Στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, όταν η Ελλάδα φλέγονταν από πολιτικές αντιπαλότητες και οι αξιωματικοί χωρίζονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα, υπήρχε μια μορφή που ξεχώριζε. Ένας άνδρας του οποίου η πολεμική δράση και το αψεγάδιαστο ήθος τον καθιστούσαν από τους πιο επιβλητικούς και ευρέως σεβαστούς της εποχής του. Ο λόγος για τον Κυριάκο Ταβουλάρη. Οι παλιοί θα τον θυμούνται – όχι απλά ως έναν αξιωματικό, αλλά ως έναν αφανάτιστο, πρόθυμο για κάθε υπηρεσία και βαθύτατα σεμνό άνθρωπο, που κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό και των δύο πλευρών του διχασμού. Μια σπάνια σύμπτωση εκτιμήσεων σε μια εποχή ακραίας πόλωσης.
Από τα Μυστικά του Βάλτου στο Μακεδονικό Μέτωπο
Η εθνική του ιστορία ξεκινά από ένα κεφάλαιο ανεκτίμητης σημασίας: τον Μακεδονικό Αγώνα. Όσοι έχουν διαβάσει το περίφημο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Στα μυστικά του Βάλτου», θα έχουν μια ιδέα για τον ηρωικό αγώνα που ξεκίνησε το 1904 και απλώθηκε σε όλο το αλύτρωτο ελληνικό εσωτερικό, πέρα από τα παλιά μας σύνορα. Ήταν η πρώτη μεγάλη εθνική εξόρμηση προς τον βορρά, αυτή που προετοίμασε τη θριαμβευτική εξόρμηση του 1912, όπως ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώριζε.
Πριν από αυτή την ελληνική αφύπνιση, μόνο οι Βούλγαροι είχαν καταφέρει, με επιμονή και οργανωτική ικανότητα, να διεισδύσουν βαθιά στη Μακεδονία, παρασύροντας μάλιστα αρκετούς Έλληνες με το πρόσχημα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους. Η ανάγκη για ελληνική αντίδραση έγινε επιτακτική όταν, το 1901, τοποθετήθηκε μητροπολίτης στην Καστοριά ο θρυλικός Γερμανός Καραβαγγέλης, και το 1902, στο Μοναστήρι, γραμματέας του προξενείου ο Ίων Δραγούμης. Αυτοί οι δύο ήταν οι πρώτοι που χτύπησαν τον κώδωνα του κινδύνου στην Αθήνα, σχηματίζοντας μικρές ομάδες ενόπλων.
Όταν τον Απρίλιο του 1903 οι Βούλγαροι επιχείρησαν μια επανάσταση, η Αθήνα ανησύχησε βαθιά. Τον Φεβρουάριο του 1904, η ελληνική κυβέρνηση, με τον Διάδοχο και τους αρμοδίους, έστειλε τέσσερις αξιωματικούς –τον Παύλο Μελά, τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη– για να εξετάσουν την κατάσταση. Η απόφαση ήταν μονόδρομος: να οργανωθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, μια πολύπλευρη προσπάθεια που θα περιλάμβανε ένοπλη δράση, διπλωματία και προπαγάνδα.
Η οργάνωση ξεκίνησε ταχύτατα, με την τοποθέτηση των καλύτερων στελεχών στα προξενεία μας. Στη Θεσσαλονίκη, ως γενικός πρόξενος και επιθεωρητής όλων των προξενείων της Μακεδονίας, τοποθετήθηκε ο Λάμπρος Κορομηλάς, μια «προσωπικότης μεγάλης αξίας από απόψεως μορφώσεως και επιβολής», όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ταβουλάρης. Ο Κυριάκος Ταβουλάρης υπηρέτησε στο Προξενείο Θεσσαλονίκης δίπλα στον Κορομηλά, με το ψευδώνυμο «Κατσανός» – όνομα που αναφέρεται και στο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα.
Οι πρόξενοι, πλαισιωμένοι από επιτελείς και αξιωματικούς που υπηρετούσαν με ψευδώνυμα, χάραζαν τις γενικές κατευθύνσεις, επικοινωνούσαν με τους ομογενείς και έδιναν κουράγιο στις μάζες. Οι αξιωματικοί φρόντιζαν για τα αντάρτικα σώματα, τον εφοδιασμό τους και τη συγκέντρωση πληροφοριών. Δάσκαλοι, έμποροι, ιερωμένοι, σιδηροδρομικοί υπάλληλοι και ντόπιοι κάτοικοι συνέβαλαν επίσης στον αγώνα, καθιστώντας τον μια πανεθνική προσπάθεια. Το φθινόπωρο του 1904, αξιωματικοί όπως ο Μωραΐτης («Κόδρος»), ο Μαζαράκης («Ακρίτας»), ο Σπυρομήλιος («Μπούας») και ο Κακουλίδης («Δράγας») έφτασαν στη Μακεδονία για να πολεμήσουν, με τον Μωραΐτη να πέφτει ηρωικά στα Λειβάδια και τον Σπυρομήλιο να τραυματίζεται σε σύγκρουση με βουλγαρική συμμορία.
Ο Κορομηλάς: Ο Πραγματικός Οργανωτής του Αγώνα
Ο Κυριάκος Ταβουλάρης, ως στενός συνεργάτης του, μας δίνει μια αντικειμενική και πολύτιμη μαρτυρία για τον Λάμπρο Κορομηλά. Ενώ τιμά τους πρώτους πρωτεργάτες, τον Γερμανό Καραβαγγέλη και τον Ίωνα Δραγούμη, που «έθεσαν τας βάσεις» και «εξύπνησαν το εθνικόν φρόνημα», υπογραμμίζει με έμφαση: «Εκείνος όμως που συνέλαβε το πρόβλημα με ευρύτητα, εις το σύνολόν του, ήτο ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο οποίος είναι και ο πραγματικός οργανωτής του αγώνος».
Ο Ταβουλάρης περιγράφει τον Κορομηλά ως έναν άνδρα «προικισμένον με σωματικήν παράστασιν σπουδαίαν» (τόσο που οι Τούρκοι σηκώνονταν όρθιοι στο πέρασμά του), «με μόρφωσιν σπανίαν, με ψυχικήν δύναμιν τεραστίαν, με πείραν… μεγάλην». Η προηγούμενη υπηρεσία του στη Φιλιππούπολη, όπου μελέτησε τις βουλγαρικές οργανώσεις, τον βοήθησε να επιλέξει τα καταλληλότερα πρόσωπα στην ελεύθερη Ελλάδα και να κινητοποιήσει τους ντόπιους. Ο Ταβουλάρης θαύμασε την ψυχραιμία του Κορομηλά σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν κινδύνευαν όλοι να συλληφθούν. «Ο Λάμπρος Κορομηλάς είχε πολλά προσόντα, ο δε Μακεδονικός αγών βρήκε τον άνθρωπόν του εις αυτόν», συμπεραίνει ο Ταβουλάρης. «Του οφείλεται η ευγνωμοσύνη της Πατρίδος».
Το Κανόνι του Ταβουλάρη: Ένα Θρυλικό Σύμβολο Νίκης
Ο Μακεδονικός Αγώνας τελειώνει, και αρχίζει ο άλλος, αυτός που τον αξιοποίησε με τις νίκες του 1912 και του 1913. Ο Ταβουλάρης ήταν πανταχού παρών, με τα κανόνια του. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της παρουσίας του, μέρα-νύχτα, τότε που όλη η Ελλάδα καρτερούσε με καρδιοχτύπι να πέσουν τα Γιάννενα, αρκεί να διαβάσει κανείς την πολεμική ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της «Εστίας» στις 20 Φεβρουαρίου 1913, με τον τίτλο «Το κανόνι του Ταβουλάρη», γραμμένη από τον αλησμόνητο Νίκο Καρβούνη, με το όνομα «Εθελοντής».
«Εκεί πάνω στους βράχους της Αετοράχης, στα χιόνια του Ξηροβουνιού, στις χαράδρες των Πεστών, στους λόφους των Λεσσανών, κάποιος παλμός κεραυνού, κάποια βροντή σμερδαλέα, εγέννησε τη δυνατή, την σεμνή μορφή ενός Ιδανικού ήρωος, που στο όνομά του και στη φλογερή μουσική του ορειβατικού κανονιού του, οι γιγαντομάχοι εύζωνοι σκιρτούν εξ ενθουσιασμού». Αυτή η ξεχωριστή, στολισμένη ήδη με το ματωμένο κλωνάρι της δάφνης μορφή, ήταν του Ταβουλάρη. Το όνομά του, στην πρώτη γραμμή και στο μέτωπο όλου του στρατοπέδου, «συμβολίζει τον όλεθρον».
Οι προφυλακές, σε μακρές, παγερές και ολόμαυρες νύχτες, «αναπαύονται ήσυχοι και ασφαλείς, γιατί αγρυπνεί ο Ταβουλάρης». Σε όλο το στάδιο αυτής της εποποιίας, ο Ταβουλάρης με το κανόνι του σκόρπισε τον ενθουσιασμό και τη νίκη. Το απρόσιτο Γρίμποβο, τα σεδροφόνα Πέντε Πηγάδια, οι αετοφωλιές των Πεστών, «θα διαλαλούν στους διαβάτες το φοβερό πέρασμα του μικρού κανονιού».
Μετά τον θρίαμβο της 7ης Ιανουαρίου, όπου κυριολεκτικά «θαυματούργησε», ο Μέραρχος της 8ης Μεραρχίας τον τοποθέτησε κοντά στα Λεσσανά, για να πλευροκοπήσει το Μπιζάνι από απόσταση 1500 μέτρων – μια «ζωντανή αναπαράστασις της πάλης Δαυίδ και Γολιάθ». Τα συρματοπλέγματα, τα τσιμεντένια χαρακώματα, «η προοδευτική βολή του τα εσκόρπισεν εις ένα εναέριον χορόν». Το Μπιζάνι, μπροστά σε τέτοιον όλεθρο, εξαπέλυσε όλους τους κεραυνούς των βαρέων του. Όλοι οι γύρω λόφοι ανασκάφτηκαν, κάηκαν, «πλην εις μάτην». Ο Ταβουλάρης με «ολυμπίαν γαλήνην» συνέχισε τον τρομακτικό αυτό χαλασμό.
«Τώρα τον ετοποθέτησαν απέναντι, στη Γαστρίτσα, στην Οχιά, διότι είναι ο μόνος που θα της συντρίψει το ειδεχθές κεφάλι». Αλλά οι εύζωνοι του Μπιζανίου εξεγέρθηκαν και «μια βοή απήτησαν την επαναφοράν του πλησίον των». «Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε», είπαν στον Μέραρχο, «αν δεν μας νανουρίζη ο Ταβουλάρης». Ο Καρβούνης καταλήγει: «Οι Πανέλληνες ας του σφίξουν το τιμημένο χέρι με ενθουσιασμόν και συγκίνησιν».
Ο Προβολέας του Μπιζανίου και η Σκοπευτική του Ικανότητα
Ένα περιστατικό που έγινε γνωστό και στα μετόπισθεν φανερώνει την αξεπέραστη σκοπευτική του ικανότητα. Ο τουρκικός προβολέας του Μπιζανίου, μόλις σκοτείνιαζε, έψαχνε τις ελληνικές θέσεις για να παρακολουθεί τις κινήσεις του στρατού μας και να καθοδηγεί το τουρκικό πυροβολικό. Οι Έλληνες προσπάθησαν να τον καταστρέψουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Τότε, σε μια επιθεώρηση στο μέτωπο, ο Κωνσταντίνος με τον Ιωάννου, γνωρίζοντας την ικανότητα του Κυριάκου Ταβουλάρη, του ανέθεσαν αυτή τη δουλειά. Σε λίγο, ο προβολέας του Μπιζανίου τινάχτηκε στον αέρα…
Ο Κυριάκος Ταβουλάρης, μέσα από αυτές τις ζωντανές αφηγήσεις, αναδεικνύεται ως μια μορφή που όχι μόνο πολέμησε γενναία, αλλά και ενέπνευσε, καθοδήγησε και άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ελληνική ιστορία.

Με πηγή το βιβλίο του Γεωργίου Φτέρη : “Μάνη Πατρίδα μου”.
Σημείωση Όμορφης Μάνης : Το παραπάνω άρθρο βασίζεται σε κείμενο που συντάχθηκε από τον Γ. Φτέρη και ολοκληρώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1963.