπως οι Μπουρδάκος, Γιατράκος και Κουβελόγιαννης. Αυτοί οι «Πηλοκωκιάνοι» εγκαταστάθηκαν σε «μοναστηριακές» γαίες που εκτείνονταν από το σημερινό «Αχίλλειο» μέχρι τον Ψωμαθιά. Η εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης στον Πάλυρο ήταν προέκταση του Μοναστηριού του Πόρτο Κάγιο και δίπλα της υπήρχαν τα «καλογερικά» καλύβια και η γιστέρνα που ακόμα και σήμερα ονομάζεται «Καλογερική».
Η Διαδρομή μιας Περιουσίας
Η ιστορία των κτημάτων αυτών είναι μια αληθινή οικογενειακή σάγκα. Τα «καλογερικά» πέρασαν από τους Γιατριάνους στην αδερφή τους, την Γιατρίτσα, η οποία είχε παντρευτεί τον Νικολό Κάσση. Από τον γιο της, τον Κυριακούλη, η περιουσία κληροδοτήθηκε στον ανιψιό του, Μιχάλη ή «Καπίνο». Ο Καπίνος, το 1930, έδωσε το κτήμα στον μακρινό ξάδελφό του, Βασίλη Κάσση ή «Σακκά».
Ο «Καπίνος» ένιωθε ότι τα «καλογερικά» ήταν καταραμένα. «Τι τα θέμε;», έλεγε στη μάνα του. «Τα καλογερικά και τα ταμένα θα ‘χουμε;». Η μητέρα του, η Κυριακούλαινα Καρκατζόνυφη, που είχε χάσει τους γιους της στον πόλεμο, συμφώνησε, θεωρώντας τα όντως «γρουσούζικα».

Το Σκάνδαλο του «Σπάλαγγα» και των «Διπλαριάνων»
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι αυτή της Αντωνούς (Γιαννακίτσα-Κασσίτσα), που ήταν από τον κλάδο των Κάσσηδων που ονομάζονταν «Διπλαριάνοι», επειδή γεννιόντουσαν δίδυμοι. Η ίδια, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Γιάννη «Σπάλαγγα» Μαντούβαλο (γι’ αυτό και η οικογένεια ονομάστηκε «Σπαλαγγιάνοι»), προκαλώντας μεγάλο σκάνδαλο στην περιοχή. Το ζευγάρι, ήδη παντρεμένο με παιδιά, έφυγε μαζί, αφήνοντας εποχή στη Μάνη το 1855.
Η Αντωνού και ο Σπάλαγγας έκαναν πέντε αγόρια και δύο κορίτσια. Ένας από τους γιους τους, ο Μίλιος, κληρονόμησε την καλλιτεχνική φλέβα της μητέρας του και ζωγράφιζε καλά. Στα «καλογερικά» καλύβια, όπου γεννήθηκε, έχει αφήσει τα αρχικά του, Μ.Ι.Σ., 1899, σκαλισμένα σε ένα αγκωνάρι.
Ο «Αναποδογεννημένος» Παπάς και η Τραγική Μοίρα του
Μια άλλη κόρη του Σπάλαγγα παντρεύτηκε στον Πάλυρο τον παπα-Μήτσο τον Κασσιδόκωστα ή «Κουτρικάκο». Ο Μήτσος είχε γεννηθεί «αναποδογεννημένος», δηλαδή με τα πόδια πρώτα, κάτι που σύμφωνα με την παράδοση θεωρείται σημάδι κακής τύχης ή «ανάποδου» χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν, τον καλούσαν να βαφτίζει τα παιδιά σε ζευγάρια που είχαν χάσει τα πρώτα τους, ώστε να «αναποδιάσει» η τύχη τους.
Η ζωή του ήταν γεμάτη δυστυχία. Το 1928-30, σε μια διαφωνία στο χωράφι, έδωσε μια κλωτσιά στη γυναίκα του, με αποτέλεσμα αυτή να πεθάνει σε δύο μέρες. Ο ίδιος, μελαγχολικός και μαραζωμένος, πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, μόλις στα 50 του.
Αυτές οι ιστορίες, γεμάτες από τοπικά ήθη, προλήψεις και ανθρώπινα δράματα, συνθέτουν την ψηφίδα της ιστορίας της Μάνης και του Ακροταίναρου, δείχνοντας πώς οι ρίζες των ανθρώπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη γη που τους γέννησε.
Πηγή του άρθρου: ” Ξεχασμένοι & Ζωντανοί Θρύλοι του Ταινάρου” σελ. 35-39.Κυριάκος Κάσσης. Εκδόσεις Ίχωρ. Μάνη-Αθήνα 2000