Κι όταν ο ήλιος, σαν χρυσή οκά μελιού, άρχιζε να γλιστρά δειλά-δειλά πίσω από το βουνό της Άνω Πούλας, στη δυτική πλευρά της Αποσκιερής Μέσα Μάνης, και η φύση, σαν κουρασμένη γριά, ανάσαινε βαθιά μετά από μια μέρα καυτή, βασανισμένη από τις αδίστακτες ακτίνες του ήλιου, έφτανε η ώρα της Ρούγας.
Όλοι οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας, σαν σμήνος μελισσών, μαζεύονταν σε εκείνο το μακρύ πεζούλι, σμιλεμένο από πέτρα, περίπου τρία μέτρα μήκος και φάρδος, αρκετό για να χωρέσει ακόμα και τον πιο παχύ άνθρωπο. Το κάθισμα, μια λεία στρώση τσιμέντου, απλωνόταν σε όλο το μήκος της ρούγας, ενώ για πλάτη, ο τοίχος ενός ψηλού πύργου, σαν σιωπηλός φρουρός, αγνάντευε όλο το χωριό.
Η ρούγα, μια κορυφαία συνάντηση συγχωριανών, απαραίτητη σαν το καθημερινό ψωμί, όπου όλοι, διανοούμενοι και αμόρφωτοι, είχαν άποψη για τα πάντα. Σχολίαζαν τα τεκταινόμενα του χωριού, σαν να ξετυλίγουν το κουβάρι της καθημερινότητας, και κατέληγαν στις “σοβαρές” διαπιστώσεις για την κατάσταση της χώρας, μεταμορφωμένοι σε μικρούς πρωθυπουργούς με απόψεις “τεκμηριωμένες” και αδιαμφισβήτητες. Κάποιες φορές, οι φωνές ανέβαιναν, σαν κύματα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, αλλά οι παρεξηγήσεις λύνονταν επί τόπου, σαν να σβήνει η φωτιά με ένα ποτήρι νερό.

Στη ρούγα, οι γέροι, με τα ζαρωμένα και κατακόκκινα πρόσωπα, φορούσαν μεγάλα ψάθινα καπέλα, ενώ οι γυναίκες, με τα μαύρα τσεμπέρια, έπλεκαν ή μάδαγαν πουλιά, τα θηράματα του άντρα τους, που καμάρωνε τα κατορθώματά του, με μια δόση “ταπεινότητας”. Στις “πολιτικές” συζητήσεις, οι γυναίκες σιωπούσαν, ανταλλάσσοντας κουβέντες για τα χωράφια και τα του νοικοκυριού.
Γελούσαμε, μικρά παιδιά τότε, όταν στο πέρασμα κάθε ξένου, όλα τα πρόσωπα της ρούγας γύριζαν, αναρωτώμενα “ποιος είναι ετούτος;” ή “ποιανού είναι;”.
Ανάμεσα στο αντρόγυνο, ξεσπούσαν και κάποιες φιλονικίες:
- “Πήγαινε, κορώνα μου, να αλλάξεις τις κάλτσες σου, γιατί η μία είναι τρύπια…”!
- “Και γιατί δεν τις είδες όταν τις φορούσα, μωρή; Πού είχες το νου σου;”.
Ένας μικρός πρωθυπουργός με τρύπια κάλτσα; Δεν κολλούσε…
Όταν η νύχτα άπλωνε το σκοτεινό της πέπλο και το βουνό της Άνω Πούλας χανόταν στο σκοτάδι, ακούγαμε από τους γέροντες τις ιστορίες της Μάνης. Μας μιλούσαν για δαίμονες και φουσάτα, για την πύλη του Άδη στο κοντινό ακρωτήρι, όπου βασίλευε η σιωπή, και για τις μανιάτικες βεντέτες. Με κομμένη την ανάσα, ακούγαμε τις ιστορίες τους, άλλοτε φοβισμένοι, άλλοτε έκπληκτοι και άλλοτε γελώντας με τα παράξενα αυτού του τόπου.
Οι γυναίκες, σαν σκιές, είχαν φύγει για τα σπίτια τους, τους βλοσυρούς και σκοτεινούς πύργους, και ετοίμαζαν το δείπνο, κάτω από το φως της λάμπας.

Έξω στη ρούγα, οι ιστορίες συνέχιζαν, διακοπτόμενες από τις μακρόσυρτες κραυγές των τσακαλιών, που έμοιαζαν με θρήνους μαυροφορεμένων χηρών.
Αργά, η ρούγα άδειαζε, και όλοι παίρναμε το δρόμο για το δείπνο και την ανάπαυση. Το σκούξιμο της κουκουβάγιας, που μας παρακολουθούσε από την κορυφή ενός πύργου, σαν να μας καληνύχτιζε. Το θρόισμα των φύλλων των ελαιόδεντρων, δημιουργούσε περίεργες σκιές, που έσπαζαν τη σιωπή της νύχτας στη Μάνη.
Η ρούγα, μόνη και έρημη, περίμενε το επόμενο απόγευμα, όταν θα γέμιζε ξανά από τις φωνές, τα χαμόγελα και τις ατέρμονες συζητήσεις των μικρών, αλλά τόσο γλυκών και νοσταλγικών “πρωθυπουργών”.
Φωτό Γ.Βουρλίτης . Αδούλωτη Μάνη -Γ.Π.Δημακόγιαννης
Όμορφη Μάνη