Κάπου στο ΟίτυλοΚάπου στο Οίτυλο

Η θεία – Βασιλού, περίπου 75 ετών, μούλεγε πάνω στο Σαγγιά (το βουνό – προέκταση του Ταϋγέτου, ως το Ταίναρο) – σε μια θρησκευτική γιορτή – πως εγέννησε μόνη «τα δύο παιδία της» (τα αγόρια δηλαδή) στο οικογενειακό καλύβι τους στο βουνό! Κατάμονη κατάφερε όσα καταφέρνουν με τα χίλια ζόρια σήμερα οι νέες γυναίκες – με τα πολυτελή μαιευτήρια, τους γιατρούς και τις μαίες! Μάλιστα την προηγούμενη της μιας γέννας της είχε ανέβει στο βουνό ζαλωμένη (=φορτωμένη) τρόφιμα (καρβέλια ψωμί κ.ά.) σε μια ανηφόρα που σε πιάνει δέος μόνο να την κυττάζεις…

Θυμήθηκα με την διήγησή της, μια άλλη παλιά Μανιάτισσα, «εγέννου τα παιδιά μου (Σημ. έχει εφτά παιδιά) τόσο εύκολα που κάλλια (= καλύτερα) να είχα να κάνου ένα παιδί παρά… να ζαλωθού ένα γουμάρι ξύλα»!

(Αφιερώνουμε τις απόψεις αυτές στις νέες μητέρες και στα νέα ζευγάρια, που αντιμετωπίζουν την εγκυμοσύνη περίπου ως… 9μηνη αρρώστια της γυναίκας – την στιγμή μάλιστα που η Πατρίδα μας αργοσβήνει κάτω από το βάρος της υπογεννητικότητας).

 

Λάδι ή… κρασί;
Στο καφενείο του χωριού και η συζήτηση έχει ανάψει (επί παντός…). Στην παρέα και ο μπάρμπα – Καλαπόθος που τα τσούζει άγρια (πίνει πολύ δηλαδή, αλκοολούχα ποτά), δοθείσης ευκαιρίας. Ένας όψιμος καφενόβιος, τόνε ρωτά:

– Λω μπάρμπα – Καλαπόθο (το «λω» από πανάρχαια έκφραση που σημαίνει «καλέ» κι ακούγεται κυρίως στα χωριά της ανατολικής Μάνης) δε μας λες ποιο είναι πιο καλό το λάδι ή το κρασί; Κι εκείνος αμέσως:
– Εγώ θα ζε ρωτήσου αλλιώτικα ρε Γιώργη:

Άμα έρθει ένας ξένος στο χωριό μας τι θα του πεις, έλα στο σπίτι να ζε κεράσου ένα ποτήρι… λάδι;

Ο χασάπης και τ’ αρνιά
Στο καφενείο του χωριού πάλι, εμπήκε φουριόζος ένας 30άρης, ο Κούλης (Κυριάκος ή Δρακούλης) και βλέποντας στην άκρη τον 90χρονο παππού – Μήτσο θέλησε να τον πειράξει:

– Πάππο, επέθανε ο συνομήλικός σου, ο μπάρμπα Κώστας από το διπλανό χωριό. Καλό θα ‘ναι λοιπόν… να ‘τοιμάζεσαι και του λόγου σου! Ο γέροντας που τα ‘χε τετρακόσια κι είχε δει στη ζωή του πολλά καθόλου δεν ταράχτηκε, γύρισε ήσυχα στον νεαρό και του την… άναψε:
– Άκουσε έγγονα, στο χασάπη εκτός από γεροκριάρια και παλιοπροβατίνες πάνε και… αρνιά!

 

READ  Μαγευτικό Μέζαπο Μάνης: Πειρατές, Ιστορία και Παραλίες

Κόκκαλο ο Γιώργης κι όλοι οι παριστάμενοι…

Τα 120 χρόνια
Είχε ξεχάσει πόσα ήταν τα χρόνια στην πλάτη του ο μπάρμπα Νέστορας μα το μυαλό του ήταν ξουράφι και το κέφι του αμείωτο. Περνώντας ποδαρόδρομο από ένα χωριό συνάντησε κάποιον γνωστό του:

– Τι κάνεις ορέ Σταύρο, ζωντανός… είσαι ακόμα;
– Μα τι λες Νέστορα, του είπε εκείνος, εσύ είσαι πολύ μεγαλύτερός μου…
– Άσε με μένα, εγώ θα ζήσου 120 χρόνια… Ο άλλος τον καλοκύτταξε απ’ την κορφή στα νύχια είδε το κακό χάλι του και του ‘πε:
– Πολύ φοβάμαι ότι έχουν περάσει τα… 119!

 

Λένε για μας…
Τελειώνοντας για τώρα, να πούμε τρεις παροιμιώδεις φράσεις που ακούγονται από τους άλλους Έλληνες για τη Μάνη και τους Μανιάτες:

Η πρώτη γνωστή: «Μανιάτης κι αν (ε)δοξαστεί… σκατένια δόξα θάχει» (δηλαδή ένας Μανιάτης που θα γίνει μεγάλος και τρανός δεν θα ‘ναι αληθινή και πραγματική η εικόνα που δείχνει προς τα «έξω»!). Σίγουρα αυτοί που τη σκάρωσαν δεν πρέπει να μας… αγαπάνε πολύ!

Η δεύτερη: «Δεν γίνεται Μανιάτης τραγουδιστής και Χιώτης παλικάρι» (δηλαδή ο Μανιάτης δεν φημίζεται για την…καλλιφωνία του, όπως και οι Χιώτες για την ανδρειωσύνη και την παλικαριά τους!).

Και η τρίτη: «Πάρε Ηπειρώτη άνδρα και Μανιάτισσα γυναίκα» (δηλαδή οι δύο αυτοί τύποι φημίζονται για την αφοσίωσή τους στην οικογένεια και το πνεύμα οικονομίας και σύνεσης, με το οποίο «κυβερνούν» τα σπιτικά τους).

 

Για φαντάσου…
Μόλις είχε γίνει η πρώτη διάνοιξη του δρόμου που έφτανε στο μανιάτικο χωριό της ιστορίας μας και μια γριά Μανιάτισσα είχε δει μόνο την μπουλντόζα και ένα φορτηγό που είχαν φτάσει στο χωριό. Μέρες αργότερα έφτασε και μια κούρσα (ένα Ι.Χ.) της εποχής βέβαια, και η γερόντισσα δεν έχασε την… ευκαιρία να ρωτήσει τον οδηγό, που κατέβηκε να ξαποστάσει λίγο στο καφενείο:
– Ποσού χρόνου είναι αφέντη μου το αμάξι ζου;
– Να μην είναι τριών-τεσσάρων χρόνων γιαγιά, της αποκρίθηκε εκείνος, κι αυτή αμέσως κουνώντας το κεφάλι:
– Ορέ, για φαντάσου πόσο θα γενεί άμα θα φτάσει δέκα και δεκαπέντε!
(Για όσους δεν κατάλαβαν η γιαγιά πίστευε ότι τα αυτοκίνητα αναπτύσσονται όπως τους ζωντανούς οργανισμούς).

READ  Η Συγκοινωνία στην Μέσα Μάνη κάποτε...!!!

Περί παντρειάς
Άντε και για… επιδόρπιο τρεις παροιμίες της Μάνης που αφορούν το γάμο! «Το τσουκάλι κι η παντρεία δε σηκώνουσι αστεία» (ο γάμος και η επί των προς το ζην εξοικονόμησις αγαθών δεν σηκώνουν καλαμπούρια, καθ’ ότι υποθέσεις σοβαρότατοι…). «Εγώ καλά παντρεύτηκα – είπε μία – κι ας κλαίει όποιος με πήρε» (…κι ας μην ήτο κανείς μας στη θέση του!). Και μια τελευταία: «Ταίρι μου καλό και σ’ έρημο βουνό» (με τον άνθρωπο που αγαπάς μαζί και στην άκρη της γης).

Ήπιε ο γάιδαρος…καφέ;
Και βέβαια ουδείς δοκίμασε αν το συμπαθές τετράποδο πίνει… καφέ. Απλά η παλαιότερη Μανιάτισσα ρωτά τον αδελφό της («καφός») αν ήπιε (νερό) ο γάιδαρος! Την κουβέντα την άκουσαν βέβαια, στη Μέσα Μάνη, κάποιοι μη γνωρίζοντες τα μανιάτικα και (δικαίως) τους έμεινε…

Ζ’ αγαπού μωρή…
Ο φίλος Γ. Χασανάκος (Γύθειο – καταγόμενος απ’ την Κοίτα) ακούγοντας το παλαιότερο λαϊκό άσμα με τίτλο «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» αναρωτιέται φωναχτά πως θα το ‘λεγε ένας βέρος Μανιάτης στην καλή του: «Ζ’ αγαπού μωρή, μ’ αγροικάς;»

Μανιάτικο ξούρισμα
Ένας μικροκαμωμένος άντρας, σχεδόν δείγμα άντρα δηλαδή, μπήκε πριν χρόνια για να ξουριστεί σ’ ένα κουρείο της Σπάρτης. Του ‘βαλε ο κουρέας την πετσέτα και τον ερωτά:
– Από πού τα φέρνεις αδερφέ;
– Από τη Μάνη, είπε με ψιλή φωνούλα ο τζιτζιφιόγκος. Απομακρύνθηκε λίγο ο κουρέας και κύτταζε το ανθρωπάκι… ερεθισμένος. Ήξερε πως οι Μανιάτες δεν ήταν… ακριβώς έτσι!
– Θα θες, λοιπόν, «μανιάτικο» ξούρισμα, τόνε ρώτησε πονηρά!
– Και βέβαια, είπε το αντράκι της ιστορίας μας και κορδώθηκε λίγο στην καρέκλα!
– Θα σε ξουρίσω, λοιπόν, χωρίς σαπουνάδα! είπε ο κουρέας πιάνοντας το ξουράφι κι αρχίζοντας… Σφιγγότανε ο άλλος μα τι να κάνει, ο πόνος αφόρητος! Δεν άντεξε και στο τέλος έβαλε τη φωνή στον… διαολομπαρμπέρη.
– Είπαμε αδερφέ μου πως είμαι από τη Μάνη αλλά όχι κι από τη Μέσα-Μέσα Μάνη

READ  Τα φαγητά στη Μάνη κάποτε..!!

Τα κλασσικά της Μάνης
Είναι γνωστά σε πολλούς, κλασσικά πια, για τη Μάνη και τους Μανιάτες. Με πρώτη την εικόνα:

1. Ο άντρας στο γάιδαρο καβάλα κι η γυναίκα του πίσω μ’ ένα γουμάρι (φόρτωμα) ξύλα στην πλάτη! Μετά τον πόλεμο είχαμε… εξελίξεις: ίδια σκηνή, αλλά η γυναίκα πέρασε μπροστά απ’ το γάιδαρο – ήταν λένε ο φόβος απ’ τις ξεχασμένες νάρκες…

Ή τα άλλα:

2. Πόσα παιδιά έχεις, ρωτά ο Αθηναίος το Μανιάτη κι αυτός απαντά: -Τρία…
– Μα εδώ βλέπω κι άλλα!
– Α, έχου και δύο κορίτσια!
– Δηλαδή τρία παιδιά (αγόρια) και δυο κορίτσια…

3. Ο γερο-πατέρας Μανιάτης περιμένει με αγωνία εγγονάκι και εύχεται στο γιο του:
– Γερό παιδί να’ ναι γιε μου και να κατουρά όρθιο!

4. – Ο γέρο-Μανιάτης λέει, επίσης, το εξής στον γιο του, περιμένοντας το εγγονάκι : “Έχε βόδια κι ας σπάνε αλέτρια”
(Από το Σταύρο Γερακάρη, μέσω internet).

Η πόρτα και το λείψανο!
Έφτασε στο καφενείο του χωριού του ο τετραπέρατος γέροντας – είχε ξεχάσει όμως να κουμπώσει το παντελόνι του. Το παρατήρησε αμέσως ένα μεγαλωμένο σχολιαρόπαιδο και του…. την έριξε, κοιτάζοντας το επίμαχο μέρος:
– Πάππο, η πόρτα είναι ανοιχτή! Έσκυψε ο γέροντας, κατάλαβε, αλλά έβαλε αμέσως στη θέση του… τον μικρό:
– Έχεις δει ποτέ ρε εγγόνα, σπίτι μέσα να ‘χει…λείψανο και να ‘χει κλειστή την πόρτα;

Πηγή:  http://www.mani.org.gr/mani/

Οι φωτό είναι από το λεύκωμα του Γιάννη Βουρλίτη με τίτλο ” Εικονοβίβλος της Μάνης” σε εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη Γ.Π.Δημακόγιαννης

Γ.Π.Δημακόγιαννης Εκδόσεις : Αδούλωτη Μάνη

Από omorfimani

"Εκεί που η πέτρα φιλάει τη θάλασσα..." Καλώς ήρθατε στην Όμορφη Μάνη! Ένας κρυμμένος θησαυρός στο νοτιότερο ηπειρωτικό άκρο της Ευρώπης περιμένει να τον εξερευνήσετε. Με συνεχή άρθρα προερχόμενα από τις πιο αξιόπιστες πηγές, αναλύουμε αυτόν τον τραχύ μα και υπέροχο τόπο. Σας θέλουμε μαζί μας!!

Απάντηση