Θυμάμαι ακόμα τον αέρα εκείνο το πρωινό, όχι δροσερό όπως συνήθως στα παράλια της Μάνης, αλλά βαρύ, αποπνικτικό, γεμάτο την ανείπωτη ένταση που προμηνούσε την καταστροφή. Ήταν Ιούνιος του 1826, και η σκιά του Ιμπραήμ Πασά, του αιμοδιψούς κατακτητή, είχε πέσει πάνω μας. Είχε κάψει τα πάντα πίσω του, και τώρα, με τις ορδές του, χτυπούσε την τελευταία ελεύθερη γωνιά της Ελλάδας: τη Μάνη.
Εγώ, η Γερακίνα, είχα κρυφτεί με τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά στο βάθος της σπηλιάς, ακούγοντας τις κραυγές των αντρών μου – του πατέρα μου, του αδελφού μου, του άντρα μου, του Πέτρου – να ανακατεύονται με τον ήχο των κανονιών και το ξερό κροτάλισμα των τουφεκιών. Από το άνοιγμα, έβλεπα τη θάλασσα να αφρίζει, αδιάφορη για το δράμα που παιζόταν στην ακτή του Διρού.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι, χιλιάδες, έρχονταν κύματα, ανεβαίνοντας τις απότομες πλαγιές σαν μαύρο ποτάμι. Οι Μανιάτες, τόσο λίγοι, τόσο πεισμωμένοι, είχαν πάρει θέσεις πίσω από κάθε βράχο, κάθε ξερολιθιά. Άκουγα τις εντολές του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ψύχραιμες και κοφτές. Ήταν η στιγμή που οι γυναίκες της Μάνης, αυτές που ήξεραν να κρατούν όπλο όσο καλά κρατούσαν και το υφαντό, έβγαιναν μπροστά.
Θυμάμαι την ξαδέλφη μου, τη Φωτεινή, να σέρνει ένα βαρέλι με νερό προς την πρώτη γραμμή, ενώ οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα της. Κι όταν ένας Αιγύπτιος στρατιώτης προσπάθησε να την ανακόψει, εκείνη, αντί να τρέξει, άρπαξε μια πέτρα από το έδαφος και τον χτύπησε με τέτοια ορμή που έπεσε κάτω. Δεν ήταν πια μόνο άντρες και γυναίκες – ήταν Μανιάτες, υπερασπιστές της γης τους.
Οι Μανιάτισσες δεν ήταν απλώς τροφοδότες. Κουβαλούσαμε πέτρες, βεληνεκές, ακόμα και σπασμένα δοκάρια. Κι όταν τελείωναν τα βόλια, οι άντρες μας, με τα καριοφίλια τους άδεια, όρμαγαν με τα γιαταγάνια, με τα μαχαίρια, ακόμα και με γυμνά χέρια. Οι φωνές τους ήταν ένα βροντερό “Αέρα!” που έκανε τους βράχους να δονούνται.
Το μεσημέρι, ο ήλιος έκαψε ανελέητα. Η μάχη συνεχιζόταν αμείωτη. Είδα τον Πέτρο μου, με το πρόσωπό του μαυρισμένο από την πυρίτιδα, να αρπάζει ένα τσεκούρι και να ορμάει μέσα στον όχλο. Είχε δίπλα του τον πατέρα μου, τον γερο-Μιχάλη, που με τα εβδομήντα του χρόνια πολεμούσε σαν λιοντάρι, προστατεύοντας την οικογένειά του και την πατρίδα του.
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Ο Ιμπραήμ, ο ανίκητος, άρχισε να χάνει έδαφος. Οι δικές μας απώλειες ήταν μεγάλες, αλλά οι δικές τους, λόγω της ακατάσχετης ορμής τους, ήταν τρομακτικές. Οι Μανιάτες, σαν φρουροί σε πύλες, δεν υποχωρούσαν ούτε ένα βήμα. Κάθε βράχος ήταν ένα οχυρό, κάθε χαράδρα μια παγίδα.
Ακούσαμε ξαφνικά τις φωνές των Αιγυπτίων να γίνονται αλαλαγμοί πανικού. Άρχισαν να οπισθοχωρούν, να τρέχουν προς τη θάλασσα. Ο Ιμπραήμ είχε διατάξει υποχώρηση! Μας πήρε ώρα να το πιστέψουμε. Ο Ιμπραήμ! Νικημένος!
Όταν βγήκαμε από τη σπηλιά, ο αέρας μύριζε ακόμα θάνατο, αλλά υπήρχε και μια νέα οσμή: η οσμή της ελευθερίας. Είδα τον Πέτρο, λαβωμένο, αλλά ζωντανό. Είδα τον πατέρα μου, κουρασμένο αλλά περήφανο. Είδα τις γυναίκες με τα ματωμένα χέρια, αλλά με το βλέμμα γεμάτο θρίαμβο.
Το Διρό δεν ήταν απλώς μια μάχη. Ήταν η στιγμή που η Μάνη, μόνη της, στάθηκε όρθια απέναντι στην αυτοκρατορία και κέρδισε. Ήταν η απόδειξη ότι η ψυχή, όταν είναι αδούλωτη, μπορεί να νικήσει κάθε δύναμη. Και αυτή η ιστορία, δεν είναι απλώς μια ανάμνηση – είναι το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας, η περηφάνια που κρατάμε ψηλά, η ζωντανή κληρονομιά των προγόνων μας που δεν λύγισαν ποτέ.
Πηγή:
Η ζωντανή ιστορία που σας παρουσίασα βασίστηκε σε ιστορικά στοιχεία και πηγές σχετικά με τη Μάχη του Διρού (ή Δυρού) του Ιουνίου του 1826, αντλώντας έμπνευση από διάφορες αφηγήσεις και γενικές γνώσεις για την Ελληνική Επανάσταση και τον ρόλο της Μάνης.