
Το Φως του Φάρου και ο μπαρμπα Θόδωρος!!
6 Ιουνίου 2025Στο νοτιότερο άκρο της Μάνης, εκεί που η στεριά τελειώνει και το Αιγαίο αγκαλιάζει τον Ταινάριο, στεκόταν ο φάρος. Και στον φάρο αυτό, για περισσότερα από πενήντα χρόνια, φρουρός ήταν ο Μπάρμπα-Θόδωρος. Ένας λιγομίλητος, βαθιά σημαδεμένος από τη θάλασσα άντρας, που κάθε βράδυ φρόντιζε το φως του να κόβει το σκοτάδι, οδηγώντας τα καράβια με ασφάλεια.
Ο Μπάρμπα-Θόδωρος είχε χάσει τη γυναίκα του σε μια μπόρα, χρόνια πριν, και τον μοναχογιό του, τον Πέτρο, τον είχε πάρει η θάλασσα. Ο Πέτρος ήταν ναύτης, είχε φύγει με ένα καΐκι για ψάρεμα και δεν γύρισε ποτέ. Κάθε βράδυ, καθώς άναβε το φως, ο Μπάρμπα-Θόδωρος σκεφτόταν τον Πέτρο. Ήλπιζε, έστω και κρυφά, πως ίσως το φως του φάρου του να τον οδηγούσε πίσω.
Τα χρόνια περνούσαν. Ο Μπάρμπα-Θόδωρος γέραζε, αλλά το χέρι του δεν έτρεμε ποτέ όταν άναβε τη λάμπα του φάρου. Ήταν το έργο της ζωής του, η σύνδεσή του με τη θάλασσα και με τον χαμένο του γιο. Οι ψαράδες της περιοχής τον σέβονταν, τον έβλεπαν σαν φύλακα άγγελο.
Μια φθινοπωρινή νύχτα, μια τρομερή κακοκαιρία ξέσπασε. Ο αέρας ούρλιαζε, τα κύματα χτυπούσαν με μανία τους βράχους και η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Ξαφνικά, το φως του φάρου έσβησε. Ένα βραχυκύκλωμα, μια βλάβη από την κακοκαιρία. Οι ψαράδες στα καΐκια τους πανικοβλήθηκαν. Χωρίς το φως του Ταινάρου, κινδύνευαν να πέσουν στα βράχια.
Ο Μπάρμπα-Θόδωρος, παρά την ηλικία του και τις αδυναμίες του, ήξερε ότι δεν υπήρχε χρόνος για να περιμένει βοήθεια. Με δυσκολία, ανέβηκε τη σπειροειδή σκάλα. Έφτασε στην κορυφή, όπου η θύελλα μαινόταν. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, κατάφερε να ανάψει μια παλιά λάμπα πετρελαίου που είχε για ώρα ανάγκης.
Κράτησε τη λάμπα ψηλά, με τα χέρια του να τρέμουν, και άρχισε να την περιστρέφει με αργό ρυθμό, προσπαθώντας να μιμηθεί το φως του φάρου. Το αδύναμο φως του φώτιζε μέσα στην καταιγίδα, μια μικρή, αλλά επίμονη ελπίδα.
Οι ψαράδες είδαν το τρεμάμενο φως. Ήταν αρκετό. Οδηγήθηκαν με προσοχή, ένας-ένας, πίσω στο λιμάνι. Όταν ξημέρωσε, βρήκαν τον Μπάρμπα-Θόδωρο στην κορυφή του φάρου, εξαντλημένο, αλλά με μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπο. Στα χέρια του, κρατούσε ακόμα τη λάμπα.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπάρμπα-Θόδωρος έφυγε από τη ζωή, ήσυχα, στον ύπνο του. Άφησε πίσω του έναν φάρο που λειτουργούσε ξανά κανονικά και μια κληρονομιά: την αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια και την αγάπη για τον συνάνθρωπο. Οι ψαράδες της Μάνης, κάθε φορά που έβλεπαν το φως του Ταινάρου, θυμόντουσαν τον Μπάρμπα-Θόδωρο, τον φύλακα που τους έδειξε τον δρόμο, ακόμα και στην πιο σκοτεινή νύχτα.
Ιστορίες της Ρούγας