Στην καρδιά του Μοριά, στα χρόνια που η σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απλωνόταν βαριά, ένας άνδρας έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία. Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, γεννημένος γύρω στο 1745, δεν ήταν απλώς ο πατέρας του θρυλικού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αλλά και ένας φλογερός αρματολός, μια εμβληματική μορφή του προεπαναστατικού αγώνα.
Λέγεται πως ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχροινός και αστραπιαία γρήγορος. Στα νιάτα του, η τόλμη και η ευφυΐα του δεν άργησαν να γίνουν αντιληπτές, με αποτέλεσμα ο Χαλήλ μπέης να τον διορίσει αρματολό της Κορίνθου. Εκεί, για τέσσερα χρόνια, ο Κωνσταντής όχι μόνο εδραίωσε την παρουσία του, αλλά συνδέθηκε στενά με τις ισχυρές οικογένειες των Πετιμεζαίων, αποκτώντας αξιοσημείωτη δύναμη και φτάνοντας στο σημείο να επηρεάζει ακόμα και τους διορισμούς των πασάδων της Πελοποννήσου.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια στην Κόρινθο, άρχισε να σιγοκαίει στην ψυχή του ένα μεγάλο όραμα: η απελευθέρωση της Πελοποννήσου από τον τουρκικό ζυγό. Αυτός ο πόθος τον οδήγησε να γίνει βλάμης, συντροφεύοντας τον περίφημο κλέφτη του Ταϋγέτου, τον Παναγιώταρο. Το 1762, αφήνοντας πίσω το αρματολίκι, ανέβηκαν μαζί στον επιβλητικό Ταΰγετο και έχτισαν έναν πύργο στην Καστάνιτσα της Μάνης, πλάι σε δύο λιτά χαμόσπιτα. Από αυτό το ορμητήριο ξεκινούσαν αστραπιαίες και καταστροφικές επιδρομές εναντίον των Τούρκων, σπέρνοντας τον φόβο στις τάξεις τους.
Όταν το 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, ο Κωνσταντής τάχθηκε αμέσως στο πλευρό των επαναστατών, επιδεικνύοντας απαράμιλλη ανδρεία. Στις μάχες που ακολούθησαν, η οικογένειά του πλήρωσε βαρύ τίμημα: δύο αδελφοί του έπεσαν στο πεδίο της μάχης, και ο πατέρας του βρήκε φρικτό θάνατο από τους Τούρκους. Παρά τις απώλειες, ο Κωνσταντής συνέχισε να πολεμά τους Τούρκους σε όλη την Πελοπόννησο, προκαλώντας τους μεγάλες ζημιές.

Η φήμη του έφτασε στα πέρατα του Μοριά. Κάποτε, στήνοντας ενέδρα στη γέφυρα του Μπίρμπαγα στην Κατσάνα, κατάφερε με μόλις 36 παλικάρια του να εξοντώσει τον Μπεκιάρη, τον πιο γενναίο και αιμοδιψή αρχηγό των Αλβανών. Μια άλλη φορά, κοντά στην Ανδρούσα, έπληξε θανάσιμα έναν άλλον γενναίο Αλβανό οπλαρχηγό, τον Βέιζο, μαζί με 24 άνδρες του. Οι πράξεις του αυτές ενθάρρυναν τους Έλληνες να πάρουν τα βουνά, με αποτέλεσμα χιλιάδες να γίνουν κλέφτες.
Μετά την αντιμετώπιση των Αλβανών που είχαν κατακλύσει την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, όπου ο Κολοκοτρώνης με τρεις χιλιάδες παλικάρια αντιμετώπισε δώδεκα χιλιάδες Αλβανούς και τους κατατρόπωσε, το όνομά του έγινε σύμβολο ελπίδας για όλο τον Ελληνισμό.
Ωστόσο, το μίσος των Τούρκων ήταν βαθύ. Ο Χασάν Τσεζάερλης, παρότι ο Κωνσταντής τον είχε βοηθήσει αποφασιστικά στην εκστρατεία του κατά των Αλβανών, δεν του συγχώρεσε ποτέ την “περιφρόνηση” του να μην τον “προσκυνήσει”. Έτσι, μαζί με τον μεγάλο δραγουμάνο του στόλου, τον Μαυρογένη, συγκέντρωσαν καράβια και δεκατέσσερις χιλιάδες στρατό και έφτασαν στο Γύθειο με σκοπό να τον συλλάβουν.
Ο Κωνσταντής και ο πιστός του βλάμης, ο Παναγιώταρος, πολέμησαν γενναία στην πολιορκία της Καστανίτσας. Δυστυχώς, ο Παναγιώταρος έπεσε στα χέρια των εχθρών, οι οποίοι τον κατακρεούργησαν. Ο Κωνσταντής τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα σπαθί. Ετοιμοθάνατο και με υψηλό πυρετό, τον βρήκαν εφτά Μπαρδουνιώτες και τον αποτελείωσαν. Πέταξαν το κεφάλι του σε μια τρύπα και το σώμα του στον γκρεμό ανάμεσα στα χωριά Άρνα και Κοτσατίνα της Λακωνίας.
Παρόλα αυτά, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Το σώμα του, διατηρημένο από τις χαμηλές θερμοκρασίες, εντοπίστηκε και τάφηκε στη Μηλιά της Μάνης, στον συνοικισμό Κυβέλεια, όπου ο τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα, σιωπηλός μάρτυρας της θυσίας ενός άνδρα που έζησε και πέθανε για την ελευθερία.
Κείμενο-Φωτό : Όμορφη Μάνη
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από τον τάφο του Κωνσταντή που βρίσκεται στον συνοικισμό Κυβέλεια στην Μάνη.