Από τα βάθη της Μάνης, εκεί όπου η πέτρα συναντά τη θάλασσα και η ελιά ευδοκιμεί αιώνες τώρα, αναδύεται μια εικόνα ζωής συνυφασμένης με την παραγωγή του πολύτιμου ελαιολάδου. Κάθε φθινόπωρο, το λιτρίβιo, το παραδοσιακό ελαιοτριβείο, γινόταν η καρδιά του χωριού, ένας τόπος σκληρής δουλειάς αλλά και ζεστής κοινότητας.
Πριν ακόμα οι πρώτες ελιές πέσουν από τα δέντρα, ο ιδιοκτήτης του λιτριβιού όριζε την ομάδα του. Πρώτος και κύριος ο «καραβοκύρης», ο επιστάτης, αυτός που θα συντόνιζε όλη τη διαδικασία. Δίπλα του, δύο έμπειροι «λιτριβαραίοι», οι ακούραστοι βοηθοί του.
Στην καρδιά του λιτριβιού δέσποζαν τα μυλόπετρα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας αρχέγονης τέχνης. Η μία, πλατιά και σταθερή, υποδεχόταν τις ελιές, ενώ η άλλη, επιβλητική και κινητή, περιστρεφόταν ακατάπαυστα χάρη στη δύναμη ενός υπομονετικού μουλαριού. Το μουλάρι, δεμένο σε ένα μακρύ οριζόντιο ξύλο, έκανε τον αιώνιο κύκλο του, μετατρέποντας τον σκληρό καρπό σε έναν αρωματικό πολτό, το «χαμούρι».
Όμως, η λειτουργία του λιτριβιού δεν ήταν υπόθεση ενός μόνο ανθρώπου. Κάθε πελάτης είχε τις δικές του ευθύνες. Έπρεπε να φέρει και να τακτοποιήσει τις ελιές του, να προσφέρει το μουλάρι του για το άλεσμα, και να εξασφαλίσει τα απαραίτητα ξύλα για τη φωτιά. Γιατί η φωτιά ήταν ζωτικής σημασίας. Ένα μεγάλο καζάνι έπρεπε να σιγοβράζει αδιάκοπα, καθώς το καυτό νερό έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξαγωγή του λαδιού. Επιπλέον, ο πελάτης φρόντιζε για τη σίτιση και το κρασί των ανθρώπων του λιτριβιού.
Από τον σωρό των ελιών, ένας λιτριβαραίος γέμιζε έναν ξύλινο κάδο, προσαρμοσμένο στην κινητή μυλόπετρα. Μέσω μιας ειδικής εγκοπής, οι ελιές έπεφταν λίγες-λίγες κάτω από τη βαριά πέτρα, όπου λιώνανε, δημιουργώντας το πολύτιμο χαμούρι.
Στη συνέχεια, οι λιτριβαραίοι μετέφεραν τον πολτό σε ειδικά ταψιά και τα παρέδιδαν στον καραβοκύρη. Εκείνος, μεθοδικά, άνοιγε τις «τσαντίλες», υφασμάτινες θήκες από χοντρό τρίχωμα, σαν ανοιχτοί φάκελοι. Γέμιζε προσεκτικά την κάθε τσαντίλα με το χαμούρι, τη δίπλωνε, την έδενε σφιχτά και την τοποθετούσε κάτω από την πρέσα, τη μία πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας έναν πύργο αρωμάτων.
Τότε, άρχιζε η μαγική στιγμή. Ο καραβοκύρης κατέβαζε αργά-αργά τη σιδερένια πλάκα της πρέσας, ασκώντας σταθερή πίεση στις τσαντίλες. Το πρώτο λάδι άρχιζε να τρέχει, ένα χρυσαφένιο ρυάκι που κατέληγε σε μια μεγάλη ξύλινη δεξαμενή. Ο καραβοκύρης, φορώντας πάντα την «τραγιά του», μια βαριά ποδιά από ακατέργαστο δέρμα τράγου, παρακολουθούσε την ιεροτελεστία, αν και το λάδι τον έλουζε από την κορυφή ως τα νύχια.

Όταν η ροή του λαδιού άρχιζε να μειώνεται, έδινε το σύνθημα στους βοηθούς του να πιάσουν τον «αργάτη». Ένας τεράστιος κορμός δέντρου, τοποθετημένος κάθετα από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι, περίμενε. Στη μέση του αργάτη υπήρχε μια τρύπα. Εκεί περνούσαν ένα ξύλο και ένα χοντρό σχοινί, η μία άκρη του δεμένη στην πρέσα και η άλλη στον αργάτη. Οι λιτριβαραίοι άρχιζαν να γυρίζουν τον αργάτη, το σχοινί τύλιγε τον κορμό και τραβούσε με όλη του τη δύναμη την πρέσα. Ένας χαρακτηριστικός ήχος, ένα «γκλαν-γκλαν», συνόδευε την προσπάθεια, καθώς η σιδερένια σφήνα πηδούσε από γρανάζι σε γρανάζι, αυξάνοντας την πίεση στις τσαντίλες και απελευθερώνοντας περισσότερο λάδι.
Κάπου-κάπου, ο καραβοκύρης πλησίαζε το καζάνι με το βραστό νερό και γέμιζε την «αγκλιά του», ένα πλακουτσό σιδερένιο δοχείο. Περιέλουζε με το καυτό νερό τις τσαντίλες, βοηθώντας το λάδι να κυλήσει πιο ελεύθερα, ξεμπλοκάροντας τους πόρους από τα υπολείμματα της ελιάς. Τότε, το λάδι «τσίφαγε», έβγαινε άφθονο και ορμητικά.
Όταν η δεξαμενή γέμιζε με τον χρυσαφένιο θησαυρό, ο ιδιοκτήτης τον μετέφερε με προσοχή στα «τουλούμια» και από εκεί στις «πιθάρες», τα μεγάλα πήλινα δοχεία που περίμεναν στη σειρά στο υπόγειο, έτοιμα να φιλοξενήσουν τον καρπό της χρονιάς. Οι Μανιάτες φρόντιζαν να σφραγίσουν καλά τις πιθάρες, προφυλάσσοντάς το πολύτιμο λάδι από ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Το λιτρίβιo όμως δεν ήταν μόνο ένας χώρος δουλειάς. Με το άρωμα του φρεσκοτριμμένου λαδιού να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα, γινόταν και ένα ζεστό σημείο συνάντησης. Οι πελάτες έφερναν ξερά κούτσουρα που έκαιγαν σαν λαμπάδες, δημιουργώντας άφθονα κάρβουνα και μια γλυκιά ζέστη. Αυτή η θαλπωρή προσέλκυε τους χωριανούς για τις βραδινές τους «βεγγέρες». Άντρες, γυναίκες και παιδιά κατέφθαναν στο λιτρίβιo, βρίσκοντας μια θέση κοντά στη φωτιά, χωρίς να εμποδίζουν την εργασία των λιτριβαραίων.
Για τα παιδιά, το λιτρίβιo γινόταν ένα αυτοσχέδιο εστιατόριο. Έφερναν από το σπίτι μια φέτα ψωμί, την «σφελίδα», και την έψηναν στα κάρβουνα μέχρι να ροδοκοκκινίσει. Τότε, τη βουτούσαν στο φρέσκο, αγουρέλαιο, την πασπάλιζαν με χοντρό αλάτι και την απολάμβαναν. Δίπλα στο καζάνι, ακούγονταν οι ατέλειωτες ιστορίες της θείας-Δημητρούλας για την πονηρή αλεπού τη Μαρουλίτσα, μαγεύοντας τα μικρά παιδιά, που με δυσκολία τα τραβούσαν οι μανάδες τους για τον ύπνο. Ζεστά ακόμα από τη φωτιά του λιτριβιού, κουκουλώνονταν με τις βαριές βελέντζες, γεμάτα από τις μυρωδιές και τις ιστορίες της ημέρας.
Έτσι, το λιτρίβιo δεν ήταν απλώς ένας τόπος παραγωγής λαδιού. Ήταν ο πυρήνας της κοινότητας, ένας χώρος συνάντησης, εργασίας, γεύσεων και ιστοριών, μια ζωντανή ανάμνηση μιας εποχής που η ζωή κυλούσε με τους ρυθμούς της φύσης και της ανθρώπινης συνεργασίας.
ΤΣΙΜΠΙΔΑΡΟΣ ΒΑΣΟΣ, ΜΑΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ,
σελ. 146-150, Ιωλκός 2001




