Ο Γιώργης ὁ Μαυρομιχάλης, μπαίνοντας ἀπό τό τυροκομείο στο σπίτι, ἅρπαξε ένα σκαμνί κι’ έκατσε κοντά στο σοφρά πού τοῦχε στρωμένον ή μάνα του.
«Ν’ ἀνάψω τό φῶς;» τόν ρώτησε κείνη. «Σκοτίδιασε.»
Δὲν τῆς ἀποκρίθη. ‘Αλλά ή μάνα ἤξερε τά χούγια τοῦ γιού της. “Αμα δέν τῆς ἀποκρινόταν τῆς ἔδινε τή συγκατάθεση. Έτσι κι’ ὁ πατέρας του, ἔτσι κι ̓ ὁ πάππος του, δέν τὄχαν εὔκολο τό «ναι», σά νά ντρεπόντανε, ἀπό περηφάνεια.
Άγγιξε μέ τήν ἄκρη τοῦ μαύρου τσεμπεροῦ τό βλέφαρό της, ὅπως ἔκανε πάντα, σά νά δάκρυζε, κάθε φορά πού θυμότανε τους πεθαμένους, τούς ἀραχνιασμένους ἀνθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, ἄναψε το λυχνάρι, τό γέμισε λάδι μέ τό ρογί καί τοῦ τόφερε. Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, τό ἀμπάρι πού ἦταν γεμάτο λούπινα και καρπό, τήν κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη μέ τῆς ἄγριες μουστάκες του.
Η μάνα έβαλε το ψωμί, τό φαί, τό σκαμνί τό δικό της. Κι’ ἀρχίσανε να τρώνε δίχως να μιλοῦν. “Αξαφνα ὁ Γιώργης χτύπησε τη γροθιά του πάνου στο σοφρά.
«Δε μπορῶ νά καταλάβω,» εἶπε μέ θυμό, «ποιός βρῆκε τό κουράγιο να μπεῖ στο τυροκομείο τό δικό μου! Γιά νά κλέψει τυρί. Και δεν είναι γιά τό τυρί. Τυρί ἔχουμε, ἀπ’ ὅλα ἔχομε μπερκέτι βέρσι. Δεν το σηκώνω ὅμως νά μέ κλέβουνε.»
Γύρισε στη γριά και τη ρώτησε: «Ποιός νάναι;»
«Σάματις ξέρω κι’ ἐγώ…»
«Ἀπό πότε κλέβουνε;»
«Πάνε δυό μέρες. Και καρτέραγα να γυρίσεις για να σοῦ τό πῶ.»
Ὁ ἄντρας ἀνασηκώθηκε.
«Δωμέσα μπαίνει ἄνθρωπος ξένος,» φώναξε ἀπότομα, φοβεριστά. «’Αλλά ποῦ θά μου πάει; Θά τόν πιάσω κι’ ἄς εἶναι και βρυκόλακας!»
Οι δαχτυλάρες τοῦ Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σά νάδραξαν, σά νάσφιξαν ἀνθρώπινο σβέρκο. Σε λίγο μέρεψε, ἡσύχασε. Μάνα και γυιός ξανάρχισαν να τρώνε, νὰ μιλᾶνε τρώγοντας. Είπανε γιά ένα βασιλικό καράβι ἐγγλέζικο θάτανε ποὖχε περάσει ανοιχτά από τόν Κάβο Γκρόσσο. Οι Μεσομανιάτες δέ χορταίνανε νά τ’ ἀγναντεύουν, ὥσπου σκαπέτησε, χάθηκε στο πέλαγο. Στο Μέζαπο μάλιστα κουβεντιάστηκε καί τό ρεσάλτο. Εἶπαν να ριχτούνε τοῦ ξένου καραβιοῦ καί νά τό κουρσέψουνε. ‘Αλλά μετανοιώσανε κατόπιν.
«Δε θἄχανε μπρατσέρα γιά κούρσο,» εἶπε χαμογελώντας ή μάνα, πού τάξερε αὐτά ἀπό τά παλιά χρόνια, από τα νιάτα της.
Κι’ ἀναθυμήθηκε τά τραγούδια τοῦ φόβου, ὅπως τόν ἔνιωθαν τότε οἱ καπεταναίοι τῶν ξένων καραβιών, κάθε φορά πού ζυγώνανε τά βράχια της Μάνης:
$$\text{Κι’ ἀπό τόν Κάβο Γκρόσσο Σαράντα κι ̓ ἄλλο τόσο}$$
Είπανε ύστερα γιά τόν ‘Αναστάση καί γιά τό γιό του, πού ὁ πρῶτος χτυπήθηκε βαριά στο κεφάλι κι’ ό δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ὁ Τρικούτελος, ἀπό τή Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στρατζά. Να κάψουν τα μπαρούτια της.
Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας τό μελαψό της πρόσωπο κατά την ‘Ανατολή. Μάνα και γιός σωπάσανε λίγο.
«Ας είν’ καλά ή Μάνη!» εἶπε ὁ γιός ἀκουμπόντας ἀπάνου στο καρβέλι τή χερούκλα του, σά νάπαιρνε ὅρκο. «Ας είν’ καλά οι πέτρες, τά κοτρώνια τῆς Μάνης. Καί τά στρίγκλολάγκαδα, ἀκοῦς γριά; Αὐτά νάναι καλά. Καί νά βρίσκομε μπαρουτόβολο γιά τίς μπάλλες. Και λίγη ξεροκαυκάλα γιά φαί. Τίποτ’ ἄλλο δέν θέλομε. Κι ̓ ἀπό τόν Πενταδαχτυλιᾶ καί δῶ Τοῦρκος δέ θά μαγαρίσει μέ τό πόδι του τό χώμα μας, ὅπως δέν τό μαγάρισε ὥς τώρα. Στο λέω γώ!»
Η μάνα μαζεύτηκε, ἀκούγοντάς τον.
Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ἤτανε ψηλός τό κεφάλι του σά ν’ ἀκούμπησε στην τράβα τῆς σκεπῆς, στο δοκάρι.
«Ταχιά,» τῆς εἶπε βγαίνοντας ἀπό τήν πόρτα, «θά μείνω γώ στο σπίτι καί θά πᾶς ἐσύ μέ τό κοπάδι στο βουνό. Τον κλέφτη πὄρχεται καί παίρνει το τυρί πρέπει νά τόν πιάσω.»
«Ὅπως θέλεις, γιέ μου,» ψιθύρισε ή μάνα του. «Ἐσ’ εἶσ’ ὁ κάπος.»
Ήταν καλοκαίρι κι ̓ ὁ Γιώργης ό Μαυρομιχάλης πήγε καί ξάπλωσε στο λιακό, κεί πού ξεραίνανε τά σύκα. “Ολα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, ὅπως κάνουν τά δέντρα τη νύχτα, ὅπως κάνουν τά νερά. Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ὁ θαλασσινός ἀπό τά Μοθωκόρωνα, ὁ στεριανός από τη μεριά τοῦ λαγκαδιού, ανάμεσα Κάστρο Κελεφάς και Βοίτυλο, κεί πού κοιμᾶται ὁ Κάκαβος μέ τά φλουριά γεμάτος. Τό φεγγάρι έλαμπε ἁπάνω ἀπό τήν Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, ἀπό τό Σαγγιά ὡς τή Μέσα Μάνη, ὡς ἐκεῖ πού ή στερνή πέτρινη καταβολάδα τοῦ Ταΰγετου πέφτει στ’ άρμυρό νερό, χωρίζοντας το Μαρινάρι μέ τό Πόρτο Κάγιο.
Στο πεζούλι τα μικρά παιδιά ἀπό τά γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακολουθούσανε, καθώς γινότανε πάντα τη νύχτα με το φεγάρι, τη γριά Μαυρομιχάλαινα.
«Πές μας, κυρά, γιά τη χουρμαδιά και τις νεράϊδες. Πῶς τ’ ἄκουσες; Ποῦ ἦταν ἡ βάρκα;»
«Νά, καρσί μας ήτανε. Εκεί πού πάει να στρίψει ὁ δρόμος του Λιμενιού για ν’ ἀγναντέψει το Καραβοστάσι. Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι ἐζοῦσ’ ἕνας καλόγερας. Καί κατέβαινε πότε πότε τη νύχτα στη θάλασσα να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ἦρθαν οι νεράιδες καί τόν πήρανε.»
«Ἀπό πού ἦρθαν κυρά;»
«Ἀπό τά μέρη τῆς Μπαρμπαριᾶς, ἀποκεῖ ἔρχονται στον τόπο μας οἱ νεράϊδες.»
«Κι’ ήταν πολλές;»
«Τρεῖς, ή μιά καλλίτερη ἀπό τήν ἄλλη. Λουσοχτενισμένες κι’ οι τρεῖς, λιγνές, μέ τά χρυσά τους πασουμάκια και μέ τίς ἄσπρες μπαμπακέλες τους. Η καθεμιά κρατούσε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο.»
«Με δυό κεφάλια, κυρά;»
«Με δυό κεφάλια.»
«Καί κόκκινο;»
«Κόκκινο, μπουγαζί, τοῦ ̓Οξαποδώ, τοῦ Τρισκατάρατου. Καί τόν καλόγερο τί τόν κάμανε κυρά; Τοῦ πῆραν τή φωνή του;»
«Ὄχι, τίποτε δέν τοῦ κάμανε. Μιά εἶπε νά τόν σηκώσουν ἀπό τίς ἁμασκάλες καί νά τόν ρίξουν στο γιαλό. ‘Αλλά οι δυό ἄλλες τόν λυπήθηκαν. Ελυσαν τό παλαμάρι κι ἀρμένισαν στ’ ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω γιά τήν Καραβόπετρα κι’ ἔπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν ἔξω ἀπό τό Βενέτικο κι’ ἔβαλαν πλώρη γιά τό κανάλι τῆς Μάλτας.»
«Καί τί κάνουν οι νεράιδες, κυρά;»
«Η μιά ή πιό μεγάλη έπαιζε μέ τό λαβοῦτο της κι’ οι ἄλλες δυό, οι πιο μικρές, χορεύανε και τραγουδούσαν. Ὥσπου φάνηκε τ’ ἄστρι πού διώχνει τα στοιχειά, ὁ ̓Απμερινός. Και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα. Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και χάθηκαν με τα περιστέρια τους, καπνός.»
«Κι’ ο καλόγερος;»
«Έστριψε τα μάτια του και νόμισε πώς τάειδε ὅλα στ’ όνειρό του. ‘Αλλά μέσα στη βάρκα βρήκε κόκκινα πούπουλα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι. Τρόμαξε. Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. ‘Απ’ αυτό το κουκούτσι βγήκε ὁ χουρμᾶς που βλέπομε στον τόπο μας χρόνια.»
«Ὁ πάπος μου,» λέει ένας μικρός, «ἔχει ἀκουστά πώς ἦρθαν κάποτε κουρσάροι στα βράχια μας. Κι’ εἶχαν κουρμάδες μαζί τους. Κι’ ἕνα ἀπό τά κουκούτσια π’ ἀφήσανε στο κολατσιό του, φύτρωσε, ψήλωσε, ἔγινε ὁ χουρμᾶς τοῦ Λιμενιού.»
«Τά ξέρω,» εἶπε η Μαυρομιχάλαινα. «Κουρσάροι ἦρθανε πολλές βολές στον τόπο μας ἀπό τή Μπαρμπαριά. ‘Αλλά το χουρμᾶ τόν ἔφεραν οἱ νεράϊδες.»
Ο Γιώργης ὁ Μαυρομιχάλης δεν πήγε μέ τό κοπάδι τ’ ἄλλο πρωί, ἔστειλε τή μάνα του. Κι’ ἐκεῖνος ἔμεινε να φυλάει καραούλι γιά νά πιάσει τόν κλέφτη τοῦ μαντριού. Τίποτε δέν φαινότανε κι’ ὅπως ἡ ὥρα προχωρούσε γλέρωθηκε στη θέση του.
Ξαφνικά ἄκουσε πατήματα ανάμεσα στα βράχια. Μέ τό δεξί του χέρι ἔπιασε τήν πιστόλα, το γαργάλι της, καί περίμενε νά δεί. ‘Αλλά τό χέρι του πάγωσε, γιατί δέν ἦταν ἄνθρωπος αὐτό πού πρόβαλε σε λίγο. Ήταν νεράϊδα. Ταμπουρώθηκε κάπου καί μέ τό μάτι περίμενε να δεί πιο καλά. Η νεράϊδα πέρασε από μπροστά του κι’ ἀντί νά τοῦ πάρει τη λαλιά, τοῦ χαμογέλασε. Κι’ ὁ ἄντρας, μέ τό αἷμα του, μέ τά ψαχνά του, μέ τό μεδούλι του, κατάλαβε πώς ἦταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα. Τη σήκωσε καί τήν ἀπόθεσε στο σπίτι του. Δεν ήξερε νά τοῦ μιλάει, παρά μόνο νά τοῦ χαμογελά. Κι’ ὁ Μαυρομιχάλης τίποτ’ ἄλλο δέν ἤθελε γιά νά τήν κάμει δικιά του.
Αὐτή ἡ νέα γυναίκα, πὅμοιαζε με μαλαματόβεργα, ἀνέβαινε ἀπό τά βράχια στο τυροκομείο κι’ έκλεβε τό τυρί. Δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο γιά νά ζήσει.
Την πήρε γυναίκα του, έκαμε μαζί της πολλά παιδιά. Κι’ ἡ «Νεράιδα» τοῦ Γιώργη του Μαυρομιχάλη, ὅπως τή λέγανε σ’ ὅλα τά χωριά, ρίζωσε, γίνηκε Μανιάτισσα.
Λένε πώς ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκίπισσα από τη Φραγκιά, πού επειδή έπεσε σε κρίμα έδωσε διάτα ὁ πατέρας της να τη σκοτώσουνε. ‘Αλλά ή μάνα της πού τήν πονοῦσε, δεν άφησε να γίνει το κακό. Την έβαλε σ’ ένα καράβι κι’ εἶπε στον καπετάνιο νά τήν ἀφήσει στό πιό γυμνό, στο πιό ξερό, στο πιό έρημο μέρος πού ὑπάρχει στη Μεσόγειο. Κι’ ἐκεῖνος τήν ἄφησε στα βράχια της Μάνης.
Ύστερα από χρόνια ὁ πατέρας της πεθαίνοντας ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί σκότωσε την κόρη του. ‘Αλλά ή μητέρα τόν ξαλάφρωσε μέ τό μυστικό της, τοῦ εἶπε πώς τήν ἔστειλε μέ καράβι μακρυά, ἀπό κείνα τα χρόνια. Τήν ἀναζητήσανε, ἔστειλαν νέο καράβι στη Μάνη κι ὅταν τη βρήκανε τῆς εἶπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της πού τήν εἶχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι’ αὐτός.
Τοῦ τήν ἔστειλε αλλά δέ γύρισε, δέ θέλησε να γυρίσει στον τόπο της, γιατί εἶχε πιά δεθεῖ μέ τόν τόπο τοῦ ἀντρός της. Σ’ αὐτή τη γυναίκα, στο αἷμα αὐτῆς τῆς γυναίκας, λένε πώς χρωστοῦν οἱ Μαυρομιχαλαίοι τήν ὀμορφιά τῆς ράτσας τους.
Αυτή την όμορφη ιστορία μπορούμε να την διαβάσουμε στο βιβλίο του Γεωργίου Φτέρη ” Μάνη Πατρίδα μου σε εκδόσεις Ερμής.