Στην Καλόγρια της Στούπας ήτονε κάποτε ένα μοναστηράκι και κεμέσα ασκήτευε μία καλόγρια, πολύ νέα και όμορφη.
Κάποια μέρα, καθώς γύρνας από το κυνήγι του, διάβηκε από κει ένα πριτζιπόπουλο. Αύγουστος ήτανε, έκανε κάψα, πέρασε από το λιγουλάκι. νερό και να ξεκουραστεί μοναστήρι να πει Κουρτάλησε την οξώπορτα, βγαίνει η καλογρίτσα να ιδεί ποίος είναι και τι γυρεύει, λέπει απόξω να περιμένει το πριτζιπόπουλο.
Κείνο, μόλις την είδε, έτσα λιόμορφη που ήτανε, λάμπαξε το μάτι του. Έμεινε να ντηνε τηράζει θιαμαστερά” σα χαϊλωμένο.
Της λέει το βασιλόπουλο: «Ένας περαστικός κυνηγός είμαι και διάβηκα από δω για να ξεδιψάσω και να αναπαυτώ λιγάκι για το μεσημέρι. Δεν πρόκεται να σε νοχλήσω ποσώς, θα κάτσω λίγο και ύστερα θα τραβήξω το δρόμο μου να φύγω».
Τον πέρασε η καλόγρια μέσα, του έβγαλε δροσερό νερό από το πηγαδάκι, ακούμπησε κείνο το ντουφέκι του δίπλα κι έκατσε από κάτω από ένα δεντρί και ξεκουραζότανε. Πέρασε κάμποση ώρα, του έκοψε φρούτα από τα δεντρικά του μοναστηριού, έφαε, αλλά δεν έλεγε να σηκωθεί να φύγει. Σαν κάτι να τον κράταινε κειχάμου δεμένονε.
Ήτανε η ομορφιά της καλογραίας που τον είχε μαγέψει. Αλλά και κείνη φαινότανε θαμπωμένη από τα κάλλη του νεαρού αρχοντόπουλου, από τη γλώσσα του και τα ευγενικά του φερσίματα. Γρήγορα έβαλε ο ένας τον άλλονε στην καρδιά του και ερωτευτήκανε τρελά. Όμως δε γινότανε να παντρευτούνε. Κείνη ήτανε μοναχή και δε υπιτρεπότανε ν’ αφήσει την καλογεροσύνη για να τον πάρει. Κείνος, πάλε, ήτανε βασιλόπουλο και ήπρεπε η γυναίκα που θα ‘παιρνε να είναι και κείνη από το ίδιο αίμα, βασιλοπούλα.
Έφυγε λοιπόν από το μοναστήρι και λίγο πιο πέρα, εκεί που είναι σήμερα τα Ξαρχουλέικα, έπεσε και πέθανε από τη λύπη και τον πόνο του χωρισμού. Σαν τον είδε έτσι πεθαμένο η καλόγρια, ανέβηκε πάνω σ’ ένα βράχο κι έπεσε και κείνη στη θάλασσα και πνίγηκε, από τον καημό της που τον έχασε.
Στο μέρος που πέθανε πριτζιπόπουλο σε λίγο ξεπήδησε από κάτω, μέσα από τους βράχους, ένας ποταμός, που τρέχει ακόμη και σήμερα. Έχει πολύ παγωμένο νερό, δεν μπορείς να μείνεις ούτε ένα λεφτό μέσα και να μην κρουσταλλιάσεις. Το μέρος που χουχλίζει το νερό το είπανε «Πρίτζιπα» και το μέρος που ζούσε και πνίγηκε η μοναχή «Καλόγρια».
Συνοπτική ανάλυση του κειμένου από την Όμορφη Μάνη:
Ο θρύλος της Καλόγριας και του Πρίγκιπα αφηγείται μια τραγική ιστορία αγάπης. Μια πανέμορφη καλόγρια και ένας νεαρός πρίγκιπας ερωτεύονται κεραυνοβόλα, αλλά η αγάπη τους είναι καταδικασμένη, αφού εκείνη είναι μοναχή και εκείνος βασιλόπουλο.
Αδυνατώντας να ζήσουν μαζί, ο πρίγκιπας πεθαίνει από τη λύπη του, ενώ η καλόγρια, συντετριμμένη, αυτοκτονεί πέφτοντας στη θάλασσα.
Σύμφωνα με τον μύθο, στο σημείο που πέθανε ο πρίγκιπας, ξεπήδησε ένας ποταμός με παγωμένο νερό, που ονομάστηκε «Πρίτζιπα», ενώ η περιοχή όπου ζούσε η μοναχή πήρε το όνομα «Καλόγρια».
Πηγή: Θρύλοι-Ιστορίες-Ανέκδοτα της Μάνης.Γιάννης Μανιατέας. σελ.35-36.Εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη. Γ.Π.Δημακόγιαννης