Υπάρχουν αναμνήσεις που σφηνώνονται στην ψυχή σαν αγκάθια ευωδιάς, αλώβητες από τον χρόνο και την επέλαση της σύγχρονης ζωής. Για μένα, αυτές οι ανεξίτηλες σκιές προέρχονται από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, στην άγρια και μαγευτική Μάνη. Εκεί, η ξεγνοιασιά στην αγκαλιά των δικών μου αντιστέκεται πεισματικά στην τεχνολογική εξέλιξη, παραμένοντας ένα φωτεινό παράδειγμα μιας ζωής απλής μα βαθιάς.

Θυμάμαι τα πρωινά ξυπνήματα, όταν ο ήλιος χρύσιζε δειλά τις κορυφές του Σαγγιά. Οι ακανόνιστες γραμμές του έμοιαζαν με ένα θεατρικό σεντόνι σκιών, που αποκάλυπτε σιγά-σιγά το χρυσαφένιο φως. Από το λιακό του σπιτιού, αγνάντευα τα γειτονικά χωριά, όπου οι λιγοστοί, ψηλοί πύργοι υψώνονταν σιωπηλοί και αυστηροί, σαν ακοίμητοι φρουροί, σπέρνοντας στην παιδική μου φαντασία έναν γοητευτικό τόνο προσμονής. Ακόμα και σήμερα, κοιτώντας αυτούς τους πέτρινους γίγαντες, νιώθω την άγρυπνη παρουσία τους να στέκει πάνω από τον τόπο.

Κατεβαίνοντας από το λιακό, έβρισκα την καρδιά της οικογένειας στο κατώι. Ο παππούς, με τα χέρια λαβυρίνθους από ρυτίδες, ακουμπούσε στην παλιά πολυθρόνα. Η γιαγιά, με το κόκκινο πρόσωπο πλαισιωμένο από το μαύρο τσεμπέρι, αφιερωνόταν στο κέντημα ενός λεπτεπίλεπτου σεμέν. Και η μητέρα με τον πατέρα, σιωπηλοί, απολάμβαναν τον πρωινό τους καφέ. Μια εικόνα γαλήνης, τόσο ζωντανή στην μνήμη μου.

Μετά το πρόχειρο πρωινό, η μέρα άνοιγε με μια εκδρομή στον Γερολιμένα. Παρέα με τους γονείς μου, κατευθυνόμασταν “στου Τάσου”, όπως λέγαμε, για να “μαζέψουμε ήλιο” και να βουτήξουμε στα δροσερά νερά του καλοκαιριού. Η διαδρομή ήταν ένα πανόραμα ζωής. Ο Κούνος, ένα πολύβουο χωριό με τα καφενεδάκια του Αργύρη Σαψάκου, του Κριαλάκου και του Παπαδόγκονα, έσφυζε από κόσμο που φαινόταν ανέμελος κάτω από την σκιώδη επιτήρηση των πύργων. Η Έλια, ένας λαβύρινθος δρόμων που οδηγούσαν στα επιβλητικά καταράχια, όπου απλωνόταν ένα απέραντο πέπλο από ελαιόδεντρα, με το γαλάζιο του νοτίου πελάγους να αχνοφαίνεται στο βάθος, καταλήγοντας στο φάρο του ακρωτηρίου.

Και ξαφνικά, εμφανιζόταν ο Γερολιμένας, ένα μικρό, ανέμελο παραθαλάσσιο καταφύγιο, κρυμμένο στην δυτική του πλευρά από τον μεγαλόπρεπο βράχο του Γκρόσσο, σαν να μας περίμενε. Στην είσοδο, μας υποδεχόταν πάντα στου Τάσου, ο μπαρμπά Τάσος, ένας γεροντάκι με χιονισμένα μαλλιά και αστείρευτη καλοσύνη. Ενώ οι δικοί μου έπαιρναν κάτι για πρωινό, εγώ βουτούσα στην παραλία. Έρημη αλλά φιλόξενη, στρωμένη με χοντρά βότσαλα – λαλούδες, όπως τα λέμε εδώ – μου έδειχνε τον δρόμο προς τη θάλασσα. Τα γαλαζοπράσινα, δροσερά νερά με αγκάλιαζαν.
Μέσα από την κρυστάλλινη θάλασσα, σχεδόν ολόκληρο το χωριό ζωγραφιζόταν μπροστά μου. Έβλεπα το λιθόστρωτο δρομάκι που χανόταν νότια, τα μικρά πυργάκια να φιλούν το κύμα, τους λευκούς βράχους σημαδεμένους από την αλμύρα, και πιο νότια, την παραλία του Κηρύμη. Στο βάθος, σαν αιώνιος φρουρός, αχνοφαινόταν η μυθική Αρμενόπετρα, αναδυόμενη αιώνια από τα νερά χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί ολόκληρη.

Το μεσημέρι, ο ήλιος γινόταν αμείλικτος, έτοιμος να ρηγματώσει κάθε πέτρα της Μάνης. Η επιστροφή στον πύργο μας ήταν μια ανακούφιση. Ο πατέρας αναλάμβανε να αντλήσει νερό από τη στέρνα με ένα μικρό σίγκλο δεμένο σε σχοινί. Εγώ, ο μικρός βοηθός, μετέφερα τους γεμάτους κουβάδες στο σπίτι, όπου η γιαγιά και η μαμά φρόντιζαν για τη σοφή διαχείριση του πολύτιμου νερού, αποθηκεύοντάς το σε πιθάρια για δροσιά και ξεχωρίζοντας το για το πλύσιμο. Ο μικρός φούρνος της κουζίνας έδινε το σήμα για το μεσημεριανό γεύμα, και μια γλυκιά ησυχία απλωνόταν παντού. Μόνο το επίμονο κάψιμο του ήλιου, το τιτίβισμα των ηλιοκαμένων πουλιών και το ασταμάτητο τραγούδι των τζιτζικιών τάραζαν αυτή τη μεσημεριανή νωχελικότητα. Μέσα στον πύργο, οι καμάρες παρέμεναν δροσερές, προσφέροντάς μας την φιλόξενη αγκαλιά τους και την πολυπόθητη δροσιά. Ο μεσημεριανός ύπνος στη Μάνη ήταν ένα βάλσαμο, μια στιγμή απόλυτης ηρεμίας που χάριζε ο καθαρός αέρας και ο βυθισμένος στην αδράνεια τόπος.

Το απόγευμα, η ζωή ξαναγεννιόταν στα σοκάκια. Εμείς τα παιδιά, μια θορυβώδης παρέα, γεμίζαμε τον κάμπο με τις φωνές μας παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό. Οι μεγαλύτεροι, σιγά σιγά, κατευθύνονταν προς τη μεγάλη ρούγα. Εκεί, με το σούρουπο να χρωματίζει τον ουρανό, όλο το χωριό γινόταν ένα, καθισμένοι στο μακρύ πεζούλι, και οι ιστορίες άρχιζαν. Για εμάς τα παιδιά, αυτή ήταν η μαγική ώρα. Ακούγαμε με κομμένη την ανάσα τους θρύλους και τα φουσάτα που σημάδευαν αυτόν τον τόπο. Η νύχτα απλωνόταν σιγά σιγά, καθώς ο ήλιος, άλλοτε προσιτός και άλλοτε ανεκδιήγητος, μάζευε τις ακτίνες του πίσω από το βουνό της Άνω Πούλας. Οι ιστορίες συνέχιζαν να υφαίνονται μέχρι αργά. Μερικές φορές, το σκούξιμο ενός τσακαλιού διέκοπτε τον ειρμό, αλλά η αφήγηση γρήγορα έβρισκε τον δρόμο της. Το λυπητερό κάλεσμα της κουκουβάγιας και οι πρώτες νυχτερίδες στον ουρανό μας θύμιζαν ότι η ώρα είχε περάσει. Τα βλέφαρά μας βαραίνανε, και ο Μορφέας μας καλούσε στην αγκαλιά του. Το μικρό λυχναράκι, φροντίδα της γιαγιάς, φώτιζε απαλά το δωμάτιο. Σύντομα, όλα σιγούσαν κάτω από το πέπλο της νύχτας, που απλωνόταν σε κάθε γωνιά της Μάνης, μέσα και έξω από τους πύργους.

Μια Μάνη που τότε έσφυζε από ζωή, από τις φροντίδες και τις παρουσίες της γιαγιάς, του παππού και όλων όσων την αγαπούσαν. Σήμερα, αυτή η ίδια Μάνη φαντάζει συχνά ερημωμένη. Πέρα από τις φωτεινές παρεμβάσεις των εορτών και των θερινών διακοπών, στερείται την καθημερινή φροντίδα και τη ζωντάνια εκείνης της εποχής. Οι νυχτερίδες πετούν πια ελεύθερα σε έναν ουρανό που κάποτε ηχούσε από παιδικές φωνές, τα τσακάλια σκούζουν χωρίς τον φόβο των ανθρώπινων παρουσιών, και ο ήλιος καίει αμείλικτα μια γη που μοιάζει πιο σιωπηλή και έρημη από ποτέ…
Κείμενο-Φωτό Όμορφη Μάνη