
Για ούζο με μεζεδάκι, μόνο στου Σερεμετάκη…!!!
2 Ιουνίου 2025Στο μικρό Σταυρί, (οικισμός στο Κατωπάγκι της αποσκιερής Μέσα Μάνης), υπήρχε ένα μαγαζί που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από σελίδες παραμυθιού. Ήταν το βασίλειο του Γιώργου του Σερεμετάκη, ενός άντρα μετρίου αναστήματος, με ένα πρόσωπο κοκκινωπό και σμιλεμένο από τον ήλιο και τις έγνοιες, που όμως έκρυβε μια πηγαία αίσθηση του χιούμορ. Σε μια εποχή που το αυτοκίνητο ήταν σπάνιο και κάθε μετακίνηση ένα μικρό ταξίδι, το μαγαζί του ήταν ένα εμπόριο θαυμάτων.
Μόλις περνούσες το κατώφλι, αισθανόσουν σαν να έμπαινες σε μια κιβωτό. Στα ράφια, ξύλινα και γεμάτα ιστορίες, στοιβάζονταν τα πάντα. Μια καρφίτσα λαμπερή δίπλα σε χοντρές στόφες που περίμεναν να γίνουν ζεστά ρούχα για τους χειμώνες της Μάνης. Λίγο πιο πέρα, εργαλεία για τη σκληρή δουλειά στα χωράφια και, ναι, ακόμα και καραμπίνες για τους άντρες που κυνηγούσαν στις απόκρημνες πλαγιές. Λόγω της μοναδικής του θέσης, κάποιες φορές οι τιμές μπορεί να ήταν “τσιμπημένες”, ένα αναπόφευκτο τίμημα για την ευκολία να βρίσκεις τα πάντα σε ένα μέρος. Το άρωμα από τα διάφορα εμπορεύματα μπλεκόταν δημιουργώντας μια μοναδική, οικεία μυρωδιά.
Στο πίσω μέρος του μαγαζιού, σαν μια ζεστή αγκαλιά, απλωνόταν το καφενείο-ουζερί της κυρίας Άννας Σερεμετάκη. Εκεί, ο αχνιστός καφές ξυπνούσε τις αισθήσεις και το ούζο άνοιγε τις καρδιές στις ιστορίες και τα γέλια. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ο ίδιος ο Γιώργος, με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο, συνήθιζε να αφήνει να πέσουν οι ατάκες του, που έκαναν τους θαμώνες να γελούν. Δύο ήταν οι αγαπημένες του: “Για ούζο με μεζεδάκι, μόνο στου Σερεμετάκη!” έλεγε με νόημα, και όταν κάποιος ζητούσε κάτι που δεν έβλεπε, απαντούσε με ένα σκανδαλιάρικο “Ό,τι δεν βλέπετε, να το ζητάτε!”. Και σαν μια γλυκιά μελωδία, ερχόταν το περίφημο ρυζόγαλο της κυρίας Άννας, μια κρεμώδης παρηγοριά για τις ψυχές των ανθρώπων.
Το καφενείο γέμιζε από τους κυνηγούς που κατέβαιναν από τα βουνά (κυρίως από τα πυργάκια), κουβαλώντας στις πλάτες τους την άγρια ομορφιά της Μάνης και στις φωνές τους τις ηχώ των λαγών και των πουλιών. Έρχονταν για τον καφέ, για μια κουβέντα, για να ξαποστάσουν και να νιώσουν τη ζεστασιά της κοινότητας. Συχνά, οι συζητήσεις τους άναβαν για το ποιος είχε την καλύτερη “καρτεριά” ή ποιος πέτυχε το μεγαλύτερο θήραμα, οδηγώντας σε φιλικές φιλονικίες που έδιναν μια ιδιαίτερη ζωντάνια στην ατμόσφαιρα. Παρά τις κάποιες φορές “τσιμπημένες” τιμές, όλοι γνώριζαν την αξία του να βρίσκεις τα πάντα σε ένα μέρος και εκτιμούσαν την εξυπηρέτηση του Γιώργου.
Έτσι, το μαγαζί του Γιώργου και το καφενείο της Άννας δεν ήταν απλώς ένα μέρος για ψώνια ή για έναν καφέ. Ήταν ο ζωντανός πυρήνας του μικρού Σταυριού, στο Κατωπάγκι, ένα σημείο όπου οι ανάγκες συναντούσαν τη φιλία, όπου η καθημερινότητα γινόταν μια μικρή γιορτή, χάρη και στο αστείρευτο χιούμορ του κυρίου Γιώργου και την ζεστή φιλοξενία της κυρίας Άννας. Ήταν, με τα λόγια της σημερινής εποχής, ένα σούπερ μάρκετ στα Κατούγια Πύργου της Μάνης, αλλά με μια ψυχή, μια καρδιά που χτυπούσε στον ρυθμό της ίδιας της ζωής και ένα πνεύμα γεμάτο ζωντάνια, όπου ακόμα και οι μικρές αντιπαραθέσεις έδεναν την κοινότητα πιο σφιχτά.
Όμως ο χρόνος κυλάει αμείλικτος. Με το ταξίδι του κυρ Γιώργου και της κυρίας Άννας στην αιωνιότητα και την αλλαγή της εποχής – τα αυτοκίνητα που έκαναν τις αποστάσεις μικρότερες, η τεχνολογική επανάσταση που έφερε νέους τρόπους ζωής, και τα μεγάλα καταστήματα που άπλωσαν τη σκιά τους παντού – ο τόπος σιγά σιγά ερήμωσε. Εκείνο το ζωντανό πολύχρωμο σκηνικό έγινε μια γλυκιά ανάμνηση του χτες, μια ιστορία που ψιθυρίζεται πια σαν τον αέρα που σφυρίζει ανάμεσα στους πέτρινους πύργους της Μάνης.
Κείμενο-Φωτό: Όμορφη Μάνη ( αφιερωμένο στον Θοδωρή Σερεμετάκη του Βασιλείου, έναν φίλο που ” έφυγε ” νωρίς!!)