Xειμώνας και ψιλοβρόχι κι ο Βοϊράς να χύνεται απ΄το στενό του Καβάλου , να γλυφει τον Άι-Λια και να θερίζει του Γκλέζου μέχρι την Μπελεγρίνα, την Τριανταφυλλιά και το Νικάντρι και να συνεπαίρνει τα πάντα μέχρι ανθρώπους και ζωντανά. Κι ο Παπαγιώργης με τα πρεπούμενα παρμάσκαλα ν΄ανηφορίζει το καλντερίμι και να κρατιέται με προσοχή έτσι ξερακιανός ως ήταν, κυπαρίσσι μοναχικό σις ορδές και στις σβιλάδες του.
Και στο φτωχικό της Παρασκεύης , της κόρης του Γρηγόρακα ή της Λιγορίτσας (σάμπως το συνήθιζαν να την νοματίζουν) έτρεμαν τα δυο λιχνάρια πάνω απ΄το προσκέφαλο της, κρεμασμένα στον τοίχο. Τρεις μέρες τώρα την ψήνει ο πυρετός και μηδέ τα βότανα και τα μανζούνια μηδέ οι συμβουλές του Νικόλα του πρακτικού απ΄τη φουρνιάτα που την επισκεφτόταν και της παρέστεκε, να βοηθάνε. Μα αποβραδίς η κατάσταση χειροτέρεψε, η γριά Παρεσκευή πέρασε σιγά σιγά στη σιωπή και οι γριές γειτόνισσες που της άλλαζαν συνέχεια κομπρέσες κατάλαβαν ότι το τέλος ερχόταν και σταμάτησαν να την παιδέυουν.

Το νέο ακούστηκε κι ο μικρός Μήτσος αμολήθηκε κατά το Λευκιά μήπως και προλάβαινε ο Παπαγιώργης να την μεταλάβει, μιας και ήταν μεγάλο αμάρτημα σε τούτο τον άγριο τόπο να φύγει άνθρωπος αβάφτιστος ή χωρίς την Θεία Μετάληψη.
Ο Παπαγιώργης βρήκε τις γερόντισσες στα σκοτεινά να σιγοκλαίνε , απέθεσε το Βαγγέλιο του πάνω στο σοφρά , ξετύλιξε το φτωχικό πετραχήλι του , άνοιξε τη Βίβλο κι άρχισε να ψιθυρίζει τους θείους ψαλμούς. Η νύχτα είχε πέσει βαριά κι ο κόσμος απ΄του Γκλέζου και τα διπλανά άρχισε να συνάζεται στη μικρή καμάρα. Ο Παπαγιώργης έκλεισε τα μάτια της γερόντισσας , της σταύρωσε τα χέρια και γυρίζοντας προς τους σγχωριανούς του, είπε: ” Ο Θεός να τη συγχωρέσει και να τη δεχτεί κοντά Του και εσείς χωριανοί να τη συγχωράτε.”
Τα μοιρολόγια άρχισαν σιγά-σιγά κι η μια χωριανή διαδεχόταν την άλλη σε τούτο το χορό του μοιρολογιού , σε τούτη τη μουσική , πένθιμη σπονδή στο νεκρό. Και τα θυμιατά ανάψανε και στη φτωχογειτονιά δυο καλές γειτόνισσες άναψαν φωτιά κι άρχισαν να ετοιμάζουν ζεστά φλισκούνια μα και ρίγανη για να ζεσταίνονται τη νύχτα. Κι η νύχτα ατελείωτη και η μικρή καμάρα , γεμάτη θυμιάσματα και κάπνες , γέμιζε από τα μουρμουρητά κλάματα μα και μικροκουτσομπολιά για την γερόντισσα που έφευγε σιγά-σιγά. Κι η νύχτα όλο και βάραινε και σιγά-σιγά γέμιζε και ροχαλητά , μια και οι περισσότερες γειτόνισσες μισοκοιμόντουσαν.

Το πρωϊνό χάραζε και απέι ο ήλιος άρχισε να προβάλλει τις πρώτες ακτίνες του δεξιά απ΄την κορφή του Άι-Λιά. Τα μοιρολόγια άρχισαν με τον ερχομό της μέρας να δυναμώνουν και να γεμίζουν την καμάρα από κείνη την νεκρική οδύνη του χαμού που σε τούτο τον αγριότοπο έχει μια ξεχωριστή θέση. Και μέχρι το μεσημέρι η καμάρα μα και το λιακωτό είχαν γεμίσει από κόσμο που έφτανε συνέχεια ως συνηθίζεται σε τούτα τα μέρη για να αποχαιρετήσει με τη σιωπηλή παρουσία του το νεκρό και να τον συγχωρέσει.Κι ήρθαν κι άλλες μοιρολογίστρες μα κι η Παύλαινα απ΄του Καλού , πρώτη ξαδέρφη της Παρασκευής , μα που δεν βλεπόντουσαν συχνά γιατί δεν τα πήγαιναν καλά οι δυό τους. Και σαν μπήκε στην καμάρα χίμηξε πάνω στην Παρασκευή , την αγκάλιασε κι άρχισε το μοιρολόϊ ως όλοι ανέμεναν από μια τόσο στενή συγγενή:
Α, μωρή Λιγορίτσα Παρασκή,
σαν μπας εκεί στην κάτου γη.
να πεις μωρή τα χίλια τα καλά,
τα χαιρετίσματα μας τα πολλά.
Κι εκεί στο μαύρο κόσμο που θα πας,
όλους εμάς, μωρή , ν΄ αποζητάς.
Να δεις το Μήτσο μας μα και τον Παναή
και την κυρά .μας την καλή,
αχ Παρασκή,
να βρεις και τους γονιούς μας κει
και να με τούσε φιλήσεις σταυρωτά.
Και τώρα αν ξεστρατίσεις παρακεί,
θε ν΄απαντήσεις και τον μπάρμπα Μαυροειδή
και να του πεις και κάτιτι
εκεί στα μαύρα σαν θα κατεβείς
στ΄άραχνα τ΄Άδη και της κάτου γης.
Ήταν κείνη η στιγμή που η γριά Παρασκευή πάνω στο νεκρικό κρεβάτι ανακουνήθηκε. Λίγο η κάπνα, η πυρά απ΄τη φτωχογειτονιά, οι ζεστές ανάσες κι όλη τουτη η θολούρα ταρακούνησαν την ετοιμοθάνατη γριά που μέσα στο νεκρικό ύπνο έπιασε τα τελευταία λόγια της ξαδέρφης για “τ΄άραχνα” του Άδη και της κάτου γης, ανασηκώθηκε στα πισινά της, έσπρωξε πίσω την ξαδέρφη της κι ούρλιαζε:
– Δεν πάω πουθενά , μωρή καταραμένη. Να πας εσύ , μωρή κακοντέλα!!!
Στη μικρή καμάρα έγινε μεγάλος χαμός. Άλλοι λάκιζαν κι άλλοι σταυροκοπιόντανε για τούτο το ανέλπιστο θαύμα.
Κατά πως μας διηγόταν η γιαγιά μας η Καλυψώ, τούτη η γριά έζησε πολλά χρόνια ακόμη και μάλιστα συνόδεψε και με τα μοιρολόγια την ξαδέρφη της την Παύλαινα σαν πέθανε…..
Νίκος Πουλαντζάς. Από το βιβλίο ” Μάνη, μνήμες και χοές” Έκδοση Πληθώρα 2015
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στη Μάνη. Τελείωσε πολυτεχνικές σπουδές στη Γερμανία και μετακπαιδεύτηκε στη Γαλλία.