Η Οδύσσεια της Επιβίωσης: “Όταν η Μάνη Γινόταν Λιμάνι Ελπίδας και Αντίστασης”.

vathia


Μέσα από τις σελίδες της ιστορίας, αναδύεται μια συγκλονιστική πραγματικότητα: η Ελλάδα, για αιώνες, ήταν ένα χωνευτήρι πόνου, αλλά και ανέλπιστης ελπίδας. Από τα πολυτάραχα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι τις φρικαλεότητες των Ορλωφικών, οι Έλληνες βρέθηκαν συχνά στο έλεος πολέμων, πειρατείας και βίαιων εξισλαμισμών. Μέσα σε αυτό το χάος, η Μάνη, και ιδιαίτερα η απρόσιτη Μέσα Μάνη, αναδείχθηκε σε ένα φάρο σωτηρίας, ένα απροσδόκητο καταφύγιο για χιλιάδες ψυχές.

Κραυγές Απελπισίας από Νησιά και Πελοπόννησο: Το Χρονικό της Ερήμωσης

Φανταστείτε τα Κύθηρα, ένα νησί τόσο κοντά στο Ταίναρο, να ερημώνεται ξανά και ξανά, οι κάτοικοί του να τρέπονται σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα. Στο Αιγαίο και το Ιόνιο, νησιά που σήμερα είναι συνώνυμα με τη γαλήνη και την ομορφιά, μετατρέπονταν σε σωρούς ερειπίων. Η Ζάκυνθος αποτελεί ένα θλιβερό παράδειγμα αυτής της αποψίλωσης: Από τις 7.500 ψυχές του 1499, ο πληθυσμός της κατρακύλησε στις μόλις 180 μόλις έξι χρόνια μετά (1505), ένα δραματικό σημάδι της καταστροφής. Κι όμως, αυτό το νησί έγινε αργότερα αγκαλιά για χιλιάδες Πελοποννησίους, με τις απογραφές να δείχνουν αλματώδη αύξηση (12.000 οικογένειες το 1787, 20.333 το 1827) καθώς έφταναν εκεί για να γλιτώσουν από τους Αλβανούς των Ορλωφικών ή τις θηριωδίες του Ιμπραήμ.

Η Κρήτη, άλλο ένα μαρτυρικό νησί, γνώρισε 26 αιματηρές επαναστάσεις ενάντια στους Βενετούς, όλες πνιγμένες στο αίμα. Φανταστείτε τους Σφακιανούς, με την περηφάνια και την απελπισία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, να αφήνουν τα βουνά τους και να παίρνουν το δρόμο της φυγής. Για αυτούς, η Μέσα Μάνη δεν ήταν απλώς μια στεριά, ήταν η πρώτη στεριά που αντίκριζαν, ένα σημάδι ελπίδας μετά από ατελείωτες ώρες αγωνίας στη θάλασσα. Μικρές βάρκες, καΐκια φορτωμένα με απελπισμένους ανθρώπους, έφταναν στις βραχώδεις ακτές της Μάνης, δημιουργώντας νέα “χωριδάκια”, με την κάθε άφιξη να σημαίνει μια νέα ζωή, μια νέα ιστορία.

Η «Ραγισμένη Καρδιά» του Κόρνερ και η Αλβανική Θηριωδία των Ορλωφικών

kiparissos
Κυπάρισσος-Ρετρό

Ο Βενετός προνοητής Ιάκωβος Κόρνερ, περιγράφοντας την Πελοπόννησο μετά την κατάληψή της από τους Βενετούς το 1687, δεν έκρυψε τον πόνο του. Στο τριήμερο ταξίδι του από την Πάτρα στα Καλάβρυτα, «οὐδὲ ψυχή ζωντανή είδε». Η εύφορη Αρκαδία ήταν πλέον μια έρημος. «Ραγίζει ἡ καρδιὰ τοῦ Βενετοῦ προνοητοῦ ποὺ βλέπει ἔτσι ἔρημη καὶ ἀκαλλιέργητη τὴν εὔφορη γῆ», έγραφε. Προσπάθησε να φέρει κατοίκους από την ηπειρωτική Ελλάδα, και πράγματι, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου ξεπέρασε τις 200.000 μέχρι το 1701. Όμως ο Κόρνερ δεν έκρυψε την πικρία του για τους Μανιάτες, αυτούς τους «τραχείς» και «ανυπότακτους» ανθρώπους, που ήθελαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και απαιτούσαν «διοίκηση γνωστική καὶ διαφορετική ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πελοποννήσιους».

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και ήρθαν τα Ορλωφικά (1770), μια περίοδος που σήμανε την «τελευταία ερήμωση» της Πελοποννήσου. Μετά την αποχώρηση του Ρώσου ναυάρχου Ορλώφ, η Τουρκία έστειλε άτακτους Αλβανούς, οι οποίοι «φαινόταν σαν να ορκίστηκαν να αφανίσουν στην Πελοπόννησο κάθε ζωντανή ψυχή και να μην αφήσουν λίθον επί λίθου». Πόλεις και χωριά λεηλατήθηκαν, οι ελιές και οι μουριές, ο κυριότερος πλούτος τότε, ξεριζώθηκαν. Στο Αίγιο, οι κάτοικοι κατέφυγαν στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, αλλά οι Αλβανοί «ἔκοψαν τὰ κυπαρίσσια, τις καρυδιές, τις μουριές ποὺ ἦταν γύρω στὴ μάντρα τῆς μονῆς, ἔρριξαν τοὺς κορμούς των επάνω στην μάντρα καὶ γκρέμισαν τοὺς τοίχους της. Έτσι μπῆκαν μέσα στὴ μονὴ καὶ ἄρχισαν μιὰ φρικώδη σφαγὴ», από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι.

Η Χαλανδρίτσα, από 5.000 κατοίκους, βρέθηκε με μόλις 15 οικογένειες 30 χρόνια μετά. Στη Ζάτουνα, όσοι δεν σκοτώθηκαν, πουλήθηκαν σκλάβοι στους πειρατές της Βαρβαρίας. Ακόμη και οι Μανιάτες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά τους, και η παράδοση διέσωσε ιστορίες γενναίων Μανιατισσών που προτίμησαν να προκαλέσουν αποβολές ή να πνίξουν τα παιδιά τους, παρά να τα δουν να πέφτουν στα χέρια των Αλβανών.

Οι αφηγήσεις για τα βασανιστήρια είναι ανατριχιαστικές και αποτυπώνουν την απάνθρωπη αγριότητα: «τοὺς ἔχωναν καλάμια στα νύχια. Σὲ ἄλλους ἔβαναν βάρη ἀφόρητα στὸ στῆθος καὶ στὴν κοιλιά ἀπὸ πέτρες ἢ ἄλλα πράγματα… Ή τοὺς ἔβαζαν μπρούμυτα ἐπάνω σε σκόνη ἀσβέστη καὶ τοὺς ἀνάγκαζαν νὰ τὴν εἰσπνέουν… τους σήκωναν ψηλά στη στέγη τοῦ σπιτιοῦ, τοὺς στριφογύριζαν καὶ τοὺς ἄφιναν νὰ πέσουν κάτω, γιὰ νὰ γελοῦν καὶ νὰ διασκεδάζουν ἀπὸ τὰ βογγητά καὶ τοὺς πόνους τῶν τυραννουμένων.» Ακόμη και ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Αλβανοί σταμάτησαν να καίνε και να σκοτώνουν μόνο «όταν η μανία τους δεν έβρισκε πλέον τροφή».

Η Μεγάλη Φυγή: Από την Πελοπόννησο στα Πέρατα της Γης

dimaristika
Δημαρίστικα -Ρετρό

Οι Πελοποννήσιοι που γλίτωσαν, «άθλιοι και γυμνοί», με «ψυχή μαραμένη», αναζήτησαν σωτηρία. Κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στην άγονη Κυνουρία, άλλοι σε διάφορα νησιά. Πολλοί όμως βρέθηκαν στη Μικρά Ασία, όπου οι επίσημοι Τούρκοι Καραοσμάνογλου τούς υποδέχτηκαν πρόθυμα στα απέραντα κτήματά τους. Τους έδιναν σπίτια, ζώα και χωράφια, ζητώντας μόνο το ένα δέκατο των εισοδημάτων τους. Περίπου 40.000 Πελοποννήσιοι εγκαταστάθηκαν εκεί, αναβιώνοντας την ελληνική γλώσσα που είχε χαθεί για χρόνια. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, τότε διάκονος, περιέγραφε τη Μικρά Ασία ως ένα μέρος όπου οι Αγάδες συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοπάρει Έλληνες στον τόπο του, «καθημερινῶς ξεμπαρκάρονται ἐδῶ ἀναρίθμητοι σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, καὶ εὑρίσκουν, δεσπότη μου, καὶ τὴν κυβέρνησίν τους», δηλαδή ό,τι χρειάζονταν για τη συντήρησή τους. «Και τοὺς κτίζουν ἐκκλησίες, τοὺς φτιάνουν ὀσπίτια, χωριὰ ρωμαίϊκα χωριστά, μὲ ἀσυδοσίαν, δέκα χρόνους δηλαδή, τοῦ χαρατσίου». Μάλιστα, ο ίδιος εξέφραζε την προσωπική του πρόθεση: «ἀπεφάσισα δὲ καὶ ἐγὼ νὰ φέρω τοὺς συγγενεῖς μου ἐδῶ, δηλαδή δυὸ ἀδελφὰς καὶ τὴ μητέρα μου, ὅπου ἔχω, νὰ τὰς ὑπανδρεύσω μὲ τὴν εὐχήν της μὲ τίποτε συντοπιτάκια, νὰ ἡσυχάσω πλέον.»

Αλλά η φυγή δεν σταμάτησε εκεί. Χιλιάδες Έλληνες βρέθηκαν στην Αυστρία (80.000 ψυχές), την Ουγγαρία, τις ακτές της Αδριατικής, το Βασίλειο της Νεάπολης στην Ιταλία (800 οικογένειες στην Ακουιλία), ακόμη και στη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκαν στην επαρχία της Αζοφικής, το Ταϊγάνι, το Κέρτς, την Κριμαία, την Οδησσό (τότε νεόχτιστη) και τη Μαριανούπολη.

Το Τέλος της Αλβανικής Τυραννίας και ο Διαχρονικός Ρόλος της Μάνης

Τελικά, ήρθε η σειρά των ίδιων των Αλβανών. Η Οθωμανική Πύλη έστειλε τον Χασάν, ο οποίος τους πολιόρκησε στην Τρίπολη και τους αφάνισε. Φανταστείτε την πυραμίδα από 4.000 αλβανικά κεφάλια που έφτιαξε με ασβέστη, ένα μακάβριο μνημείο που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια. Όσοι γλίτωσαν κυνηγήθηκαν και σφαγιάστηκαν στα στενά των Δερβενακίων, τα οποία έμειναν στην ιστορία ως «στενά της σφαγής», με τα κόκαλά τους να λευκαίνουν το τοπίο για χρόνια.

Μέσα σε όλη αυτή την ιστορική αναταραχή, η Μάνη δεν ήταν μόνο καταφύγιο. Ήταν και ένα μέρος όπου πειρατές έβρισκαν άσυλο, όπως οι κόλποι του Μεζάπου και του Διρού, γεγονός που υπογραμμίζει τον άγριο, ανεξάρτητο χαρακτήρα της περιοχής. Ωστόσο, η ίδια της η γεωγραφία και ο χαρακτήρας των κατοίκων της την καθιστούσαν το ιδανικό μέρος για όσους αναζητούσαν ελευθερία και ασφάλεια. Ο πρώην καλόγερος του Σινά, Παπά Μακάριος (Μιχαήλ Σαμπατακάκης), ένας Κρητικός, βρήκε καταφύγιο στη Μάνη, πιθανότατα κοντά σε συγγενείς του, τους Σαμπατακάκιδες, γεγονός που υποδηλώνει τις βαθιές διασυνδέσεις των προσφύγων με την περιοχή.

Αυτές οι ιστορίες, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή του ελληνισμού, μιλούν για ανείπωτη βία, αλλά και για απίστευτη ανθεκτικότητα, για την αδιάκοπη αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, και για τον διαχρονικό ρόλο της Μάνης ως τόπου ασφαλείας. Είναι η ιστορία ενός λαού που, παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές, δεν έπαψε ποτέ να αναζητά το φως και την ελευθερία.

Κείμενο-Φωτό: Όμορφη Μάνη

Πηγή: ” Οι Νυκλιάνοι”. Δημήτριος. Β. Δημητράκος-Μεσίσκλης.Τόμος Α΄σελίδες 150-158

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ