Το 1460, ο Μωάμεθ ο Β’ έθεσε τέλος στο Δεσποτάτο του Μορέως. Όμως, λίγο αργότερα, ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε στον ορίζοντα της Μάνης: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο (1463-1479), οι Μανιάτες δεν δίστασαν να συγκρουστούν άγρια με τους Τούρκους. Παρόλο που με την ειρήνη η Μάνη αφέθηκε στη διάθεση των Οθωμανών, οι περήφανοι Μανιάτες, υπό την ηγεσία του Κορκόδειλου Κλαδά, ενός άνδρα με ρίζες από την Κορώνη που είχε βρει καταφύγιο στη Μάνη, εξεγέρθηκαν και έδιωξαν τους Τουρκαλβανούς που είχαν εγκατασταθεί στην Βαρδούνια.
Η επανάσταση του Κλαδά προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι εξαπέλυσαν νέα εκστρατεία το 1481. Τελικά, οι οθωμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Μάνη, αναγκάζοντας τον Κλαδά και τους Μανιάτες να υποχωρήσουν στην Μέσα Μάνη. Από εκεί, ο Κλαδάς, μαζί με πολλούς συντρόφους του, επιβιβάστηκε σε πλοία του Βασιλιά της Νεάπολης και έφυγε. Ωστόσο, μετά την αποχώρηση των μεγάλων τουρκικών δυνάμεων, οι Μανιάτες ανακατέλαβαν τα Βαρδουνοχώρια, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την αποφασιστικότητά τους.
Έκτοτε, για ολόκληρο το πρώτο μισό του 16ου αιώνα και πλέον, οι Μανιάτες παρέμειναν σε διαρκή επιφυλακή, υπερασπιζόμενοι τη γη τους από κάθε εισβολή. Δεν συμμετείχαν στους πολέμους των Ενετών εναντίον των Τούρκων (1494-1502 και 1537-1540), καθώς ένιωθαν εγκαταλειμμένοι από τους πρώτους.

Το 1570, ο Τουρκοβενετικός πόλεμος αναζωπυρώθηκε. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Πόρτο Κάγιο της Μάνης και έχτισαν εκεί ένα ισχυρό φρούριο, θέτοντας σε μεγάλο κίνδυνο τους Μανιάτες. Όμως, με τη βοήθεια του Βενετού Μαρίνου Κουερίνι, οι Μανιάτες κατάφεραν με μια αιφνιδιαστική επίθεση να κυριεύσουν το φρούριο και να το ανατινάξουν, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα αντίστασης.
Συνεχίζοντας τον αδιάκοπο αγώνα τους, οι Μανιάτες έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση των αδελφών Μελισσηνών, η οποία υποκινήθηκε από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις. Όμως, με τη σύναψη ειρήνης με την Τουρκία, έμειναν και πάλι χωρίς εξωτερική βοήθεια, εκτεθειμένοι στην εκδίκηση των Τούρκων. Στην απελπισία τους, απευθύνθηκαν στον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ (1582) ζητώντας μεσολάβηση και βοήθεια, αλλά χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Ακολούθησαν μακροχρόνιες συνομιλίες (1612-1623) μεταξύ των Μανιατών και του Γάλλου ευγενούς Καρόλου Γονζάγου, Δούκα του Νεβέρ, ο οποίος, διεκδικώντας δικαιώματα στον ελληνικό αυτοκρατορικό θρόνο λόγω συγγένειας από τη μητέρα του, συνέλαβε το σχέδιο να απελευθερώσει την Ελλάδα ξεκινώντας από τη Μάνη. Δυστυχώς, ολόκληρη η επιχείρηση ματαιώθηκε λόγω της αθέτησης των υποσχέσεων που είχαν δοθεί στον Δούκα του Νεβέρ από τους χριστιανούς ηγεμόνες. Ωστόσο, η αλληλογραφία μεταξύ του Γάλλου ευγενούς και των Μανιατών αποτελεί μια πολύτιμη ιστορική πηγή, προσφέροντας πληροφορίες για μια σκοτεινή εποχή και για τους απεγνωσμένους αγώνες και την κοινωνική οργάνωση της ηρωικής αυτής χώρας. Μάθαμε για τις ισχυρές οικογένειες της Μάνης εκείνης της περιόδου, όπως οι Αλευράδες, οι Δημαίοι, οι Βελκούνοι, οι Κοντόσταυλοι και πολλοί άλλοι, οι οποίοι υπέγραφαν ως πληρεξούσιοι της Μάνης και τοπικοί άρχοντες.
Από αυτή την αλληλογραφία γίνεται φανερό ότι την εξουσία στη Μάνη είχαν οι “Κεφαλάδες”, οι αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών, γνωστών και ως “Φυσικάρηδες” ή “Μεγαλογενήτες”, σε αντίθεση με τους ασθενέστερους “αχαμνοτέρους” και τους εξαρτημένους “Φαμέγιους” ή “ακουμπισμένους”. Στην Μέσα Μάνη, ξεχώριζαν οι Κοσμάδες της Βάθειας και οι Νικλιάνοι της Κίττας. Οι Κοσμάδες αργότερα μετακινήθηκαν στη Ζάκυνθο, αφήνοντας τους Νικλιάνους ως τους κυρίαρχους της Μέσα Μάνης. Ο όρος “Νικλιάνοι” εξελίχθηκε με τον χρόνο από ένα συγκεκριμένο οικογενειακό επώνυμο σε μια κοινωνική τάξη, μια σύγχυση που διαδόθηκε σε όλη τη Μάνη, όπου υπήρχαν και άλλες παλαιές και ισχυρές “πατριές” που σήμερα, για να δηλώσουν τη δύναμη και την ευγενή καταγωγή τους, αναφέρονται κατ’ επέκταση ως “γενιές των Νικλιάνων”. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι οι Νικλιάνοι κατάγονταν από κατοίκους της μεσαιωνικής πόλης Νίκλι κοντά στην Τεγέα, η οποία καταστράφηκε το 1296, και κατέφυγαν στην Μέσα Μάνη, δίνοντας στην περιοχή που κατέλαβαν το όνομα Νικλιάνικα (“σπίτια των Νίκλων”). Αρκετοί από αυτούς τους Μανιάτες Νικλιάνους μετανάστευσαν στη Ζάκυνθο από το 1554 και εξής, διατηρώντας τα επώνυμα Νίκλος και Νίκλης, με ρητή αναφορά στην καταγωγή τους από τα Νικλιάνικα της Μέσα Μάνης. (Από αυτούς τους Νικλιάνους της Ζακύνθου καταγόταν η μητέρα του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού, Αγγελική Νίκλη).

Μετά την αποτυχία της επανάστασης του Καρόλου Γονζάγου, οι Μανιάτες ήρθαν σε συνεννόηση με τους Ενετούς. Πολέμησαν στο πλευρό τους κατά τη διάρκεια του μακρού και αιματηρού Κρητικού Πολέμου (1645-1669), βοηθώντας τους Βενετούς στη θάλασσα και καταλαμβάνοντας την Καλαμάτα στην ξηρά. Όταν ο Κρητικός πόλεμος έληξε με την άλωση της Κρήτης και την ήττα της Βενετίας από τους Τούρκους, οι Οθωμανοί στράφηκαν ξανά εναντίον της Μάνης.
Αδυνατώντας να πατήσουν πόδι στα δυσπρόσιτα βουνά της, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τον περίφημο Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, τον οποίο κρατούσαν αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες διχονοιες των Μανιατών. Ο Λυμπεράκης, καταγόμενος από τη Βάθεια της Μέσα Μάνης και την πατριά των Κοσμάδων, απελευθερώθηκε από τους Τούρκους και έφτασε στη Μάνη, όπου κατάφερε να πείσει τους προκρίτους να συμβιβαστούν με τους Τούρκους, καθώς δεν υπήρχε πλέον ελπίδα βοήθειας από τους ηττημένους Ενετούς. Παράλληλα, οι Τούρκοι, με τη βοήθεια του Γερακάρη και μετά τον συμβιβασμό, μπόρεσαν να επισκευάσουν το βυζαντινό φρούριο της Ζαρνάτας, το κάστρο του Πόρτο-Κάγιο προς το Ταίναρο και να χτίσουν το κάστρο της Κελεφάς, απειλώντας το Βοίτυλο.
Η ίδρυση του κάστρου της Κελεφάς είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική μετανάστευση μέρους της πατριάς των Διατρών ή Μεδίκων στην Τοσκάνη το 1671 (300 οικογένειες) και στη συνέχεια της πατριάς των Στεφανοπούλων στη Γένοβα το 1676 (730 άτομα), από όπου εγκαταστάθηκαν στην Κορσική. Και άλλες ομαδικές μεταναστεύσεις Μανιατών από το Βοίτυλο, τη Ζαρνάτα και την Μέσα Μάνη προς τη Νάπολη, τον Τάραντα και το Οτράντο της Ιταλίας μαρτυρούνται από έγγραφα της εποχής.

Η Ενετοκρατία στην Μάνη: Μια σύντομη ανάσα ελευθερίας
Με την ίδρυση των τουρκικών φρουρίων, οι Μανιάτες υπέφεραν και η περιοχή κινδύνευσε να ερημωθεί. Όμως, ένας νέος Τουρκοβενετικός πόλεμος (1684-1699) έφερε ανακούφιση. Κατά τη διάρκειά του, η Μάνη, αλλά και ολόκληρη η Πελοπόννησος, απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και πέρασαν στα χέρια των Ενετών. Οι Μανιάτες πολέμησαν και πάλι στο πλευρό των Βενετών, και με τη βοήθεια του στόλου τους κατέλαβαν όλα τα κάστρα της Μάνης, αιχμαλωτίζοντας τις τουρκικές φρουρές και προκαλώντας πανωλεθρία στους Τούρκους στην Καλαμάτα (1685), την Κελεφά (1687) και αλλού. Στη συνέχεια, συμμετείχαν στην εκστρατεία στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, από την οποία οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν το 1687.
Το 1689, ο Λυμπεράκης Γερακάρης επανεμφανίστηκε, έχοντας συλληφθεί και πάλι από τους Τούρκους. Αυτή τη φορά, απελευθερώθηκε με τον τίτλο του “Μπέη” της Μάνης και με την εντολή να πείσει τους Μανιάτες να συμμαχήσουν με τους Τούρκους. Όμως, δεν κατάφερε τίποτα. Η εισβολή του μέχρι το Άργος ήταν άκαρπη για τους Τούρκους, και η στάση του θεωρήθηκε ύποπτη ακόμα και από αυτούς, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί τελικά να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Βενετών και αργότερα να καταφύγει στη Βενετία, όπου και πέθανε το 1696.
Στην έκθεση του Βενετού Προβλέπτου Κόρνερ προς τον Μοροζίνην (27/4/1690), αναφέρονται μεταξύ των προεχόντων της Κελεφά (Μάνης) τα ονόματα: Πετροπουλάκης, Κορωναίος, Μαυρομιχάλης, Κουτηφάρης, Ζαννετάκης, Στεφανόπουλος, Τριγόνας, Λουκάκης, Γερακάρης.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γερακάρη, υπογράφηκε η Συνθήκη του Κάρλοβιτς, με την οποία έληξε ο Βενετοτουρκικός πόλεμος και η Πελοπόννησος αποδόθηκε στη Βενετία, η οποία ίδρυσε το “Βασίλειον του Μορέως”. Σε αυτό υπήχθη και η Μάνη, υποδιαιρούμενη σε τέσσερις επαρχίες (Ζαρνάτας, Κελεφάς, Πασσαβάς και Βαρδούνιας), που περιλάμβαναν 85 κώμες και άλλα χωριά, με συνολικό πληθυσμό περίπου 25.000 κατοίκους. Κάθε επαρχία είχε τον δικό της Ενετό διοικητή, αλλά η Μάνη παρέμεινε ουσιαστικά αυτόνομη και σχεδόν ανεξάρτητη, υπακούοντας μόνο στους δικούς της τοπικούς άρχοντες, τους οποίους η Βενετία είχε αναγνωρίσει ως “Καπετάνους”.
Η Δεύτερη Τουρκοκρατία και η αυγή της Επανάστασης
Η Βενετοκρατία στην Πελοπόννησο διήρκεσε μέχρι το 1715. Τον Δεκέμβριο του 1714, οι Τούρκοι κήρυξαν νέο πόλεμο κατά της Βενετίας και εισέβαλαν και πάλι στον Μοριά, κατακτώντας τον σύντομα.
Τότε, οι Μανιάτες ήρθαν και πάλι σε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, οι οποίοι κατέλαβαν τη Βαρδούνια μέχρι το κάστρο του Πασσαβά, αφήνοντας την υπόλοιπη Μάνη άθικτη και εντελώς αυτόνομη.
Έτσι, οι Μανιάτες έμειναν απερίσπαστοι από πολέμους για περίπου πενήντα χρόνια, μέχρι την επανάσταση του 1770 (υποκινούμενη από τους Ρώσους). Μετά την αποτυχία αυτής της επανάστασης, ακολούθησε εισβολή Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι επιδόθηκαν σε άγριες σφαγές και λεηλασίες μέχρι το 1779. Τότε, οι Μανιάτες μόλις που σώθηκαν, αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία των Τούρκων, οι οποίοι διόρισαν και μπέηδες στην περιοχή. Το 1776, οι Τούρκοι διόρισαν τον Τζανέτο Κουτηφάρη ως τον πρώτο Μπέη της Μάνης.
Οι Μπέηδες της Μάνης (1776-1821), ντόπιοι ηγεμόνες, κυβέρνησαν την περιοχή ως άμεσοι αντιπρόσωποι του Καπετάν Πασσά. Ο Μπέης εκλεγόταν από τον Καπετάν Πασσά.
Οι Μπέηδες της Μάνης χρονολογικά ήταν οι εξής:
- Τζανέτος Κουτηφάρης 1776-1779
- Μιχαήλ Τρουπάκης (Μούρτζινος) 1779-1782
- Τζανέτος Γρηγοράκης (Τζαννήμπεης) 1782-1798
- Παναγιώτης Κουμουνδουράκης 1798-1803
- Αντώνιος Γρηγοράκης (Αντωνόμπεης) 1803-1808
- Κωνσταντίνος Ζερβάκης 1808-1810
- Θεόδωρος Γρηγοράκης 1810-1815
- Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πετρόμπεης) 1815-1821