Φλόγες και Σπαθιά: Επεισόδια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

poliorkia naupliou

     Καλοκαίρι του 1821. Έξω από τα τείχη της Τριπολιτσάς, ο κλοιός των Ελλήνων επαναστατών στένευε. Παράλληλα, στο Ναύπλιο, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο γενναίος αδελφός του Πετρόμπεη, ηγούνταν της πολιορκίας με ένα σώμα Μανιατών. Αυτός ήταν ο ίδιος που αργότερα, μαζί με τον γιο του Πετρόμπεη, Γεώργιο, θα έγραφε μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία δολοφονώντας τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Τότε όμως, ήταν ένας ακαταμάχητος οπλαρχηγός, αποφασισμένος να κυριεύσει την πόλη που θα παραδινόταν σε δύο μήνες (Ιούλιος 1821) λόγω της έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων της τουρκικής φρουράς.

Όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Στα τέλη Ιουνίου, ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο, σαν φάντασμα ανάμεσα στα σπετσιώτικα πλοία της Μπουμπουλίνας που συμμετείχαν στον αποκλεισμό, κατάφερε να διαφύγει και να εφοδιάσει την τουρκική φρουρά, η οποία βρισκόταν στα πρόθυρα της συνθηκολόγησης. Με τον ανεφοδιασμό αυτό, η φρουρά απέκτησε νέα αμυντική δύναμη, ικανή να αντέξει για περισσότερο από έναν χρόνο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα δεύτερο αγγλικό πλοίο, αψηφώντας τον χαλαρό θαλάσσιο αποκλεισμό, εισέπλευσε στο Ναύπλιο, ανανεώνοντας τις προμήθειες των Τούρκων σε μια κρίσιμη στιγμή. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν πικρόχολα σχόλια για τους “άσπονδους φίλους” Άγγλους. Η κρισιμότητα της κατάστασης επιβεβαιώθηκε από μια επιστολή των πολιορκημένων Τούρκων προς τον φρούραρχο των Πατρών, Γιουσούφ Πασά, που έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις.

Η αποκάλυψη της απελπιστικής κατάστασης των πολιορκημένων, πριν τον δεύτερο αγγλικό ανεφοδιασμό, οδήγησε τους Έλληνες αρχηγούς σε μια τολμηρή απόφαση: έπρεπε να επιτεθούν στο φρούριο. Όμως, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γνωρίζοντας καλά την ισχύ του Ναυπλίου, αντιτάχθηκε στην άποψη των άλλων οπλαρχηγών, εξηγώντας με σοβαρά επιχειρήματα τη βέβαιη αποτυχία του εγχειρήματος. Οι άλλοι όμως καπεταναίοι – Υψηλάντης, Πετρόμπεης, Γιατράκος και Κυριακούλης Μαυρομιχάλης – επέμειναν, και ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στην πλειοψηφία.

Στις 2 Δεκεμβρίου 1821, οι οπλαρχηγοί έφτασαν στο Ναύπλιο με τα ισχυρά σώματά τους, κυρίως Μανιάτες, έχοντας έτοιμα τα σχέδια της επίθεσης. Στα χαρτιά, όλα έμοιαζαν ιδανικά, αλλά στην εφαρμογή δικαίωσαν την πρόβλεψη του Κολοκοτρώνη. Η φρουρά του Παλαμηδίου αντέταξε σθεναρή άμυνα, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθέμενους. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς.

gravoura-nafplio

Παράλληλα με αυτές τις πολιορκίες, ένας φιλέλληνας Γερμανός εθελοντής έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Η αποτυχία της επίθεσης στο Ναύπλιο είχε ως αποτέλεσμα την αναβολή της κατάληψης του Άργους, ενώ η φρουρά του Ναυπλίου παρέμεινε ισχυρή, αναμένοντας την άφιξη του Δράμαλη μέχρι τον Μάρτιο του 1822. Η πολιορκία συνεχιζόταν, σημαδεμένη από τις παρορμητικές ενέργειες των επαναστατών.

Οι Τούρκοι, ενθαρρυμένοι από την αναμενόμενη άφιξη του Δράμαλη, σταμάτησαν τις διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση. Παρόλο που ο Δράμαλης δεν τους βοήθησε άμεσα (έστειλε μόνο ένα μικρό τμήμα ιππικού), οι πολιορκημένοι εκμεταλλεύτηκαν την απασχόληση των επαναστατών με τον Δράμαλη για να πραγματοποιήσουν επιδρομές στα γύρω χωριά και να εξασφαλίσουν τρόφιμα.

Με τον καιρό, η πολιορκία του Ναυπλίου έγινε πιο συστηματική και η θέση των Τούρκων δυσκολότερη. Λίγες ημέρες πριν από την πτώση της πόλης (στις 26 Νοεμβρίου 1822), ο Κολοκοτρώνης έγραψε στην τουρκική φρουρά, προσφέροντάς τους ασφάλεια αν παραδίδονταν με τιμή.

Δεν γνωρίζουμε αν τα λόγια του Κολοκοτρώνη επηρέασαν τους πολιορκημένους, αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα (στις 30 Νοεμβρίου 1822), το Ναύπλιο έπεσε στα χέρια των Ελλήνων επαναστατών, με επικεφαλής τον Γορτύνιο καπετάνιο Σταϊκόπουλο. Στην αναφορά του προς την «Υπέρτατη Διοίκηση», ο Κολοκοτρώνης έγραψε με θρησκευτική ευλάβεια για την κατάληψη του Παλαμηδίου, αποδίδοντάς την σε ένα θαύμα του Αγίου Ανδρέα.

Ενώ αυτά συνέβαιναν στο Ναύπλιο και την Τριπολιτσά, μια τολμηρή απόπειρα απόβασης τουρκικών στρατευμάτων σημειώθηκε στα παράλια της Καλαμάτας. Στόχος τους ήταν να προωθηθούν προς την Τριπολιτσά, η οποία κινδύνευε από τους επαναστάτες. Η επιχείρηση ξεκίνησε από μια μοίρα του τουρκικού στόλου που απέπλευσε από τη Ρόδο, ενισχύθηκε με στρατεύματα στην Κρήτη και στις 26 Αυγούστου 1821 έφτασε στην παραλία της Καλαμάτας. Εκεί τους περίμεναν μόλις 100 Μανιάτες, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Μούρτζινο, και τρεις λόχοι νεοσύλλεκτων, τους οποίους εκπαίδευε ο Κορσικανός λοχαγός Βαλέστρα, ένας πρώην αξιωματικός του Ναπολέοντα που είχε προσλάβει ο Δημήτριος Υψηλάντης για να οργανώσει τον τακτικό στρατό.

Μόλις ο τουρκικός στόλος έφτασε και τα στρατεύματα άρχισαν να επιβιβάζονται στις λέμβους για την απόβαση, ο έμπειρος Κορσικανός Βαλέστρα έδειξε την στρατηγική του ευφυΐα. Παρέταξε τους άπειρους νεοσύλλεκτους κατά μήκος των παραλιακών υψωμάτων, ντυμένους με τις εντυπωσιακές στολές των Ιερολοχιτών και πλήρως εξοπλισμένους, με σάλπιγγες και τύμπανα. Ταυτόχρονα, διέταξε να ηχήσουν οι σάλπιγγες και τα τύμπανα ασταμάτητα. Παράλληλα, οι 100 περίπου Μανιάτες, υπό τον Μούρτζινο, είχαν πάρει θέσεις ως η κύρια αμυντική δύναμη.

Ο τούρκος ναύαρχος, βλέποντας αυτή τη φαινομενικά ισχυρή παράταξη και ακούγοντας τον πολεμικό θόρυβο, υπέθεσε ότι αντιμετώπιζε ένα ευρωπαϊκό στρατιωτικό τμήμα – ίσως γνώριζε για την άφιξη ξένων εθελοντών. Έτσι, αποφάσισε να ματαιώσει την απόβαση και να αποχωρήσει από την Καλαμάτα. Η αποφασιστικότητα και η στρατηγική του Βαλέστρα είχαν αποτρέψει μια πιθανή τουρκική ενίσχυση προς την Τριπολιτσά.

Ο οπλαρχηγός των Μανιατών, Παναγιώτης Μούρτζινος, έγραψε στον Υψηλάντη για τον Κορσικανό λοχαγό Βαλέστρα: «Μὲ ὅλον ὅπου εἶχεν ἀνθρώπους ἀμαθεῖς (ἐννοεῖ τοὺς ἀπειροπόλεμους νεοσυλλέκτους) ἔτι εἰς τὸν πόλεμον, ἐστάθη εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν γενναῖος καὶ ἀνδρεῖος. Τὸν ἐπήνεσα πολὺ εἰς τοὺς τακτικοὺς καὶ γενναίους τρόπους του».

Την ίδια περίοδο που μαίνονταν οι πολιορκίες του Ναυπλίου και της Τριπολιτσάς, ένα τμήμα Μανιατών πολεμιστών, υπό τους Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη, είχε σταλεί στην περιοχή της Μεγαρίδας, στις διαβάσεις των Γερανείων, για να αντιμετωπίσει την ισχυρή τουρκική φάλαγγα του Κιοσσέ Μεχμέτ (αυτού που είχε σουβλίσει τον Αθανάσιο Διάκο), ο οποίος είχε ήδη καταλάβει τη Λειβαδιά και τη Θήβα και κατευθυνόταν προς τον Ισθμό για να περάσει στην Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης είχε προωθηθεί προς τον Κιθαιρώνα και είχε καταλάβει τη στενωπό της Κάζας.

Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κριεκούκι, οι Μανιάτες τους επιτέθηκαν και, μετά από σκληρό αγώνα, κατάφεραν να τους εκδιώξουν. Όμως, έφτασε ενισχυμένο τουρκικό ιππικό, το οποίο, μαζί με τους πεζούς, εξαπέλυσε αντεπίθεση, αναγκάζοντας τον Ηλία Μαυρομιχάλη να υποχωρήσει στην Κάζα. Οι Τούρκοι, ωστόσο, αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν προς τη Θήβα, λόγω της ισχυρής αντίστασης των Μανιατών και των σοβαρών απωλειών τους.

Κατά την εβδομαδιαία παύση των εχθροπραξιών, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης φρόντισε να οχυρώσει τη Μονή του Οσίου Μελετίου, η οποία βρισκόταν σε δεσπόζουσα θέση, και εγκατέστησε εκεί φρουρά Μανιατών ως προκεχωρημένο φυλάκιο. Όταν οι Τούρκοι επέστρεψαν, πολυαριθμότεροι και πιο αποφασισμένοι, αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση της φρουράς της Μονής και αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε πολιορκία. Τότε, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης πραγματοποίησε μια θυελλώδη επίθεση εναντίον των πολιορκητών της Μονής, ενώ ταυτόχρονα εξόρμησε και η φρουρά. Οι Τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά και αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν με μεγάλες απώλειες. Αυτή η σκληρή μάχη της Μονής του Οσίου Μελετίου όχι μόνο δόξασε τους Μανιάτες αγωνιστές, αλλά αποθάρρυνε και τους Τούρκους, ματαιώνοντας τα σχέδιά τους να προωθηθούν στην Πελοπόννησο από αυτό το πέρασμα.

Με την έλευση του χειμώνα και μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς, οι Τούρκοι ηγέτες των στρατευμάτων της Στερεάς, Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης, αναγκάστηκαν, απειλούμενοι και από τον καπετάν Οδυσσέα Ανδρούτσο, να συμπτυχθούν προς τη Λαμία και από εκεί να επιστρέψουν στη βάση τους (Ιωάννινα), αφήνοντας στον Δράμαλη την αποστολή της καταστολής της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, μια αποστολή που του επεφύλασσε και το οικτρό τέλος.

Κατά την ίδια περίοδο, άλλα ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα πολιορκούσαν την Ακρόπολη των Αθηνών, όπου είχε οχυρωθεί η τουρκική φρουρά της πόλης. Οι πολιορκητές ένιωθαν την ανάγκη μιας ηγετικής φυσιογνωμίας που θα αναλάμβανε την αρχηγία των δυνάμεών τους.

Ως τέτοια ηγετική φυσιογνωμία επιλέχθηκε ο διαπρεπής αγωνιστής Ηλίας Μαυρομιχάλης, τόσο για τη φήμη του ονόματός του όσο και για τη στρατιωτική του αξία. Τον κάλεσαν να αναλάβει την αρχηγία των δυνάμεων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Αξίζει να σημειωθεί ότι είχαν προταθεί για την αρχηγία και οι οπλαρχηγοί Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και Νικηταράς, οι οποίοι όμως υποχώρησαν προς τιμήν του γενναίου συμπολεμιστή τους.

Αποδεχόμενος την αρχηγία, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης έφτασε στην Αθήνα στα τέλη Νοεμβρίου 1821, επικεφαλής ενός σώματος Μανιατών πολεμιστών – οι ατρόμητοι Μανιάτες ήταν παντού παρόντες. Οι κάτοικοι της πόλης και των περιχώρων τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Συγκινημένος, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης δήλωσε: «Θεωρῶ καύχημά μου καὶ μόνον τὸ νὰ εἶμαι σ’ ὅλη μου τὴ ζωή ἁπλὸς στρατιώτης στὴν Ἀθήνα». Ένα δείγμα της μετριοφροσύνης και της σεμνότητας αυτού του γενναίου άνδρα!

Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ως αρχηγός των πολιορκητών της Ακρόπολης, παρέμεινε μόνο σαράντα ημέρες και μετά αναχώρησε για την Εύβοια, όπου μια υπέρτατη εθνική ανάγκη τον καλούσε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, επιχείρησε ριψοκίνδυνα να εκπορθήσει την Ακρόπολη, χωρίς όμως επιτυχία. Ο ιστορικός Ι. Φιλήμων γράφει σχετικά: «Τη 3η Δεκεμβρίου (1821), εδοκίμασαν οι Αθηναίοι, ἵνα παρεισδύσουν εἰς τὰ ἔνδον τῆς Ἀκροπόλεως διά τινος ἀνακαλυφθείσης πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν Προπυλαίων υπογείου ἐπῆς· ἡστόχησαν ὅμως, επισωρευσάντων τῶν Τούρκων κατὰ τὸ ἐνδότερον αὐτῆς καὶ Γῆν καὶ λίθους.»

Καθώς η απευθείας εισπήδηση από τα ψηλά τείχη ήταν αδύνατη, έγινε αποδεκτή ως πιθανή η είσοδος από την πύλη, μόλις θα κατάφερναν να την εξουδετερώσουν. Ήταν ξύλινη και καλυμμένη εξωτερικά με σίδερο. Ο ιστορικός Φιλήμων συνεχίζει: «Ἐφιλοτιμεῖτο ἡ Ηλίας ἵνα πράξῃ ἐν ταῖς Ἀθήναις ἀνδραγάθημά τι, προθύμους ἔχων (προς τοῦτο καὶ τοὺς Ἀθηναίους».

Πράγματι, στις 5 Δεκεμβρίου 1821, ο Ηλίας προέβη και πάλι σε μια προσπάθεια άλωσης της Ακρόπολης, την οποία ο Φιλήμων περιγράφει ως εξής: «Τῇ ὥρᾳ 3η πρὸ τῆς αὐγῆς τῆς 5 Δεκεμβρίου ἐτέθη τὸ πῦρ (εἰς τὴν Πύλην) τῶν Τούρκων πυροβολούντων καὶ κατορθώθη ἡ καῦσις μέρους τῆς Πύλης· ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ τολμηρὰ ἐπιχείρησις, δι’ ἣν ἐθανατώθησαν εἴκοσι-πέντε (25) ἐκ τῶν Ἑλλήνων, ἐματαιώθη, ὡς σωρευσάντων ἐπίσης τῶν ἐχθρῶν πολλὴν ὄπισθεν της Πύλης ύλης.»

Κείμενο Όμορφη Μάνη Φωτό Ιντερνετ

Διαβάστε κι εδώ:

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ