Η Μάνη: Ένας Γλωσσικός Θησαυρός με Δωρικές Ρίζες

Η Μάνη: Ένας Γλωσσικός Θησαυρός με Δωρικές Ρίζες

23 Μαΐου 2025 0 By omorfimani

       Στην καρδιά της Πελοποννήσου, εκεί όπου η πέτρα σμιλεύεται από τον άνεμο και την ιστορία, απλώνεται η Μάνη. Μια γη άγριας ομορφιάς, που διατήρησε για αιώνες την αυτονομία της και μαζί της, μια μοναδική γλωσσική ταυτότητα. Ας αφουγκραστούμε τις ηχώ της ιστορίας μέσα από τις λέξεις των ανθρώπων της.

«Στο ρημοκλήσι του Διρού λειτούργα ο πρωτοσύγκελος […] κι άξαφνα κι αναπάντεχα Τούρκοι τον παραλάβασι κι έλαβε μόνο τον καιρό κι ασήκωσε τα χέρια του κι είπεκε «Παντοδύναμε! δυνάμωση τους χριστιανούς, τύφλωση τους αγαρηνούς, τη μέρα τη σημερινή… μα οι άντρες όλοι λείπασι, είταν στη Βέργα τα Αλμυρού οπού Τρωάδα ο πόλεμος πάαινε δυο μερόνυχτα»

Αυτές οι σπαρακτικές λέξεις ενός ανώνυμου από τη «Μάχη του Διρού» μας μεταφέρουν σε μια εποχή αγώνων και πίστης, αποκαλύπτοντας παράλληλα μια γλωσσική ιδιομορφία που αιώνες μετά συνεχίζει να γοητεύει τους γλωσσολόγους.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, Αντώνιο Μπουμπούκη, οι γεωφυσικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες της Μάνης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τοπικής της διαλέκτου. Ενώ τα περισσότερα νεοελληνικά ιδιώματα αντλούν τις ρίζες τους από την Κοινή Ελληνική της αλεξανδρινής εποχής – μια απλοποιημένη εκδοχή της αρχαίας γλώσσας που προέκυψε μετά την εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ ιωνικής, δωρικής και αιολικής και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον Χριστιανισμό – η περίπτωση της Μάνης είναι ξεχωριστή.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ανάργυρος Κουτσιλιέρης, μέχρι και τον 17ο αιώνα, η μανιάτικη ντοπιολαλιά διέφερε τόσο πολύ από την Κοινή, που ένας ξένος θα μπορούσε να την εκλάβει ως μια εντελώς άλλη γλώσσα. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, ταξιδεύοντας στην Πελοπόννησο το 1668, κατέγραψε με έκπληξη την πολυγλωσσία της περιοχής, διακρίνοντας τους Αλβανούς, τους Τσάκωνες με την «παράξενη» τους διάλεκτο, και τους «άπιστους της Μάνης» με τις δικές τους «ιδιαίτερες εκφράσεις που δεν είναι ούτ’ Ελληνικά ούτε Αλβανικά». Αντίθετα, οι κάτοικοι του Μιστρά μιλούσαν την Ελληνική «πολύ καθαρά και ρητορικά», μια αντανάκλαση της πνευματικής κληρονομιάς των Παλαιολόγων.

Ο Κουτσιλιέρης επισημαίνει ότι στις τέσσερις από τις πέντε περιπτώσεις που αναφέρει ο Τσελεμπή, οι παρατηρήσεις του επιβεβαιώνονται: η ευρεία χρήση της Κοινής Νεοελληνικής, η παρουσία της αρβανίτικης και της τσακώνικης. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε πλήρως την περιγραφή του για τη μανιάτικη γλώσσα. Η απόστασή της από την Κοινή ήταν τέτοια που δικαιολογούσε την εντύπωση του Τούρκου περιηγητή.

Η συστηματική μελέτη του μανιάτικου ιδιώματος ξεκίνησε το 1929 από τον Αντρέ Μιραμπέλ. Ωστόσο, ο «πατέρας» της νεοελληνικής γλωσσολογίας, Γ. Χατζηδάκης, σχολιάζοντας το έργο του Μιραμπέλ, εξέφρασε τη λύπη του για την ανάγκη επανεκκίνησης της έρευνας. Το 1962, ο Κουτσιλιέρης δημοσίευσε τη δική του μελέτη για τη φωνητική και τη μορφολογία του ιδιώματος του Ταινάρου, αξιοποιώντας τα πορίσματα του Χατζηδάκη για την τσακώνικη διάλεκτο. Παράλληλες μελέτες των Περνό και Δέφνερ ανέδειξαν τη σύνδεση της τσακώνικης με τη νεολακωνική διάλεκτο. Ανάλογες γλωσσικές παρατηρήσεις που αποδεικνύουν τη δωρική καταγωγή των τσακώνικων, ισχύουν και για το ιδίωμα του Ταινάρου.

mezapo

Μέζαπος Μάνη

Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο Μπουμπούκης: τα μανιάτικα, χωρίς να διεκδικούν μια τόσο άμεση καταγωγή, εμπεριέχουν πολλά στοιχεία της δωρικής. Στα τοπωνύμια «όξω», «μέσα», «κάποι», αντί των συνηθισμένων «έξω», «μέση», «κήποι», παρατηρείται η διατήρηση του δωρικού αντί του . Το ίδιο φαινόμενο συναντάμε σε λέξεις όπως «στροφά» και «λανός» αντί των «στροφή» και «ληνός». Αξιοσημείωτο είναι ότι το «λανό», που δηλώνει το πατητήρι των σταφυλιών, χρησιμοποιείται και από τους ελληνόφωνους της Καλαβρίας, μια απτή υπενθύμιση των κοινών δωρικών τους ριζών.

Στον ιδιωματισμό της Μάνης, σύμφωνα πάντα με τον Μπουμπούκη, εντοπίζονται και δάνεια από άλλες γλώσσες. Η «γαρδίνα», αυτό το περιτοιχισμένο ημιάγονο κομμάτι γης, θυμίζει το βλάχικο «gardina» και το προσλαβικό «gradina» (κήπος). Ο «λότζος», η φωλιά των άγριων ζώων, συνδέεται με το βλάχικο «loju» που προέρχεται από το βουλγαρικό «loge» (κατάλυμα). Επιπλέον, ο Νίκος Κοντοσόπουλος επισημαίνει τη διατήρηση λέξεων σλαβικής προέλευσης, όπως «κούρος» (κόκορας), «σέμπρος» (εργάτης στα κτήματα), «γρεμπένι» (λειρί), «γουστέρα» (σαύρα).

Η γεωγραφική διαίρεση της χερσονήσου του Ταινάρου σε Μέσα και Έξω Μάνη έχει επίσης αφήσει το γλωσσικό της αποτύπωμα. Το «κ» μπροστά από το «ει» και το «ι» στην Έξω Μάνη μετατρέπεται σε «τς» (τσιτακισμός), όπως στη λέξη «σουτςέα» για τη συκιά, ενώ στη Μέσα Μάνη διατηρείται το δασύ «κ», όπως στο κρητικό ιδίωμα («σουκιά»). Επιπλέον, το «σ» όσο κατεβαίνουμε νοτιότερα αποκτά δασύ χαρακτήρα, όπως στα παραδείγματα «icha» αντί «ίσια» και «εσπιώτα» αντί «εσειόταν».

Ένα άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο είναι η επένθεση του ημίφωνου «ι», μια ιδιομορφία στην προφορά των κατοίκων της Μέσα Μάνης, όπου το «ι» παρεισφρέει πριν από το προηγούμενο σύμφωνο, χωρίς να χάνει την αρχική του θέση (π.χ., «σπαθιά» > «σπαθιά», «μεριά» > «μεριά», «μπαλατιά» > «μπαλοϊτιά»). Αντίθετα, η συνίζηση, κοινό χαρακτηριστικό των νεοελληνικών ιδιωμάτων, δεν είναι πάντα παρούσα στη μανιάτικη διάλεκτο, διατηρώντας αρχαιότερες μορφές όπως «τειχία», «γατία», «παιδία», «ζαβολία», «κοπρέα» (κοπριά), «ποιος». Το ιδίωμα της Μάνης διατήρησε επίσης την παλαιά προφορά του «ι» ως «ου» ή «ιου», όπως στις λέξεις «σκιουλί» (σκυλί) και «άλιουρα» (άχυρα). Τέλος, σώθηκαν και τα ρηματικά επιθήματα πληθυντικού τρίτου προσώπου «-ούσι» και «-άσι», όπως στα «αφήκασι», «είχασι», «λέσι» (=λένε), «να γυρίσουσι».

Μέσα στην ιστορική τους απομόνωση, οι Μανιάτες διατήρησαν αρκετούς δωρικούς «αντίλαλους» στη γλώσσα τους. Ωστόσο, η αστυφιλία, η απασχόληση στα αστικά κέντρα του νεότερου ελληνικού κράτους και η μετανάστευση στο εξωτερικό, έβγαλαν το τοπικό ιδίωμα από το προστατευμένο του περιβάλλον. Σήμερα, αφομοιωμένοι από τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, έχουν σε μεγάλο βαθμό λησμονήσει τη γλωσσική τους ιδιαιτερότητα, η οποία επιβιώνει κυρίως στις εκφράσεις των ηλικιωμένων.

Και για να θυμηθούμε το παράπονό τους σε μια εποχή που η γλώσσα τους διέφερε από εκείνη των υπολοίπων Ελλήνων:

«Στο διάολο και στην οργή να πάει η γλώσσα η βλάχικη κι όσοι την αναμπαίζουσι τη γλώσσα τη μανιάτικη απόναι η γλώσσα του Θεού».

Αυτές οι δυνατές λέξεις μαρτυρούν την αγάπη και την υπερηφάνεια των Μανιατών για τη μοναδική τους λαλιά, μια λαλιά που ψιθυρίζει ακόμα ιστορία και διατηρεί ζωντανές τις αρχαίες ρίζες της ελληνικής γλώσσας.

Με πηγές από το βιβλίο ” Ρίζες Ελληνων-Μανιάτες”

Κείμενο-Φωτό Όμορφη Μάνη