Πάτρικ Λη Φέρμορ: “Οι Μανιάτες της Κορσικής”.

Πάτρικ Λη Φέρμορ: “Οι Μανιάτες της Κορσικής”.

2 Ιουνίου 2025 0 By omorfimani

 Ακολουθούμε τον Φέρμορ στην περιήγησή του:

    “Καθώς το καΐκι διέσχιζε τα γαλαζοπράσινα νερά του κόλπου της Βοίτυλου, το βλέμμα αιχμαλώτισε αμέσως η επιβλητική σιλουέτα του τουρκικού οχυρού της Κελεφάς. Σαν μια πέτρινη πληγή στην πλαγιά, θύμιζε τις σκοτεινές εποχές που ακολούθησαν την πτώση της Κρήτης, όταν η σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεφτε βαριά στην άλλοτε ελεύθερη Μάνη. Κάποτε, στην ίδια αυτή θέση, ένας ναός του Σεράπιδος αγνάντευε τη θάλασσα, αλλά τώρα, το οχυρό δέσποζε, όχι ως εγγύηση εμπορίου, αλλά ως σιωπηλός φρουρός μιας υπόδουλης γης.

Στο Βοίτυλο, την κοιτίδα των ισχυρών φατριών των Γιατριάνων και των Στεφανοπουλαίων, η παρουσία των Τούρκων ήταν αβάσταχτη. Ήταν ένα αδιάκοπο μαρτύριο, μια προσβολή στην ίδια τους την πόρτα. Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και οργής, οι δύο οικογένειες πήραν μια δραματική απόφαση: να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να αναζητήσουν ελεύθερη γη στους Φράγκους, αναμένοντας καλύτερες μέρες για να πολεμήσουν τον κοινό εχθρό.

Όμως, η ανθρώπινη μοίρα συχνά παίζει παράξενα παιχνίδια. Μια σπίθα έβαλε φωτιά στην εύθραυστη συμφωνία τους: ένας Στεφανόπουλος τόλμησε να κλέψει και να παντρευτεί τη Μαρία, κόρη ενός Γιατριάνου. Η σύγκρουση που ακολούθησε βάφτηκε με αίμα. Τότε, στην ταραγμένη αυτή σκηνή, εμφανίστηκε ένας απρόσμενος σύμμαχος για τους Γιατριάνους: ο Λυμπεράκης Γερακάρης, ο τρομερός πρώην πειρατής από το σόι των Κοσμάδων, ελευθερωμένος από τις φυλακές της Κωνσταντινούπολης με έναν σκοτεινό όρο – να υποτάξει τη Μάνη. Διορισμένος διοικητής, έγινε γρήγορα, με την υποστήριξη των Τούρκων, ο ηγεμόνας της περιοχής. Όμως, ένα μυστικό πάθος έκαιγε στην καρδιά του: ήταν αρραβωνιασμένος με την κλεμμένη Μαρία και επιθυμούσε διακαώς την εξόντωση της γενιάς των Στεφανοπουλαίων. Η εκδίκησή του άρχισε με μια φρικτή πράξη: τη σύλληψη και δημόσια εκτέλεση τριάντα πέντε ανδρών της οικογένειας.

Μετά από αυτό το αιματηρό επεισόδιο, οι δύο οικογένειες, αν και με πικρία και καχυποψία, κράτησαν την απόφασή τους για φυγή, χαράζοντας όμως πλέον χωριστούς δρόμους.

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915-2011) ήταν ένας Βρετανός συγγραφέας με βαθιά αγάπη για την Ελλάδα, την οποία εξερεύνησε και κατέγραψε με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του “Μάνη: Ταξίδια στη Νότια Πελοπόννησο”, από το οποίο αντλήσαμε τις πηγές μας για την ιστορία των Μανιατών της Κορσικής σε αυτό το άρθρο.

Οι Γιατριάνοι, πιάνοντας πρώτοι το νήμα της ξενιτιάς, οδηγήθηκαν από μια παράδοξη πεποίθηση. Πίστευαν πως το όνομά τους, που ηχούσε σαν την ελληνική λέξη για τον “γιατρό”, ήταν η εξελληνισμένη μορφή του ονόματος των Μεδίκων. Φαντάζονταν τους εαυτούς τους απογόνους ενός σκοτεινού μετανάστη από τη μεγάλη φλωρεντινή οικογένεια. Υπέγραφαν “Μέδικος ή Γιατριάνος”, ή ακόμα πιο συχνά με παραλλαγές που μαρτυρούσαν μια εποχή όπου τα όπλα ήταν η κύρια ενασχόλησή τους. Έτσι, οι σκέψεις τους στράφηκαν αυθόρμητα στον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης, στον οποίο και έστειλαν απεσταλμένο. Ο Φρειδερίκος Β’ των Μεδίκων, είτε πεισμένος από την αυθεντικότητα αυτών των μακρινών συγγενών είτε μη θέλοντας να τους προσβάλει, τους υποδέχτηκε ευνοϊκά και τους πρόσφερε γη. Έτσι, στα τέλη του 1670 ή αρχές του 1671, οι Μανιάτες “Μέδικοι” αγκυροβόλησαν στο Λιβόρνο. Ο Κοζίμο Γ’, ο νέος Μεγάλος Δούκας, τους καλωσόρισε και τους παραχώρησε εδάφη κοντά στην ακτή, γύρω από τα χωριά Καζαλαπίν και Βιββόνα, κοντά στη Βολτέρρα. Εκεί εγκαταστάθηκαν με χαρά μερικές εκατοντάδες από αυτούς, χωρίς να φαντάζονται τις νέες δοκιμασίες που τους περίμεναν. Η Ορθοδοξία τους σύντομα αμφισβητήθηκε και μέσα σε είκοσι χρόνια, κάθε ίχνος της είχε σβήσει, αφήνοντας τους απογόνους τους ευάλωτους στις ασθένειες των βάλτων όπου είχαν εγκατασταθεί, χάνοντας έτσι την ελληνική τους ταυτότητα.

oitylo

Οίτυλο

Οι Στεφανόπουλοι, από την άλλη πλευρά, είχαν ακόμη περισσότερους λόγους να φύγουν. Η αιματοβαμμένη ιστορία τους με τους Τούρκους, η εγγύτητα του οχυρού της Κελεφάς, η εχθρότητα των Γιατριάνων που είχαν μείνει πίσω, και το άσβεστο μίσος του Λυμπεράκη, όλα ωθούσαν προς την αναχώρηση. Επιπλέον, οι Στεφανοπουλαίοι καλλιεργούσαν έναν θρύλο καταγωγής πολύ πιο ευγενή από εκείνον των Γιατριάνων. Η παράδοση τους συνέδεε με τη δυναστεία των Κομνηνών, που είχε δώσει αυτοκράτορες στο Βυζάντιο και την Τραπεζούντα. Σύμφωνα με την ιστορία τους, ο Νικηφόρος ο νεότερος, γιος του Δαυίδ Β’ Μεγάλου Κομνηνού, μετά από περιπλανήσεις στην Περσία, κατέληξε στο Βοίτυλο το 1473, όπου τον υποδέχτηκαν με τιμές. Ο περιπλανώμενος αυτός πρίγκιπας παντρεύτηκε μια κόρη της ισχυρής οικογένειας των Λασδουραίων και ενσωματώθηκε στις ηρωικές ιστορίες της χερσονήσου. Ο εγγονός του, Στέφανος, που έδωσε το σημερινό όνομα στην οικογένεια, κέρδισε μια μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων το 1537 και έχτισε έναν ωραίο πύργο και ένα μοναστήρι στο Βοίτυλο. Όμως, ο φθόνος των Γιατριάνων και των Κοσμάδων οδήγησε στη δολοφονία του. Δύο αιώνες αργότερα, οι τετρακόσιοι τριάντα απόγονοί του αναζητούσαν μια νέα πατρίδα.

Έστειλαν έναν μορφωμένο άνδρα να εξερευνήσει τον κόσμο. Αποκλείοντας την Τοσκάνη λόγω της τύχης των Γιατριάνων, έφτασε στη Γένοβα. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία, επιθυμώντας να εγκαταστήσει έμπιστους ξένους στην ανυπότακτη Κορσική, πρόσφερε στους Στεφανοπουλαίους μεγάλες εκτάσεις γης. Έτσι, στις 3 Οκτωβρίου 1675, επτακόσιες τριάντα ψυχές, φορτωμένες με τα υπάρχοντά τους και τις οικογενειακές τους εικόνες, σάλπαραν από τη Βοίτυλο, παίρνοντας μαζί τους, όπως λέγεται, και την καμπάνα της Μητρόπολης. Η αναχώρησή τους σημαδεύτηκε από θρήνους και κατάρες, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος του Βοίτυλου, γεμάτος θλίψη και οργή, τους καταράστηκε από έναν ψηλό βράχο.

Μετά από περιπέτειες στη Σικελία και τη Μάλτα, έφτασαν στη Γένοβα την Πρωτοχρονιά του 1676. Η Δημοκρατία τους υποδέχτηκε φιλόξενα και τους παραχώρησε γη στην Κορσική. Εκεί, με σκληρή δουλειά, δημιούργησαν μια ακμάζουσα κοινότητα στην Καργκέζη, μαθαίνοντας στους ντόπιους καλύτερες γεωργικές τεχνικές και τρόπους μαγειρέματος. Όμως, η διαφορετική θρησκεία, γλώσσα και συνήθειες τους κράτησαν αποκομμένους από τους Κορσικανούς, οι οποίοι αρχικά τους αντιμετώπισαν με εχθρότητα και φθόνο.

Όταν οι Κορσικανοί επαναστάτησαν κατά της Γένοβας, οι Μανιάτες στάθηκαν πιστοί στους ευεργέτες τους, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ανδρεία. Στη μάχη της Ομίνια το 1731, ενενήντα Μανιάτες αντιμετώπισαν εκατοντάδες Κορσικανούς, νικώντας τους με θάρρος και πίστη.

Παρά τις αρχικές επιτυχίες, η ζωή στην Κορσική δεν ήταν πάντα εύκολη. Οι συγκρούσεις με τους Κορσικανούς συνεχίστηκαν και, όταν η Κορσική πέρασε στους Γάλλους, οι Μανιάτες αναζήτησαν και πάλι νέα πατρίδα. Μικρές ομάδες χάθηκαν στη Μινόρκα, το Λιβόρνο και τη Σαρδηνία, όπως και οι Γιατριάνοι στην Τοσκάνη. Όμως, η πλειοψηφία έμεινε στην Κορσική, πολεμώντας για τους Γάλλους και ευνοούμενοι του Μαρκησίου ντε Μαρμπέφ, ο οποίος τους εγκατέστησε στην Καργκέζη, όπου και πάλι δημιούργησαν μια εύφορη κοινότητα.

Ακόμη και στην Καργκέζη, οι ταλαιπωρίες δεν έλειψαν. Η επανάσταση έκαψε το χωριό τους, αλλά ο Ναπολέοντας τους φέρθηκε φιλικά. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, οι Μανιάτες της Κορσικής δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν την κορσικανική απειλή. Σταδιακά, η θρησκεία τους μετατράπηκε σε Ουνιτική και η άμεση επαφή με την Ελλάδα χάθηκε”.

    Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Φέρμορ, ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι απόγονοι αυτών των Μανιατών στην Καργκέζη διατηρούσαν την περηφάνια για την ελληνική τους καταγωγή, την οποία μαρτυρούσαν η γλώσσα τους, οι εκκλησιαστικοί τους τύποι, οι παροιμίες και τα τραγούδια τους. Ακόμα και σήμερα, στην Καργκέζη, η ύπαρξη δύο εκκλησιών – μιας Καθολικής και μιας Ουνιτικής όπου η λειτουργία ψάλλεται στα ελληνικά – θυμίζει τον παλιό ανταγωνισμό Ανατολής και Δύσης. Και κάποιοι γέροντες μιλούν ακόμα ελληνικά.

Ο Φέρμορ, μέσα από την αφήγησή του, μας ταξιδεύει σε μια μοναδική ιστορία επιμονής, προσαρμογής και διατήρησης μιας ξεχωριστής ταυτότητας μέσα σε ένα ξένο περιβάλλον. Μας δείχνει πώς οι απόγονοι αυτών των περήφανων Μανιατών, ξεκινώντας από τις βραχώδεις ακτές της Λακωνίας, άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της Κορσικής.

Κείμενο-Φωτό: Όμορφη Μάνη

Σχετικό άρθρο: