Η Μάνη, μια ελεύθερη περιοχή στην καρδιά της σκλαβωμένης Ελλάδας, αποτέλεσε το ιδανικό φυτώριο αντίστασης κατά την Οθωμανική κυριαρχία. Εκεί, η πολεμική δραστηριότητα και οι συνεχείς αναμετρήσεις ήταν εφικτές, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κατεχόμενες περιοχές. Αυτή η μοναδική συνθήκη την κατέστησε το στρατηγικό ορμητήριο για τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Οι Θρυλικοί Κλέφτες του Μοριά
Η Μάνη φιλοξενούσε ανεξάρτητες ομάδες κλεφτών που προκαλούσαν αδιάκοπα φθορές στους Οθωμανούς κατακτητές.

Ο Καπετάν Ζαχαριάς ήταν ο απόλυτος φόβος και τρόμος των Τούρκων. Με ένα σώμα 60 επίλεκτων μαχητών και ένα λάβαρο που έφερε το σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», έδωσε ανελέητες μάχες, όπως στη Ρεκίτζα (1777) και στο Σάλεσι (1781), εναντίον των Τουρκαλβανών που λεηλατούσαν τον Μοριά μετά τα Ορλωφικά. Οι Τούρκοι τον φοβόντουσαν τόσο που απειλούσαν τα παιδιά τους με το όνομά του. Ο Κωνσταντίνος Ζησίου τον περιγράφει ως έναν γιγάντιο άνδρα, με ατσάλινη δύναμη και φτερωτή ταχύτητα, ικανό για απίστευτα κατορθώματα. Για 17 χρόνια, ήταν ο «τρόμος των Τούρκων και αναψυχή των Χριστιανών».
Η μοίρα, ωστόσο, του επιφύλαξε ένα τραγικό τέλος. Ο Ζαχαριάς δολοφονήθηκε με προδοσία από τον κουμπάρο του, τον Κουκέα, ο οποίος ενήργησε κατ’ εντολή των Οθωμανών. Ο Κουκέας προσπάθησε να εισπράξει την επικήρυξη, παραδίδοντας το κεφάλι του Ζαχαριά στον Τούρκο διοικητή της Τριπολιτσάς. Ωστόσο, προς έκπληξή του, ο Τούρκος διέταξε την εκτέλεσή του επειδή δεν του έφερε τον «αρχιληστή» ζωντανό. Ένα συγκλονιστικό Μανιάτικο μοιρολόι θρηνεί τον χαμό του Ζαχαριά, αναδεικνύοντας την προδοσία και καταριέται τον Κουκέα και την οικογένειά του για αυτή την αποτρόπαια πράξη.
Πέρα από τον Ζαχαριά, άλλοι φημισμένοι κλέφτες του Μοριά υπήρξαν ο Παναγιώταρος και ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, οι οποίοι επίσης προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στους Τούρκους και έπεσαν ηρωικά στην Καστάνια του Ταϋγέτου. Στην ουσία, η ελεύθερη Μάνη διέθετε έναν αντάρτικο στρατό καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων σκλαβιάς, όχι μόνο για την προστασία των συνόρων της, αλλά και για τη συνεχή πάλη υπέρ της απελευθέρωσης των Ελλήνων.
Η Μάνη ως Ορμητήριο της Φιλικής Εταιρείας
Οι ιθύνοντες της Φιλικής Εταιρείας αναγνώρισαν την απαράμιλλη ανδρεία και την πολεμική αρετή των Μανιατών. Έτσι, επέλεξαν τη Μάνη ως το ορμητήριο για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Η στρατηγική τους σκέψη ήταν να προσεταιριστούν πρώτα τους Μανιάτες Καπεταναίους, με έμφαση στον ηγεμόνα της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Το 1818, ο Μανιάτης Ηλίας Χρυσοσπάθης στάλθηκε στη Μάνη για να μυήσει τον Πετρόμπεη και άλλους επιφανείς Μανιάτες. Ο Πετρόμπεης αγκάλιασε αμέσως το πατριωτικό κήρυγμα και μύησε με τη σειρά του αρκετούς από τους έμπιστούς του στο μεγάλο εθνικό μυστικό. Είχε προηγηθεί η μύηση άλλων σημαντικών Μανιατών, όπως ο Αντωνόμπεης, από τον Χριστόφορο Περραιβό, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απεσταλμένος του Τσάρου. Ο Περραιβός κατόρθωσε μάλιστα να συμφιλιώσει τις ισχυρότερες οικογένειες της Μάνης, κυρίως τους Μαυρομιχαλαίους με τους Τρουπάκηδες, που βρίσκονταν σε διαμάχη.
Αυτή η συμφιλίωση οδήγησε στην υπογραφή της Πατριωτικής Συμφωνίας στις Κυπριές, από τους εκπροσώπους των τριών ισχυρότερων οικογενειών της Μάνης: τους Μαυρομιχαλαίους, τους Τρουπάκηδες και τους Γρηγοράκηδες.

Η Πατριωτική Συμφωνία
Η συμφωνία, πιθανότατα συνταγμένη από τον Χριστόφορο Περραιβό, αποτελούσε ένα ισχυρό κείμενο δέσμευσης:
- Περιελάμβανε ένορκη υπόσχεση των τριών γενών να διατηρήσουν «μία ψυχή, μία σύμπνοια, μία θέλησις» και να μην επιτρέψουν «κανένα εσωτερικόν αίτιον να διασείση ή να αδυνατίση ένα τοιούτον ιερόν δεσμόν».
- Οι υπογράφοντες δεσμεύονταν να είναι «έτοιμοι συμφώνως και προθύμως να πράξωμεν τα όσα θέλε προσταχθώμεν από τους ανωτέρους και εγκρίτους του Γένους μας δια το γενικόν συμφέρον της Πατρίδος μας Ελλάδος», δηλώνοντας την ετοιμότητά τους να «χύσωμεν και την υστάτην φανίδα του αίματός μας» όταν το καλούσε η ανάγκη.
- Προέβλεπε σκληρές συνέπειες για τους παραβάτες: παράδοση «εις χείρας Θεού ζώντας, δεύτερον εις τας αράς της ιδικής μας Πατρίδος, τρίτον εις τους δικαιοτάτους απροσωπολήπτους νόμους της Γενικής ημών Πατρίδας Ελλάδος», με το όνομα της οικογενείας του να μένει «αιωνίως άτιμον, υβρισμένον, μισητόν από όλην την Πατρίδα και το Γένος».
Όταν ο Περραιβός προσκόμισε αυτή τη συμφωνία στην Ανωτάτη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε πρωτοφανή ενθουσιασμό. Η συμμετοχή των Μανιατών θεωρήθηκε εγγύηση επιτυχίας για τον αγώνα. Η Ανωτάτη Αρχή απέστειλε συγχαρητήριο έγγραφο στους υπογράφοντες, αναγνωρίζοντας το «ευγενές, ελεύθερον και αγέρωχον» της ψυχής τους, που είχαν διασώσει για τέσσερις αιώνες, και εκφράζοντας την ελπίδα ότι θα ανάδειγαν «φωτεινοτάτους και ακτινοβόλους πυρσούς» για να οδηγήσουν τους Έλληνες στη σωτηρία. Το έγγραφο ενημέρωνε επίσης για τον διορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη ως Γενικού Εφόρου.
Οι Τελευταίες Προετοιμασίες και η Άλωση της Καλαμάτας
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μεριμνώντας για τον ανεφοδιασμό και έχοντας διδαχθεί από την αποτυχία των Ορλωφικών, ζήτησε σημαντικό χρηματικό ποσό από τη Φιλική Εταιρεία. Αυτή απευθύνθηκε στον πλούσιο έμπορο της Κωνσταντινούπολης Παναγιώτη Σέκερη, ο οποίος πρόθυμα προσέφερε την απαιτούμενη ενίσχυση.
Ωστόσο, ο Πετρόμπεης διατηρούσε μια δυσπιστία απέναντι στις υποσχέσεις του Παπαφλέσσα και του Περραιβού για ρωσική υποστήριξη από τον Τσάρο και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έτσι, έστειλε τον έμπιστό του Κυριάκο Καμαρινό στην Πετρούπολη για να συναντήσει τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας, όμως, εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή του σε κάθε επαναστατική ενέργεια σε επιστολή του προς τον Πετρόμπεη, με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1820. Στην επιστολή αυτή τόνισε ότι η δημιουργία εθνών εξαρτάται από τη Θεία Πρόνοια και όχι από τους ανθρώπους, και ότι οι Έλληνες όφειλαν να υπακούσουν στην Οθωμανική κυριαρχία. Ευτυχώς, η Φιλική Εταιρεία, ενημερωμένη από τον Καμαρινό, «εξαφάνισε» τον ατυχή απεσταλμένο πριν προλάβει να παραδώσει την επιστολή στον Πετρόμπεη, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση των προετοιμασιών στον Μοριά, υπό την ελπίδα της ρωσικής συνδρομής.

Ο επαναστατικός οργασμός στη Μάνη κορυφώθηκε με την άφιξη (Ιανουάριος 1821) του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επικηρυγμένου από τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης, φιλοξενούμενος του Παναγιώτη Μούρτζινου στη Σκαρδαμούλα (Καρδαμύλη), προκάλεσε ενθουσιασμό στους Μανιάτες και μεγάλη ανησυχία στους Τούρκους. Ο Πασάς της Τριπόλεως διέταξε τον Πετρόμπεη να τον συλλάβει, αλλά ο Μανιάτης ηγέτης όχι μόνο αγνόησε την εντολή, αλλά επιτάχυνε τις προετοιμασίες.
Ο καθηγητής Απ. Δασκαλάκης περιγράφει τις τελευταίες ημέρες της προετοιμασίας ως έναν «πολεμικό συναγερμό». Οι Μανιάτες εγκατέλειψαν τις εργασίες τους, ετοίμαζαν πολεμοφόδια, ενώ οι φούρνοι δούλευαν νυχθημερόν για την παραγωγή παξιμαδιού. Οι κώδωνες των εκκλησιών αντηχούσαν αδιάκοπα και οι ιερείς προσεύχονταν για τον αγώνα.
Παράλληλα, οι ηγέτες των Μανιατών ασχολούνταν με τη διοικητική οργάνωση. Στις 8 Μαρτίου 1821, στις Κιτριές, συγκλήθηκε η συνέλευση των οπλαρχηγών και προκρίτων, η οποία συγκρότησε την Επιτροπή Αγώνα.
Ένα κομβικό γεγονός ήταν η άφιξη ενός πλοίου από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί, γεμάτο πολεμικό υλικό για τον Παπαφλέσσα, στην Καρδαμύλη. Οι οπλαρχηγοί Αναγνωσταράς και Νικηταράς ανέλαβαν τη μεταφορά και αποθήκευση του στα μοναστήρια του Προφήτη Ηλία και της Βελανιδιάς, κοντά στην Καλαμάτα.
Όταν η πληροφορία αυτή έφτασε στον Τούρκο βοεβόδα της Καλαμάτας, ζήτησε από τον Πετρόμπεη να λάβει μέτρα. Ο Πετρόμπεης, προσποιούμενος συνεργασία, έστειλε τον γιο του Ηλία με 150 ενόπλους Μανιάτες, δήθεν για ενίσχυση, αλλά στην πραγματικότητα για να κατασκοπεύσει τις δυνάμεις του βοεβόδα. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης διαπίστωσε την πλήρη έλλειψη δύναμης του Τούρκου διοικητή και ενημέρωσε τον πατέρα του.
Έτσι, στις 22 Μαρτίου 1821, ο Πετρόμπεης μπήκε στην Καλαμάτα ως ελευθερωτής. Η πόλη, η πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε, καταλήφθηκε χωρίς μάχη και χωρίς αιματοχυσία, καθώς ο Τούρκος βοεβόδας νόμιζε πως ο Πετρόμπεης ερχόταν για να τον ενισχύσει.
Mε πηγή: Πάνος Καλλιδώνης ” Η Θρυλική Μάνη” σελ.46-53.