Ο Αχριάνης, οι Μπεκιάνοι και το προξενιό.

DSC00705

Η οικογένεια Μπεκάκος ἀπὸ τὸ Δρῦ (= Κωλόπυργο) δίπλα στο Κούνο ήρθανε ἐδῶ ἀπό την Κοίτα χτυπημένοι ἀπό τούς Καουριάνους. “Αλλοι κλάδεν τους πήγαν ἀλλοῦ. Αὐτοὶ ὅλοι ήτανε; Χαραμής, οἰκογένεια παλαιά τῆς Κοίτας. Στον Καλλόπυργο ήρθανε σὲ ἀντιπαράθεση με τούς ἐπίσης ἰσχυρούς Φταμηνιάνους καὶ τούς Μαριολιάνους, πού ἦταν πολυπληθείς. Καί μέ τούς μὲν ὑπόλοιπους όλους τα βρήκανε, ἀφοῦ ἀναγκαστήκανε να γίνουνε κι αὐτοί πολύ σκληροί. Με τους Φταμηνιάνους είχανε προβλήματα μέχρι καί τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα.

Ἕνας ἀπὸ τούς Γέροντες τῶν Μπεκιάνων, πού κι ὁ ἴδιος είχε κάνει φυλακή κάποιες δεκαετίες για μερικούς φόνους, είχε γαλουχήσει τα παιδιά του με τη γνωστή μανιάτικη παροιμία:

«Νὰ ζὲ σκιάζονται, νὰ κλαῖνε, νὰ ζὲ λυποῦνται».

Ἔτσι κι αὐτοί εἶχαν κάνα-δυό φόνους στο «ενεργητικό» τους ὁ καθένας. Ακόμα καὶ ὁ ἄντρας ποὺ εἶχαν δώσει στη μία κόρη τους ἤτανε «ἀπόφοιτος» τῆς φυλακής για φόνο.

DSC00706
Καίρια ή Κέρια Μάνη

Ὁ καλοκάγαθος Ἀχριάνης ἀπό τήν Καίρια που δέν εἶχε «γύρο», «τόλμησε» να πάει να ζητήσει τη μικρή κόρη τοῦ Μπεκάκου. Κι ἔστειλε «κοινής γνώμης» προξενητή να τήνε ζητήσει.

«Καλά, θὰ ἰδοῦμε», εἶπε ὁ γέρος Μπεκάκος.

Ἐκάλεσε καί τά παιδιά του, παντρεμένα όλα, για να τα συμβουλευτεί καί τούς λέει:

«Ὁ Ἀχριάνης μᾶς ἐζήτησε τή γυναφή (=ἀδελφή) σας. Εγώ έχω σκοτώσει τρεῖς. Ἐσύ (λέει στο μεγάλο γιό του) έχεις δύο… Εσύ (λέει στὸν ἄλλο γιό) τρεῖς… Εσύ (λέει στον τρίτο) δύο… Εσύ (λέει στον τέταρτο) ένανε… Ὁ ἄλλο μας γαμπρός έχει δύο. Ὁ Ἀγριάνης δὲν ἔχει οὔτε μύγα σκοτώσει… Τι λέτε; Να ντοῦ τήνε δώσαμε;»

«Άμα δέν ἔχει ματώσει, τι να ντόνα κάμομε; Τι γαμπρό μας θα ναι!…»

Οἱ ἄλλοι όμως ήταν πιο «διαλλακτικοί».

«Δός τηνε, μωρέ πατέρα… Καλός άθρωπος διατ… Ὅ,τι θέει θα ντόνα χάνει… Καλά θα περάσει… Οὔτε θὰ μᾶσε ζητήσει τίποτα….. Καί ἔτσι ὁ γέρος ἀποφάσισε καὶ τὴν ἔδωσε.

Αὐτά το 1900 περίπου.

Πηγή: Ξεχασμένοι & Ζωντανοί Θρύλοι του Ταινάρου.Κυριάκος Κάσσης. Σελ. 79

Συνοπτική ανάλυση του κειμένου :

Στο κείμενο  περιγράφεται η ιστορία της οικογένειας Μπεκάκου από την Κοίτα της Μάνης. Λόγω διαμάχης με την οικογένεια Καουριάνου, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στον Δρυ (Κωλόπυργο), κοντά στο Κούνο.

Εκεί, ήρθαν σε αντιπαράθεση με άλλες ισχυρές οικογένειες, τους Φταμηνιάνους και τους Μαριολιάνους. Η βεντέτα με τους Φταμηνιάνους κράτησε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

Η οικογένεια Μπεκάκου ήταν γνωστή για την σκληρότητά της, υιοθετώντας την παροιμία: «Να σας σκιάζονται, να μη σας λυπούνται». Τα μέλη της είχαν διαπράξει φόνους, με τον πατέρα να έχει σκοτώσει τρεις ανθρώπους, και κάθε γιος του έναν ή περισσότερους. Ακόμη και ο γαμπρός τους είχε ιστορικό φόνου.

Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζεται ο Αχριάνης από την Καιρία, ένας καλοκάγαθος άντρας που δεν είχε εμπλακεί σε βεντέτες («δεν είχε γύρο»). Ζήτησε σε γάμο τη μικρότερη κόρη του Μπεκάκου.

Ο πατέρας Μπεκάκος, αν και προβληματίστηκε από το «μητρώο» του Αγριάνη, συγκάλεσε τα παιδιά του για να αποφασίσουν. Έθεσε την απορία του: «Ο Αγριάνης δεν έχει ούτε μύγα σκοτώσει… Τι λέτε; Να του τη δώσουμε;».

Ενώ κάποιοι από τους γιους ήταν διστακτικοί, αναρωτώμενοι «Τι γαμπρό μας θα γίνει;», οι υπόλοιποι ήταν πιο διαλλακτικοί. Τελικά, έπεισαν τον πατέρα τους να τη δώσει στον Αγριάνη, με το σκεπτικό ότι ήταν καλός άνθρωπος και δεν θα δημιουργούσε προβλήματα. Η ιστορία αυτή τοποθετείται χρονικά περίπου στο 1900.

Ανάλυση Όμορφη Μάνη

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ