
Μνήμες Ζωής: “Το Χθες που Σφυροκοπούσε και η Σιωπή που Αγκαλιάζει τη Μάνη Σήμερα”.
4 Ιουνίου 2025Κάποιες φορές, οι αναμνήσεις δεν είναι απλώς εικόνες. Είναι ζωντανές αναπνοές του παρελθόντος, που αναδύονται με μια ακαταμάχητη δύναμη, φέρνοντας μαζί τους όχι μόνο αρώματα και ήχους, αλλά και την ατόφια ψυχή μιας εποχής. Έτσι ακριβώς φέρνω στο νου μου τα χρόνια της νιότης μου στη Μάνη, όχι πολλά χρόνια πριν, μόλις τριάντα. Μια εποχή που έσφυζε από αγνότητα, πηγαίο χιούμορ και ανθρώπους με πρόσωπα κατακόκκινα, ζαρωμένα, μα ταυτόχρονα περήφανα και σκληρά, σαν τη γη που τους γέννησε. Άνθρωποι που, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τους αγώνες της καθημερινότητας, δεν έχαναν ποτέ το χαμόγελο και τη λεβεντιά τους, προσφέροντας παράλληλα αγάπη απλόχερη παντού.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά στιγμές απόλυτης χαλάρωσης στον Κούνο, όταν με τον πατέρα μου και τους συγχωριανούς μας, κατηφορίζαμε στο καφενείο του Παναγιώτη του Κριαλάκου. Ένα γραφικό στολίδι, φωλιασμένο μέσα σε ένα μυστικό “κατούι” πύργου, που το καλοκαίρι άπλωνε τον “εξώστη” του στο πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στην εκκλησιά του Άγιου Νικόλα. Εκεί, πάνω σε στρογγυλά σιδερένια τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες, μαζευόμασταν όλοι: οι μεγάλοι απολάμβαναν τον καφέ τους, ενώ εμείς τα παιδιά ρουφούσαμε τη δροσερή πορτοκαλάδα. Παρέες από τα διπλανά χωριά συνέθεταν ένα πολύχρωμο και ζωντανό σκηνικό, κάτω από τους αδύνατους, σιωπηλούς πύργους, που ο κάθε ένας ψιθύριζε μια ολόκληρη, ατέλειωτη ιστορία. Ο Παναγιώτης Κριαλάκος, ένας αδύνατος, μετρίου αναστήματος, μα αληθινά καλοσυνάτος άνθρωπος, με την κλασική, φιλόξενη φυσιογνωμία του καφεντζή, προσέφερε πάντα ευγένεια και ένα πληθωρικό χαμόγελο σε όλους. Αυτό το μελίσσι ζωής λειτουργούσε από νωρίς το πρωί, προσφέροντας αυθεντικά μανιάτικα εδέσματα: αφράτες τηγανίτες, μοσχοβολιστά αρτοσκευάσματα και, βέβαια, τον παραδοσιακό ελληνικό καφέ, που ξυπνούσε τις αισθήσεις.
Τα βράδια, μετά τη συγκέντρωση στο καφενείο, όπου όλοι μαζί γίνονταν μια αχώριστη παρέα, συζητώντας με τις ώρες τα όποια προβλήματα του τόπου, κλείνοντας πολλές φορές συμφωνίες για οικοδομικές αναστηλώσεις, κτισίματα και άλλα, η συνέχεια μεταφέρονταν στο στέκι της Βγενιάς και του Αργύρη του Σαψάκου, όπως λέγονταν. Εκεί, οι μεθυστικές μυρωδιές από τα σουβλάκια έσπαγαν τα ρουθούνια και έφταναν ως την ψυχή! Ως μικρά παιδιά, αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή της ημέρας μας. Τα σουβλάκια με τις τραγανές τηγανιτές πατάτες έδιναν και έπαιρναν, σε ένα ατελείωτο γλέντι γεύσεων. Ο Αργύρης, ένας άνθρωπος ευτραφής, καλοσυνάτος, με ξεχωριστή ευγένεια αλλά και με το παραδοσιακό, αυθεντικό μανιάτικο στυλ, έτρεχε εδώ κι εκεί παίρνοντας παραγγελίες για σουβλάκια, ενώ η πάντα καλομίλητη και χαμογελαστή Βγενιά, χωμένη στην κουζίνα, ιδρωμένη από τη ζέστη, χωρίς όμως να χάνει ούτε στιγμή το κουράγιο της και την απρόσμενη όρεξή της, γέμιζε τα τραπέζια με τα υπόλοιπα φαγητά, δημιουργώντας μια αίσθηση οικειότητας και πληρότητας.
Η Σιωπή του Σήμερα: Ένα Ψιθύρισμα του Χθες
Ωστόσο, αυτές οι λαμπερές, ζωντανές εικόνες του χθες έρχονται σε ανατριχιαστική αντίθεση με τη σημερινή πραγματικότητα. Τα χρόνια κύλησαν αμείλικτα και η ζωή στην άλλοτε τόσο σφύζουσα από ζωή Μάνη έχει αλλάξει δραματικά, οδυνηρά. Το καφενείο του Παναγιώτη, όπου κάποτε αντηχούσαν πολυφωνίες γέλιων και ζωηρών συζητήσεων, τώρα στέκει βουβό, ένα φάντασμα του παρελθόντος, με την πόρτα του κλειστή και τα σιδερένια τραπεζάκια σκουριασμένα, να μοιάζουν με μνημεία ξεχασμένων συναντήσεων. Δεν υπάρχει πια ο Παναγιώτης να προσφέρει καφέ με το γνώριμο, ζεστό χαμόγελό του, ούτε οι παρέες να λύνουν τα προβλήματα του τόπου με την σοφία της εμπειρίας. Μόνο μια βαθιά, αβάσταχτη, σιωπηλή μαρτυρία ενός παρελθόντος που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Το στέκι της Βγενιάς και του Αργύρη, όπου το μεθυστικό άρωμα των σουβλακιών προσέλκυε πλήθη και τα παιδιά απολάμβαναν τις τραγανές τηγανιτές πατάτες σε έναν έκσταση γεύσεων, έχει κι αυτό απολύτως σιωπήσει. Δεν ακούγεται πια το ευφάνταστο τσιτσίρισμα των κρεάτων ούτε οι χαρούμενες φωνές για παραγγελίες. Η εστία έχει σβήσει για πάντα, και οι πόρτες του είναι ερμητικά κλειστές, αφήνοντας πίσω μόνο την πικρή ανάμνηση μιας άλλης εποχής, όπου ο Αργύρης έτρεχε ασταμάτητα και η Βγενιά γέμιζε τα τραπέζια με ανέμελο χαμόγελο και αγνή φιλοξενία.
Τα δρομάκια που κάποτε φιλοξενούσαν παιδικά παιχνίδια γεμάτα ζωντάνια και βραδινές, μεστές συζητήσεις, είναι πλέον σχεδόν έρημα, στοιχειωμένα από την απουσία. Οι πύργοι, άλλοτε ζωντανοί μάρτυρες ανθρώπινης δραστηριότητας και ιστορίας, στέκουν σήμερα πιο αδύνατοι και σιωπηλοί από ποτέ, σαν να θρηνούν κι αυτοί την ολική απώλεια των φωνών και των ιστοριών που κάποτε φιλοξενούσαν στους πετρόχτιστους τοίχους τους. Η πάλαι ποτέ γεμάτη ζωή Μάνη έχει αγκαλιαστεί από μια βαθιά, βαριά σιωπή, μια σιωπή που μαρτυρά την επώδυνη ερήμωση και την ολοκληρωτική απουσία των ανθρώπων της.
Μόνο ο αέρας που φυσά ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια και τους εγκαταλελειμμένους πύργους, φέρνει κάποιες φορές έναν θλιβερό ψίθυρο από εκείνες τις παλιές, ζωντανές μέρες. Ένας ψίθυρος που θυμίζει ότι κάποτε εδώ υπήρχε ζωή, γέλιο, αγάπη και ένα ανεξάντλητο, πηγαίο χιούμορ, πριν η απόλυτη σιωπή αγκαλιάσει τα πάντα, αφήνοντας πίσω μόνο την ανάμνηση του χθες.
Όμορφη Μάνη