Ο Πέτρακας κι ο Θάνατος.  Γ.Φτέρης

Ο Πέτρακας κι ο Θάνατος. Γ.Φτέρης

9 Ιουνίου 2025 0 By omorfimani

     Τη μοίρα τους την κυβερνούσαν δύο αόρατες δυνάμεις, αγαπητές και τυραννικές μαζί. Οι νεκροί και το αίμα. Οι νεκροί, σκοτωτοί και πεθατοί, από τον Κάτω κόσμο. Και το αίμα από τον Απάνου, από τα σερνικά κορμιά, καθώς έτρεχε καυτό μέσα στις φλέβες τους. Κι’ ήταν αυτό που κουμαντάριζε τα πάντα, μέσα στα σπίτια, μέσα στα έργα, και που έκανε για όλα έτοιμο τον άνθρωπο, ακόμα και τον πιο ταπεινό. Η γριά Μανιάτισσα όταν δυνάμωνε λίγο οι αμασκάλες τ’ αγγονού, έπαιρνε το παιδί στα σκληρά γόνατά της, το κάθιζε, το κοίταζε και του ‘δινε τη μεγάλη ορμήνεια που θα γινόταν ο άγραφος νόμος του.

Το αίμα! Όλα για το αίμα, για τους ανθρώπους που έχουν το ίδιο αίμα, όσο και να ‘ναι μακρινοί συγγενείς. -Τ’ ακούς γιε μου, ρωτούσε η γριά, κοιτάζοντας το παιδάκι κατάματα. Για τους άντρες που ‘χουν το ίδιο όνομα θα ‘σαι ντουφέκι και για τις γυναίκες αδερφός!

Από τόσο νωρίς ο νέος Μανιάτης μάθαινε πως όλες οι γυναίκες της γενιάς του, ήταν η ίδια η σάρκα του, η ίδια του η τιμή. Το αίμα νικούσε ακόμα και τον έρωτα. Ώσπου ήρθε η ώρα να γίνει το αντίθετο. Να νικηθεί από τον έρωτα το αίμα.

Είναι μια ιστορία απλή, όπου ο έρωτας, ξεπερνώντας δίχως την παραμικρότερη προσπάθεια όλα τα εμπόδια, όλες τις δυσκολίες, φτάνει σε τέτοια πληρότητα στο τέλος, που γίνεται σαν μια δύναμη μαγική, ικανή να προστάζει τα πάντα, ακόμη και το θάνατο…

Τον άντρα τον έλεγαν Πέτρακα, τη γυναίκα Βουλιώ. Ήταν νέοι, στην πρώτη νιότη τους. Κι’ ζούσαν σ’ ένα μανιάτικο χωριό, βουνίσιο, όλο πέτρες κι’ αγέρα. Κι’ ήταν ξαδέρφια, από το ίδιο αίμα, στενοί συγγενείς. Ο Πέτρας δεν θα ‘πρεπε ποτέ ν’ αντικρύσει σαν γυναίκα τη Βουλιώ, να τη βάλει έστω και στη φαντασία του σαν άντρας, όπως κι’ αυτή δε θα ‘πρεπε ποτέ να ρίξει θηλυκό μάτι απάνω στον Πέτρακα.

Όμως η μοίρα το θέλησε, το ‘γραψε αλλιώτικα. Και μέσα σ’ αυτό το μικρό χωριό, που η ηθική του ατμόσφαιρα μύριζε τιμιότητα για τους ζωντανούς και θύμιση για τους πεθαμένους, όρισε να γίνει κάτι που ως τα τότε δεν ακούστηκε ποτέ. Να δεθούν μ’ έρωτα τα δυο ξαδέρφια. Και δέθηκαν. Κάτι πιο δυνατό από την παράδοσή τους, από την αντίδρασή τους, από το κοινό αίμα τους, έβαλε ν’ αγαπηθούν ο νιος με τη νέα, που έπαιζαν σαν αδέρφια όταν ήταν μικρά παιδιά, η Βουλιώ κορίτσι άρογο κι’ αυτός αχνούδιαστο παλληκάρι. Μάλιστα ν’ αγαπηθούν χωρίς να χρησιμοποιήσουν κανένα εξωτερικό μέσο, χωρίς να χρειαστούν καμιά συνεννόηση.

Αναμεταξύ τους δεν εξηγήθηκαν ποτέ γι’ αυτό, δεν είπαν τίποτε. Ούτε λέξη. Τι να πουν; Εκείνο που ένιωθαν μέσα τους δεν ήξεραν να το πουν. Και το σπουδαιότερο, δεν χρειαζόταν να το πουν. Δεν δοκίμασαν ποτέ την ανάγκη ν’ αλλάξουν λόγια, όποια κι’ αν ήταν τα λόγια, για να κρατάνε τη ζεστότερη επαφή, για να ‘χουν πάντα την εντύπωση πως μιλάνε, πως συνομιλούν. Εκείνος δεν είχε την παραμικρότερη αμφιβολία πως η Βουλιώ θα τον περίμενε, κι’ αν έφευγε για τα ξένα, κι’ αν τον έκλειναν χρόνια στα σίδερα, στη φυλακή. Κι’ εκείνη το ίδιο ήξερε, το ίδιο πίστευε, πως τα χέρια του Πέτρακα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ήταν έτοιμα να τη δεχτούν μέσα τους, να την αρπάξουν.

Την αρραβώνιασαν μ’ έναν άλλο, από το γειτονικό χωριό. Δεν τη ρωτήσανε, δεν της ζητήσανε τη γνώμη. Δε ρωτούσανε τότε τα κορίτσια, δεν άκουγαν τη γνώμη τους. Το μόνο που έμαθε από τον πατέρα της ήταν αυτό: -Είπα στη μάνα σου να σε ετοιμάσει γιατί σε παντρεύομαι, θα πάρεις τον τάδε. Η κόρη χαμήλωσε τα μάτια της. Ο πατέρας σε λίγο πρόσθεσε με τον ίδιο τόνο, όπως βγάζει την απόφαση ο δικαστής: -Ο γάμος θα γίνει τον άλλο μήνα.

Δεν έβγαλε άχνα, δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Πρώτα πρώτα γιατί καταλάβαινε πως θα ‘ταν ανώφελο. Έπειτα γιατί δεν ανησυχούσε. Κάτι της έλεγε μέσα της πως αυτό δε θα γίνει, ούτε τον άλλο μήνα, ούτε τον άλλο χρόνο, ποτέ! Έτσι δεν έκλαψε, δε φώναξε. Δε μίλησε ούτε στη μάνα της, ούτε στην άλλη παντρεμένη αδερφή της. Πήγε μόνο στην εκκλησιά, πήρε ένα κερί και τ’ άναψε μπροστά στο παγκάρι όπου βρισκόταν ξαπλωμένη η Παναγία, η Κοίμηση.

Παρθένα μου, είπε σιγά – σιγά σαν να μιλούσε σε αγαπητή φιλενάδα της, ο άνθρωπος που μ’ αρραβώνιασαν είναι καλός, αλλά εγώ δεν θέλω να τον πάρω. Η χάρη σου ξέρει ποιόν θέλω να πάρω… Της φάνηκε πως το πρόσωπο της Παναγίας χαμογέλασε στο εικόνισμα.

Τον άλλο μήνα την παντρέψανε. Ήρθε ο γαμπρός με το φίκο, με τους καλεσμένους του, και την πήρε. Τον ακολούθησε με την ίδια υπομονή και με την ίδια βεβαιότητα. Είπαν τραγούδια, χορέψανε, έστρωσαν τραπέζι στην αυλή του γαμπρού. Η πεθερά στο μικρό ισόγειο σπίτι το χωρισμένο στα δυο, ετοίμασε το κρεβάτι του γάμου. Μπήκε στο σπίτι κι’ η νιόνυφη. Κοίταξε, αφουγκράστηκε, οσμίστηκε με τα ρουθούνια της, σαν να περίμενε κάτι στο μεγάλο μήνυμα. Ο δροσερός αέρας, η μαύρη νύχτα, τ’ αστέρι που έλαμπε απάνω στο Καταφύγι, όλα την προειδοποιούσαν πως θα ‘ρχόταν.

argilias

Αγναντεύοντας από τον Αργιλιά

Σε μια στιγμή που βρέθηκε ολομόναχη, πήρε ξαφνικά την απόφαση κι’ άνοιξε το χαμηλό παράθυρο κατά τη μεριά του κήπου. Τα χέρια του Πέτρακα την άρπαξαν κι’ έκλεισαν μονομιάς ολόγυρά της…

Το περίεργο είναι πως αυτό το γεγονός, αν και σε τόσο φοβερή αντίθεση με τα ήθη του τόπου, δεν είχε συνέπειες. Και τα δυο γειτονικά χωριά αποδέχτηκαν εκείνο που έγινε, δεν αντιδράσανε καθόλου. Θα νόμιζε κανένας πως αμέσως λειτούργησε ένα μοναδικό ένστικτο, που επέβαλε σ’ όλη τούτη τη μικρή κοινωνία ένα αλλόκοτο, ένα απροσδόκητο αίσθημα σεβασμού. Το ζευγάρι χάθηκε για λίγες ημέρες, επειδή δεν ήθελε να πάρουν σαν πρόκληση την παρουσία του και κατόπιν ξαναγύρισε στο χωριό. Κανένας δεν εναντιώθηκε. Και τα ξαδέρφια έμεναν μαζί κάτω από την ίδια στέγη, χωρίς γάμο, παράνομα. Ωστόσο κανένας άντρας, καμιά γυναίκα δεν έβλεπε τη συμβίωσή τους με μάτι εχθρικό. Ούτε η νέα γυναίκα, μ’ όλο που ζούσε με τον ξάδερφό της, αστεφάνωτη, αισθάνθηκε ποτέ τον εαυτό της μειωμένο.

Έκαναν παιδιά, πολλά παιδιά. Τα μεγάλωσαν, όπως μεγαλώνουν όλοι τα παιδιά τους. Όταν ύστερα από χρόνια ένας δεσπότης, μαθαίνοντας πόσο ζήσανε ευτυχισμένοι έβγαλε επιτέλους την άδεια του γάμου τους, η νομιμότητα είχε καταντήσει ένας τύπος περιττός, είχε χάσει πια τη σημασία της. Παντρευτήκανε όταν είχαν πάψει να κάνουν παιδιά.

Και σ’ όλο τούτο το διάστημα, τριάντα, σαράντα χρόνια, ποτέ δεν αντάλλαξαν ένα λόγο πικρό, παγερό αναμεταξύ τους. Ο ένας έκανε ό,τι ήθελε ο άλλος, το «όχι» δεν πέρασε ποτέ από το κατώφλι τους. Κι’ ας μην είχε ο Πέτρας τίποτε από τον άνθρωπο το βολικό, το μαλακό. Μπροστά της ήταν πάντα μια ζεστή, μια τρυφερή συναίνεση.

Εγέρασαν πια. Τα παιδιά τους, τα μεγαλύτερα ξενιτεύτηκαν στην Αμερική. Έβγαλαν χρήματα, παντρευτήκανε, έκαμαν δικά τους παιδιά. Και μια μέρα έγραψαν στο χωριό να πάει ένας από τους γέρους, η μάνα ή ο πατέρας, στο Κλίβελαντ. Επήγε η μάνα, γιατί επέμενε ο πατέρας να της δώσει αυτή τη χαρά. Δεν ήξεραν τι να της κάμουν, πώς να την περιποιηθούν. Έμεινε τρεις-τέσσερις μήνες.

Σ’ αυτό το διάστημα πέθανε ο άντρας της στο χωριό. Το ‘γραψαν στα παιδιά, εκείνα το ‘παν στη μάνα τους. Τ’ άκουσε ήσυχη χωρίς φωνές. -Τον καημένο τον Πέτρακα, είπε. Ήταν καλός άνθρωπος.

Έμεινε ακόμα λίγον καιρό κι’ έπειτα γύρισε. Πήγαν να την παραλάβουν από το Γύθειο. Φαινόταν πάντα ήσυχη, σχεδόν γελαστή. Φτάσανε στο χωριό. Τους μίλησε για τα παιδιά της, για τις γυναίκες τους, για τα δικά τους παιδιά. Τους μοίρασε δώρα. Την άλλη μέρα έκανε μνημόσυνο στον άντρα της, έπιασε κι’ ένα μικρό αδάκρυτο μοιρολόι, επειδή συνηθιζότανε:

…Τάβλες και τράβες του σπιτιού πόρτες και παράθυρα όλα μετατοπίσετε όλα μετασειστείτε τι πάει ν’ ανοίξει ο Πέτρας της Κατωγής την πόρτα.

Το ίδιο βράδυ είπε στον αδερφό του άντρα της: -Μιχάλη, εγώ απόψε θα πεθάνω. -Ζουρλάθηκες; της απάντησε ξαφνιασμένος. Τι είναι αυτά που λες; Έπιασε με το χέρι της το δικό του, γλυκά, καρδιακά. -Ναι, θα πεθάνω, Μιχάλη, ξαναείπε ήρεμα. Τα παιδιά τα είδα, είναι καλά, κι’ οι γυναίκες τους καλές. Τι άλλο μένει να κάμω; Κι’ ο καημένος ο Πέτρας μπορεί να μ’ αναζητά στην Κατωγή. -Καλά, της είπε ο Μιχάλης σπρώχνοντάς τη τρυφερά. Τα λέμε αύριο. Πήγαινε τώρα να ξεκουραστείς.

…Το πρωί τη βρήκανε στο κρεβάτι να χαμογελά, νεκρή, με σταυρωμένα τα χέρια. Κι’ είχε κάτι από την Παναγία, την ξαπλωμένη στην Κοίμηση.

2/11/58 Γεώργιος Φτέρης βιβλίο ” Μάνη Πατρίδα μου”