Στην καρδιά της σκλαβωμένης Ελλάδας, όπου η σπίθα της ελευθερίας φαινόταν να σιγοκαίει κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, μια υπόσχεση από τη μακρινή Ρωσία άναψε ξανά τη φλόγα της ελπίδας. Η επεκτατική πολιτική της Μεγάλης Αικατερίνης, Αυτοκράτειρας της Ρωσίας, έφτασε μέχρι την περήφανη Μάνη, υποσχόμενη πλήρη υποστήριξη για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Έτσι, το 1770, οι Μανιάτες, λαός ελεύθερος στην ψυχή και με βαθιά ριζωμένη την επιθυμία για εθνική αποκατάσταση, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή μιας επανάστασης που έμελλε να σημαδέψει την ιστορία: τα Ορλωφικά.
Η Προετοιμασία: Σκιές Ελπίδας και Διπλωματίας
Για δεκαετίες, παρά τη φαινομενική ηρεμία, η ιδέα της ελευθερίας παρέμενε άσβεστη στις καρδιές των Μανιατών. Η προσδοκία για βοήθεια από την ομόδοξη Ρωσία ήταν διαρκής, αντικατοπτριζόμενη στο λαϊκό τραγούδι: «Πότε να ‘ρθει ο Μόσκοβας να φέρει το σεφέρι;». Η άνοδος της Μεγάλης Αικατερίνης στον ρωσικό θρόνο φάνηκε να φέρνει αυτή την προσδοκία πιο κοντά.
Στα μεγαλεπήβολα σχέδιά της, η Αυτοκράτειρα συμπεριέλαβε την απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξε ο Γεώργιος Παπάζογλης, ένας λοχαγός του ρωσικού πυροβολικού με καταγωγή από τη Σιάτιστα και φίλος του Γρηγορίου Ορλώφ. Οι ενέργειες του Παπάζογλη, σε συντονισμό με τα σχέδια της Αικατερίνης, τον οδήγησαν στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και τελικά στη Μάνη. Εκεί, οι Μαυρομιχαλαίοι και άλλοι πρόκριτοι τον υποδέχθηκαν ως απεσταλμένο της Ρωσίας, προσφέροντάς του φιλοξενία και ακούγοντας τις υποσχέσεις για βοήθεια. Ο Παπάζογλης μοίρασε δώρα, σπέρνοντας τον σπόρο της επανάστασης.
Ωστόσο, οι Μανιάτες, έχοντας πικρή πείρα από προηγούμενες αποτυχημένες εξεγέρσεις και τις αθέτητες υποσχέσεις ξένων δυνάμεων, ζήτησαν από τον Παπάζογλη απτές αποδείξεις της ρωσικής υποστήριξης, απαιτώντας την παρουσία ισχυρού στόλου στα παράλιά τους.
Βλέποντας την επιφυλακτικότητα των Μανιατών, ο Παπάζογλης αναχώρησε για την Καλαμάτα, αναζητώντας τη συνδρομή του ισχυρού προεστού Παναγιώτη Μπενάκη. Ο γηραιός πατριώτης Μπενάκης ενθουσιάστηκε με τα σχέδια και συγκάλεσε συνάντηση προεστών και οπλαρχηγών του Μοριά, όπου ο Παπάζογλης παρουσίασε τα σχέδια για την επανάσταση, διαβεβαιώνοντας ψευδώς ότι είχαν τη συγκατάθεση των Μανιατών. Οι παριστάμενοι, εμπιστευόμενοι τον Μπενάκη, υπέγραψαν πρωτόκολλο δεσμευόμενοι να στρατολογήσουν 100.000 άνδρες, υπό την προϋπόθεση της άφιξης ρωσικού στόλου.
Ένα αντίγραφο αυτού του πρωτοκόλλου εστάλη στην Αγία Πετρούπολη, πείθοντας τελικά την Αικατερίνη να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Τούρκων το 1768.
Η Έναρξη της Επανάστασης και ο Ηρωισμός των Μανιατών
Σε εκτέλεση των συμφωνιών, η Αικατερίνη έστειλε ρωσική μοίρα υπό τους αδελφούς Θεόδωρο και Αλέξιο Ορλώφ στο Οίτυλο. Η άφιξη του ρωσικού στόλου συνέπεσε με ένα τραγικό γεγονός που όξυνε την οργή των Μανιατών: μια ομάδα ανδρών και γυναικών από την Ανατολική Μάνη έπεσε σε ενέδρα και σφαγιάστηκε από τους Τούρκους κατά την επιστροφή τους από το παζάρι της Πάτρας.
Το αίσθημα της εκδίκησης, ίσως περισσότερο και από την άφιξη των Ρώσων, ώθησε τους Μανιάτες στην εξέγερση. Η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο, γνωστή πλέον ως τα Ορλωφικά του 1770.
Στην πρώτη γραμμή του αγώνα βρέθηκαν οι Μανιάτες, επιδεικνύοντας απαράμιλλο θάρρος. Όταν μια μεγάλη στρατιά Τουρκαλβανών στάλθηκε για να καταπνίξει την επανάσταση, οι Μανιάτες συγκεντρώθηκαν στον Αλμυρό για να προβάλουν σθεναρή αντίσταση, δίνοντας χρόνο στους υπό τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη (Σκυλογιάννη) να οργανώσουν την άμυνα.
Οι άνδρες του Σκυλογιάννη πολέμησαν γενναία για ώρες. Όταν τα πολεμοφόδια εξαντλήθηκαν, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν έξοδο με τα σπαθιά τους. Ο ίδιος ο Σκυλογιάννης, με 24 άνδρες του, οχυρώθηκε σε έναν πύργο (τον Μυλόπυργο), όπου πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση για δύο ημέρες, μέχρι που ο πύργος ανατινάχθηκε, θάβοντας τους ηρωικούς υπερασπιστές του.
Χαρακτηριστική της περηφάνειας των Μανιατών ήταν η στιχομυθία του Σκυλογιάννη με τον Ορλώφ, όπου ο πρώτος, κατηγορώντας τον Ρώσο ναύαρχο για την επικείμενη εγκατάλειψη, του απάντησε με παρρησία: «Εμείς οι Μανιάτες έχουμε κερδίσει την ελευθερία μας με το σπαθί μας, ενώ εσύ είσαι δούλος μιας γυναικός!».
Μετά την πτώση του Μυλόπυργου, οι Τουρκαλβανοί κινήθηκαν προς τον Αλμυρό. Τότε, σήμανε συναγερμός σε όλη τη Μάνη. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατέφυγαν στα βουνά, ενώ οι Μανιάτες πολεμιστές, μαζί με πολλές γυναίκες, οχυρώθηκαν στη θέση Πόρος. Μια σκοτεινή νύχτα, ορμώμενοι με γυμνά σπαθιά, επιτέθηκαν στους Τουρκαλβανούς στον Αλμυρό, προκαλώντας τους τρομακτικές απώλειες.
Ενθαρρυμένοι από την επιτυχία τους, οι Μανιάτες, μαζί με άλλους Μωραΐτες που είχαν καταφύγει στη Μάνη, επιτέθηκαν στον Μυστρά, μια σημαντική τουρκική βάση, τον οποίο και ανάγκασαν να παραδοθεί. Ωστόσο, κατά την έξοδο των Τούρκων, το εξαγριωμένο πλήθος, σε μια πράξη εκδίκησης για τις ωμότητες των Τουρκαλβανών, τους κατέσφαξε. Μόνο η παρέμβαση του επισκόπου της περιοχής απέτρεψε μια μεγαλύτερη τραγωδία, πείθοντας τους Μανιάτες να σεβαστούν τον ιερό χώρο μιας εκκλησίας όπου είχαν καταφύγει κάποιοι Τούρκοι.
Η ήττα της τουρκικής στρατιάς εξόργισε τον Τούρκο αρχιστράτηγο του Μοριά, Χατζή Οσμάν, ο οποίος συγκέντρωσε νέα, ισχυρότερη δύναμη και επιτέθηκε στην Ανατολική Μάνη, καταλαμβάνοντας αρκετά πεδινά χωριά και το Γύθειο. Στην προσπάθειά του να προελάσει στην ενδοχώρα, συνάντησε τη λυσσαλέα αντίσταση της οικογένειας Καλκανδή, τα μέλη της οποίας οχυρώθηκαν στον πύργο τους και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους Τούρκους για δώδεκα ημέρες. Τελικά, οι Τούρκοι ανατίναξαν τον πύργο, θάβοντας τους ηρωικούς αμυνόμενους. Η θυσία των Καλκανδήδων όμως έδωσε πολύτιμο χρόνο στους υπόλοιπους Μανιάτες να οργανωθούν.
Όταν ο Χατζή Οσμάν αντιλήφθηκε ότι η Μάνη δεν ήταν εύκολη λεία, προσπάθησε να διαπραγματευτεί. Οι Μανιάτες, καχύποπτοι, έστειλαν τρεις υπερήλικες ως αντιπροσώπους τους. Οι περήφανες απαντήσεις τους εξόργισαν τον Τούρκο στρατηγό, ο οποίος διέταξε την εκτέλεσή τους. Αυτή η άνανδρη πράξη προκάλεσε νέα, ανεξέλεγκτη οργή στους Μανιάτες. Την ίδια νύκτα, επιτέθηκαν με λύσσα στην τουρκική στρατιά, αφού πρώτα κατέλαβαν όλα τα σημεία υποχώρησης, και την αποδεκάτισαν, σκοτώνοντας και τον ίδιο τον Χατζή Οσμάν.
Η νίκη αυτή εξασφάλισε μια μακροχρόνια ειρήνη για τη Μάνη. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Μανιάτες έδειξαν μεγαλείο ψυχής, περιθάλποντας τους αιχμαλώτους Τούρκους και αφήνοντάς τους ελεύθερους χωρίς ανταλλάγματα.
Η Αντίσταση των Κλεφτών και ο Τραγικός τους Θάνατος
Μετά την εξόντωση των Τουρκαλβανών, ο Τούρκος Ναύαρχος Τζελαϊδήν, με το πρόσχημα της εδραίωσης της τάξης, απαίτησε την παράδοση των όπλων και από τους κλέφτες που είχαν συνεργαστεί μαζί του. Όμως, οι σκληροτράχηλοι καπεταναίοι, Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Παναγιώταρος Βενετσανάκης, όχι μόνο αρνήθηκαν, αλλά ανέβηκαν με τους άνδρες τους στον Ταΰγετο και από εκεί πραγματοποιούσαν επιδρομές εναντίον των Τούρκων.
Ο Τούρκος Ναύαρχος εξαπέλυσε μια συστηματική εκστρατεία εναντίον τους. Οι δύο καπεταναίοι, απομονωμένοι, αναγκάστηκαν να κλειστούν με τους παλικαράδες τους σε δύο πύργους της Καστάνιας, όπου αμύνθηκαν λυσσαλέα για δώδεκα μερόνυχτα. Την δωδέκατη νύχτα, όταν τελείωσαν τα πολεμοφόδιά τους, επιχείρησαν να διαφύγουν προς τις κορυφές του Ταΰγετου, αλλά οι πολιορκητές ήταν πολλοί και δεν κατάφεραν να σωθούν. Μαζί με τους δύο γενναίους καπεταναίους σκοτώθηκαν και οι περισσότεροι άνδρες τους. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο πατέρας του Παναγιώταρου, ο οποίος υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο, γλίτωσε η γυναίκα του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη με δύο από τα έξι παιδιά της, ένα κορίτσι και ένα αγόρι – το αγόρι αυτό ήταν ο μετέπειτα θρυλικός Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Η Προδοσία και οι Αντίποινα για τον Έξαρχο Γρηγοράκη
Μετά την εξόντωση των κλεφτών της Καστάνιας, ο Χασάν Τζελαϊδή επεδίωξε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη τη Μάνη και ιδιαίτερα ήθελε να εξοντώσει τον ισχυρό οπλαρχηγό Έξαρχο Γρηγοράκη. Γνωρίζοντας όμως ότι οι Μανιάτες δεν υποτάσσονται με τη βία, ο πανούργος Τούρκος πασάς επέλεξε την οδό της δολιότητας.
Προσκάλεσε τον Έξαρχο Γρηγοράκη στον Μυστρά για μια φιλική επίσκεψη. Ο γενναίος οπλαρχηγός, παρά τις προειδοποιήσεις των οικείων και φίλων του που υποψιάζονταν τις κακές προθέσεις του Χασάν, αποφάσισε να πάει, θεωρώντας προσβλητικό να δείξει φόβο. Μαζί με τρεις έμπιστους συντρόφους του, έφτασε στον Μυστρά, όπου έτυχε θερμής υποδοχής και ιδιαίτερης περιποίησης από τον Χασάν, ο οποίος στη συνέχεια τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει στην Τρίπολη για καλύτερη φιλοξενία.
Ο Έξαρχος, χωρίς να υποψιαστεί την παγίδα, ακολούθησε τον Χασάν στην Τρίπολη, όπου τις δύο πρώτες ημέρες φιλοξενήθηκε με τιμές. Όμως, την τρίτη ημέρα, ο δόλιος πασάς διέταξε τη σύλληψη του Έξαρχου και των συντρόφων του, οι οποίοι, αφού βασανίστηκαν απάνθρωπα, απαγχονίστηκαν.
Όταν το φρικτό αυτό έγκλημα έγινε γνωστό στη Μάνη (ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα του 1780), προκάλεσε ανεξέλεγκτη οργή στους Μανιάτες, που ζητούσαν άμεση εκδίκηση. Την ημέρα του Πάσχα του 1780, τελέστηκε πάνδημο μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες στο χωριό Σκουτάρι, και οι Μανιάτισσες μοιρολογίστρες θρηνούσαν και απαιτούσαν δικαίωση για το αίμα τους.
Η εκρηκτική ατμόσφαιρα εκδίκησης στο Σκουτάρι ξεσήκωσε τους περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλους Μανιάτες που παρευρίσκονταν στο μνημόσυνο. Την επόμενη ημέρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, ορμώμενοι με επικεφαλής την εικόνα της Αναστάσεως και τα λάβαρα της εκκλησίας, επιτέθηκαν με ορμή στην τουρκική φρουρά του Κάστρου του Πασσαβά, όπου είχαν καταφύγει και πολλοί άλλοι Τούρκοι από την γύρω περιοχή.
Η ακατάσχετη ορμητικότητα των Μανιατών διέρρηξε τις πύλες του κάστρου, και ακολούθησε μια ανθρωποσφαγή. Περίπου χίλιοι Τούρκοι, ανάμεσά τους γυναικόπαιδα και γέροντες, έπεσαν θύματα της εκδίκησης. Παρόλο που η πράξη αυτή δεν τιμά τους γενναίους Μανιάτες, η ψυχική ορμή που τους είχε προκαλέσει το αποτρόπαιο έγκλημα του Χασάν στην Τρίπολη αποτελεί ένα ιστορικό ελαφρυντικό.
Μάλιστα, υπάρχει και ένα σχετικό μοιρολόι για τον Έξαρχο Γρηγοράκη:
«Χτυπούν καμπάνες λυπηρά σ’ όλα της Μάνης τα χωριά και οι Μανιάτες ερωτούν: Για ποιόνε τάχατες κτυπούν; Κι’ ένα γεράκι από ψηλά έσκουξε και τους απαντά: Οι Τούρκοι στην Τριπολιτσά σκοτώσασι με μπαμπεσιά τον Έξαρχο, τον αρχηγό, του Γρηγοράκη τον υγιό!»
Η Κληρονομιά

Ωστόσο, η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη, ίσως με τύψεις για την εγκατάλειψη των επαναστατημένων, φρόντισε να συμπεριληφθούν στη συνθήκη ευνοϊκοί όροι για τους Έλληνες, οι οποίοι ίσως συνέβαλαν στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Η Μεγάλη Αικατερίνη, αυτοκράτειρα της Ρωσίας,( αν και είχαν ακουστεί πολλά για τις εξωσυζυγικές σχέσεις της 11 τον αριθμό) , πέθανε από εγκεφαλικό στο κρεβάτι της το 1796, σε ηλικία 67 ετών ήταν στην τουαλέτα όταν σωριάστηκε λόγω του εγκεφαλικού, όμως μεταφέρθηκε στο κρεβάτι της και εκεί τη φρόντισαν μέχρι που πέθανε….
Από αυτή την ταραγμένη περίοδο αναδείχθηκαν ιστορίες ηρωισμού, όπως αυτές των Μανιατών στον Αλμυρό, στον Μυλόπυργο και αλλού. Επιπλέον, τα Ορλωφικά συνδέονται απροσδόκητα με την ιστορία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η οικογένεια Κρεββατά από τον Μυστρά, μετά τις διώξεις, κατέφυγε στην Κρήτη, όπου το όνομα Βενιζέλος επικράτησε. Ο ίδιος ο Εθνάρχης, το 1932-33, εξέφρασε την περηφάνια του για το λακωνικό και κρητικό αίμα που έρεε στις φλέβες του, αναγνωρίζοντας τη δύναμη της ένωσης των Κρητών και των Μανιατών για την Ελλάδα.
Τα Ορλωφικά του 1770, αν και κατέληξαν σε αποτυχία, ανέδειξαν την ακατάβλητη ψυχή των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Μανιατών. Ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση και το αίσθημα της ελευθερίας που επέδειξαν σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο αποτελούν φωτεινό παράδειγμα για τις επόμενες γενιές και μια αδιάψευστη μαρτυρία του διαχρονικού αγώνα του ελληνικού έθνους για ανεξαρτησία.
Κείμενο: Όμορφη Μάνη Φωτο Ίντερνετ
Ιστορικές πηγές “Η Θρυλική Μάνη” Πάνος Ι. Καλλιδώνης 1981