
Μάνη του 1810: Σελίδες από το Ταξιδιωτικό Ημερολόγιο του Τζον Γκαλτ
26 Μαΐου 2025Ο ήλιος χρύσιζε τα νερά καθώς η βάρκα έμπαινε στο φυσικό λιμάνι του Μαραθονησίου – το σημερινό Γύθειο. Ένα μικρό, βραχώδες νησάκι στην είσοδο φιλοξενούσε ένα λευκό εκκλησάκι και λίγα δέντρα, σαν μια ζωγραφιά βγαλμένη από άλλη εποχή. Στην στεριά, σπιτάκια σκαρφάλωναν τον απότομο λόφο, με μια επιβλητική εκκλησία να ξεχωρίζει προς τη θάλασσα. Στους πρόποδες, ένας ψηλός, τετράγωνος πύργος, σαν φρουρός, παρατηρούσε την κίνηση.
Μόλις ο Τζον Γκαλτ και η συνοδεία του πάτησαν την αμμουδιά, ένας γεροδεμένος άντρας, πλάι σε έναν στρατιώτη, τους πλησίασε με βλέμμα καχύποπτο. Η ερώτηση για την ταυτότητα και τον σκοπό τους έφερε μια σύντομη αναμονή στο σκάφος, μέχρι να επιστρέψει ο γέρος με φρουρούς. Η πορεία προς το «κάστρο» ήταν το πρώτο τους βήμα σε αυτόν τον άγνωστο τόπο.
Μετά την αρχική φιλοξενία στο Μαραθονήσι, το επόμενο πρωί τους βρήκε να σαλπάρουν και πάλι, με προορισμό το Βαθύ, την έδρα του Αντώνμπεη. Οκτώ ναυτικά μίλια κατά μήκος της ακτής, με τη θάλασσα να λαμπυρίζει στο φως του ήλιου. Καθώς η βάρκα τους χάραζε την πορεία της, πέρασαν κάτω από τον οικισμό του Μαυροβουνίου, που κι αυτός στεφανωνόταν από ένα δικό του κάστρο.
Η θέα που άνοιγε μετά το Μαυροβούνι ήταν μαγευτική, μια πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων που σπάνια συναντούσε κανείς στην Ανατολή. Μικροί, καταπράσινοι λόφοι υψώνονταν διαδοχικά δίπλα στη θάλασσα, πολλοί στολισμένοι φυσικά με δέντρα, και αρκετοί να φέρουν στην κορυφή τους πέτρινα καστρόσπιτα. Στο βάθος, τα ψηλά βουνά κατέληγαν στις επιβλητικές κορυφές του Ταΰγετου, σαν γίγαντες που αγναντεύουν τα πάντα.
Το Βαθύ ξεπρόβαλλε στην άκρη ενός μικρού ακρωτηρίου, καλυμμένου από χαμηλή, πυκνή βλάστηση. Από μακριά, το «κάστρο» έμοιαζε στον Γκαλτ με τα παλιά βαρονικά αρχοντόσπιτα της πατρίδας του, ξυπνώντας μνήμες από ιστορίες ιπποτών και φεουδαρχικών ηθών.
Φτάνοντας στην ακτή, ένας φρουρός τους περίμενε, σταλμένος να μάθει ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι που έφτασαν διά θαλάσσης…
Ανεβαίνοντας το μικρό ύψωμα, το «κάστρο» του Αντώνμπεη πρόβαλλε μπροστά τους. Δεν ήταν ένα επιβλητικό φρούριο με την κλασική έννοια, αλλά ένα σύμπλεγμα πέτρινων κτισμάτων, σφιχταγκαλιασμένων σαν μια μεγάλη, θορυβώδης οικογένεια. Στην πύλη, υπηρέτες απολάμβαναν έναν απρόσμενο υπνάκο, αδιάφοροι για τους νεοφερμένους. Η εσωτερική αυλή ήταν ένα ζωντανό (αν και κάπως ακατάστατο) πανόραμα: κότες και πάπιες περιφέρονταν ελεύθερα ανάμεσα σε σκόρπια αντικείμενα, ενώ γουρούνια περιορίζονταν σε μια θορυβώδη γωνιά.
Για να φτάσουν στον πύργο, ακολούθησαν μια εξωτερική σκάλα που έλικσσόταν ζιγκ-ζαγκ προς τα πάνω, μια κατασκευή που πρόδιδε την αμυντική της λειτουργία. Το πλατύσκαλο έμοιαζε έτοιμο να μετατραπεί σε κινητή γέφυρα, αν χρειαζόταν. Μια στενή πόρτα άνοιγε σε ένα δωμάτιο γεμάτο μακρυμάλληδες στρατιώτες, που σηκώθηκαν αμέσως για να τους αφήσουν να περάσουν προς την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του πρίγκιπα.
Η αίθουσα υποδοχής ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Στους πέτρινους τοίχους κρέμονταν αρμαθιές από όπλα που έλαμπαν αμυδρά, πολύχρωμοι μανδύες και περήφανες φουστανέλες. Στη μια πλευρά δέσποζε ένα μεγάλο κρεβάτι, και κάτω από αυτό ο Γκαλτ διέκρινε μια παλιά, σκαλιστή κασέλα, γεμάτη μυστήριο. Αντίθετα, κοινά οικιακά σκεύη έλειπαν. Γύρω από το δωμάτιο υπήρχαν χαμηλοί πάγκοι στρωμένοι με χρωματιστά μαξιλάρια, ενώ σε ένα ράφι στέκονταν ανάποδα φλιτζάνια καφέ, δυο-τρία μπουκάλια και κάποια πρόχειρα μαγειρικά σκεύη.
Κοντά στο κρεβάτι καθόταν ο Αντώνμπεης, ένας γεροδεμένος άντρας με αυστηρή αλλά φιλόξενη όψη, και δίπλα του ένας ηλικιωμένος παπάς. Η πρώτη ματιά στον Μπέη έφερε στον Γκαλτ την εικόνα ενός σκωτσέζου ήρωα από παλιά μπαλάντα. Απέναντι, η κυρά του, φορώντας εντυπωσιακά δαχτυλίδια αλλά με μια αίσθηση αμέλειας στην υπόλοιπη εμφάνισή της, συνομιλούσε με έναν πολεμικού παρουσιαστικού συγγενή και τον πνευματικό της. Παρά την ηλικία της, φαινόταν πως κάποτε διέθετε αξιοσημείωτη ομορφιά.
Όλοι σηκώθηκαν με ευγένεια στην είσοδό τους, και ο Αντώνμπεης τους υποδέχτηκε με μια αυθόρμητη χαρά, μια ειλικρίνεια που αμέσως κέρδισε την εκτίμηση του ξένου.
Ο Αντώνμπεης, με μια φωνή γεμάτη εγκάρδια θέρμη, εξέφρασε τη χαρά του που φιλοξενούσε Βρετανούς υπηκόους – μια τιμή που είχε λάβει ελάχιστες φορές. Όπως και ο κυβερνήτης στο Μαραθονήσι, αναφέρθηκε στην έντονη επιθυμία των κατοίκων για την άφιξη μιας χριστιανικής δύναμης, ελπίζοντας σε ένα μέλλον πιο ειρηνικό και ευνοϊκό για το εμπόριο, επηρεασμένοι από τη γειτνίαση με την κοσμοπολίτικη Ύδρα.
Και τότε, με μια λάμψη στα μάτια, ο Αντώνμπεης αποκάλυψε μια πτυχή του παρελθόντος του: στα νιάτα του, υπήρξε ένας ξακουσμένος πειρατής. Μίλησε για τα ταξίδια του στη Βενετία, την Τεργέστη και την Ανκόνα, σαν να ξεδιπλώσει μπροστά τους ένα συναρπαστικό βιβλίο περιπετειών.
Μετά από μια σύντομη συζήτηση, τους προσκάλεσε να δουν ένα πρόσφατο εύρημα: ένα αρχαίο άγαλμα. Ο Αντώνμπεης πίστευε πως απεικόνιζε τον Ηρακλή, αλλά η πιο έμπειρη ματιά του Γκαλτ διέκρινε τα χαρακτηριστικά ενός Ποσειδώνα. Αναφέρθηκε με ενθουσιασμό στη μακρά επιβίωση της λατρείας αυτών των θεών στην περιοχή, πολύ μετά την απαγόρευσή τους στον υπόλοιπο ρωμαϊκό κόσμο. Με μια ελπίδα στην φωνή του, ρώτησε αν θα ήταν ευπρόσδεκτο να το στείλει ως δώρο στον Βασιλιά της Αγγλίας, και χάρηκε όταν ο Γκαλτ τον διαβεβαίωσε για την εκτίμηση του μονάρχη προς τον θεό της θάλασσας.
Επιστρέφοντας στην αίθουσα, μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα ήταν αισθητή. Οι βαριές κουρτίνες του κρεβατιού ήταν τώρα κλειστές, και πίσω τους διακρινόταν η σιωπηλή φιγούρα της πριγκίπισσας να κοιμάται. Σύντομα, τους πρόσφεραν ένα λιτό αλλά γευστικό γεύμα: ψητό κρέας, τυρί τηγανισμένο με αυγά, ένα ζουμερό πεπόνι και ένα κρασί που τους το σύστησαν ως «σπαρτιατικό» – μια περιγραφή που μάλλον υπονοούσε την απλότητά του. Παρ’ όλα αυτά, ο Γκαλτ σκέφτηκε πως ένα παρόμοιο γεύμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε προσφερθεί και στον Πάρη στην αυλή του Μενέλαου, νιώθοντας μια σύνδεση με την αρχαία ιστορία του τόπου.
Ο Αντώνμπεης και η οικογένειά του επέμειναν να μείνουν για μερικές ημέρες, δελεάζοντάς τους με την υπόσχεση ενός καλού κυνηγιού. Ωστόσο, η ιδέα δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους Βρετανούς επισκέπτες, ίσως και με μια δόση φόβου μήπως οι ίδιοι καταλήξουν να γίνουν το «σπάνιο θήραμα».
Παρά την επιθυμία τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους, η πιεστική ευγένεια του οικοδεσπότη ήταν δύσκολο να αντισταθεί. Όταν ο Αντώνμπεης έμαθε για την αναχώρησή τους το επόμενο πρωί για το Μαραθονήσι, έσπευσε να τους εφοδιάσει με συστατικές επιστολές για διάφορους Τούρκους κυβερνήτες, διευρύνοντας έτσι τον ορίζοντα του ταξιδιού τους. Έστειλε μάλιστα έναν από τους άνδρες του μαζί τους, με εντολή να προμηθευτεί άλογα στο ουδέτερο Μαυροβούνι, για το επόμενο σκέλος της περιπέτειάς τους προς τον ιστορικό Μυστρά. Η αντίθεση ανάμεσα στο φιλικό Βαθύ και το εχθρικό Μαραθονήσι ήταν πλέον ξεκάθαρη.
Αποσπάσματα από το “Ταξιδιωτικό Ημερολόγιο” του Τζον Γκαλτ με αναφορές στην Μάνη και το Μυστρά