
Το Θαύμα της Παναγίας της Γιάτρισσας!!
2 Ιουνίου 2025Στην καρδιά της Μάνης, εκεί όπου η πέτρα σμίγει με τη θάλασσα και η πίστη είναι πιο δυνατή από τον άνεμο, στέκει η Παναγία η Γιάτρισσα. Λένε πως τα θαύματά της αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, φέρνοντας παρηγοριά και γιατρειά σε όσους την επικαλούνται με πόνο και ελπίδα. Από τη Σπάρτη, την Καλαμάτα, κι από κάθε γωνιά της Ελλάδας, έρχονται ικέτες να προσκυνήσουν την εικόνα της, ζητώντας ανακούφιση από τις πιο βαριές αρρώστιες. Γι’ αυτό και την αποκαλούν Γιάτρισσα, την παρηγορήτρα των πονεμένων.
Κάποτε, στην Αράχωβα, ένα μικρό αγόρι, ο Σωτήρης ο Πουλάκος, μόλις εφτά ή οκτώ χρονών, έπεσε θύμα του τύφου. Η ζωή έσβηνε σιγά σιγά μέσα του, καθώς το μικρό του κορμάκι καιγόταν στον πυρετό. Μέρες ατέλειωτες, οι γονείς του παρακολουθούσαν με σφιγμένη καρδιά, περιμένοντας ένα σημάδι, μια ελπίδα. Μάταια. Απελπισμένοι, τον μετέφεραν στα Ρίγκλια, στον γιατρό τον Γιώργη τον Πετρέα, αλλά ούτε εκείνος μπόρεσε να βοηθήσει. Στην εποχή εκείνη, η ιατρική ήταν αδύναμη μπροστά σε τέτοιες δοκιμασίες. Ο γιατρός τους είπε την σκληρή αλήθεια.
Με βαριά καρδιά, τον πήραν πίσω στην Αράχωβα, στο σπίτι τους, για να αφήσει την τελευταία του πνοή ανάμεσα στους δικούς του. Τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι, ένα άψυχο σώμα. Τρεις μέρες ο Σωτήρης δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν μιλούσε. Μόνο λίγες σταγόνες νερό, με το ζόρι, κατάφερναν να περάσουν τα χείλη του. Η αγωνία στην καρδιά των δικών του γινόταν όλο και πιο βαριά, περιμένοντας την μοιραία στιγμή. Κι όμως, ο μικρός συνέχιζε να φλέγεται στον πυρετό.
Μια νύχτα, μέσα στην παραζάλη του πυρετού, ο Σωτήρης είδε ένα τρομακτικό όνειρο ή μήπως όχι; Σκιές ψηλές και μαύρες γέμισαν το δωμάτιο. Στην πλάτη τους, μακριές ουρές λικνίζονταν σαν φίδια, και στο μέτωπό τους, έστεκαν κέρατα σαν του ταύρου. Στη μέση του δωματίου, άναψαν μια φουφού γεμάτη αναψοκοκκινισμένα κάρβουνα, και πάνω της πυρώνονταν μακριά, σουβλερά σίδερα. Οι τρομακτικές μορφές πλησίαζαν, έτοιμες να τον βασανίσουν.
Την ίδια στιγμή, η μάνα του Σωτήρη, με την ψυχή ραγισμένη από τον πόνο, έπεσε στα γόνατα. Με δάκρυα στα μάτια, προσευχόταν στην Παναγία τη Γιάτρισσα, ικετεύοντας την να χαρίσει τη ζωή στο παιδί της. Έταξε στην χάρη της το νυφικό της φουστάνι, το πιο πολύτιμο υπάρχον της, και την καλύτερη γελάδα που είχε.
Την ώρα που η μητέρα, γονατιστή, έκανε την ταπεινή της προσκύνηση, ένα φως φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο. Από το παράθυρο, που μέχρι τότε ήταν μικρό και ταπεινό, άνοιξε ξαφνικά μια μεγάλη πόρτα. Και μέσα από αυτήν, μπήκε μια γυναίκα ντυμένη στα ολόασπρα. Στο χέρι της κρατούσε ένα μικρό κουταλάκι, που έμοιαζε να περιέχει κάτι λαμπερό.
Μόλις την αντίκρισαν οι σκοτεινές μορφές, ένα ουρλιαχτό τρόμου έσκισε την σιωπή, και σαν καπνός διαλύθηκαν στο τίποτα. Η γυναίκα πλησίασε το κρεβάτι του παιδιού και του είπε με γλυκιά φωνή: “Σωτηράκη, άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω μια κουταλιά σιροπάκι να γίνεις καλά.”
Το παιδί, σαν υπνωτισμένο, άνοιξε τα χείλη του. Η γυναίκα του έδωσε την κουταλιά με το γλυκό φάρμακο, και αμέσως μετά, χάθηκε από την ίδια μεγάλη πόρτα που είχε εμφανιστεί. Σαν να μην έγινε ποτέ, η πόρτα μεταμορφώθηκε και πάλι στο μικρό παράθυρο.
Τότε, ο Σωτήρης άνοιξε τα μάτια του. Είδε τη μητέρα του να κλαίει σιωπηλά. “Γιατί κλαις, μαμά;” την ρώτησε. “Εγώ είμαι καλά. Μια γυναίκα με άσπρα ήρθε και μου έδωσε κάτι γλυκό με ένα κουταλάκι, και μου είπε πως θα γίνω καλά αν το φάω.”
Ζωντανά θαύματα! Δόξα στο όνομά Της! Λένε πως εκεί που στέκει σήμερα η Γιάτρισσα, στα παλιά χρόνια υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος σε κάποιον αρχαίο άγιο ή αγία – ίσως και στην Αθηνά, όπως ακούγεται – που κι εκείνος έκανε θαύματα.
Κείμενο διαμορφωμένο με πηγή το βιβλίο του Γιάννη Μανιατέα “Παραμύθια, Μύθοι & Θρύλοι της Μάνης”.
Σχετικό άρθρο: