Γιαγιά σε αναμονή παιδιών και εγγονιώνΓιαγιά σε αναμονή παιδιών και εγγονιών

Εκείνα τα Χριστούγεννα, η Μάνη μας κάλεσε με τη σιωπηλή της φωνή, σαν ένα αρχαίο τραγούδι που αντηχούσε μέσα από την πέτρα. Ο παππούς και η γιαγιά, ριζωμένοι στην πέτρα, σαν αιωνόβιες ελιές που έχουν δει αμέτρητους χειμώνες, περίμεναν. Ο πατέρας μου, με μια σιωπηλή αγωνία που χάραζε ρυτίδες στο μέτωπό του, ήθελε να τους νιώσει κοντά, να αποτυπώσει κάθε στιγμή στην καρδιά του, πριν ο χρόνος τους πάρει μακριά, σαν τον άνεμο που σαρώνει τα φύλλα και αφήνει τα δέντρα γυμνά.

Το ταξίδι, μια οδύσσεια μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο, ήταν γεμάτο προκλήσεις. Η Τρίπολη, λευκή και παγωμένη, σαν πίνακας ζωγραφικής που πάγωσε, μας έβαλε σε δοκιμασία. Ο δρόμος, ένα γλιστερό φίδι που τύλιγε τα βουνά, μας ανάγκασε να κινούμαστε με αργούς ρυθμούς, σαν να φοβόμαστε να ξυπνήσουμε την κοιμισμένη ομορφιά του τοπίου. Μετά την Χρίσταινα, το κρύο δάγκωνε τα κόκαλά μας, σαν τα δόντια ενός άγριου θηρίου, αλλά η Αρεόπολη, με τα λιγοστά φώτα που τρεμόπαιζαν σαν μικρά αστέρια σε μια σκοτεινή νύχτα, μας υποδέχτηκε σαν όαση σε μια παγωμένη έρημο.

Εσωτερικού πύργου στη Βάθεια. Εργασία με το αδράχτι και τη ρόκα
Εσωτερικού πύργου στη Βάθεια. Εργασία με το αδράχτι και τη ρόκα

Στο χωριό, ο παππούς, μια φιγούρα λαξευμένη από τον άνεμο και τον χρόνο, μας περίμενε στη ρούγα, τυλιγμένος σε μια χοντρή κάπα. Το πρόσωπό του, ρυτιδιασμένο σαν τον φλοιό ενός αιωνόβιου δέντρου και κόκκινο από το κρύο, έλαμψε σαν φάρος σε μια σκοτεινή θάλασσα. Οι αγκαλιές και τα φιλιά, ένα ζεστό ποτάμι που έλιωνε τον πάγο της ψυχής μας, σε ένα παγωμένο τοπίο. Ο βοριάς, ένας αόρατος γλύπτης, σμίλευε τις σκιές των δέντρων, δίνοντάς τους μορφές φαντασμάτων που χόρευαν στο φως του λυχναριού.

READ  Το μέρος τ’ ανατολικό λέγεται Κάτω Μάνη τα άλλα δύο τα δυτικά Έξω και Μέσα Μάνη!

«Καλώς ήρθατε, κορωνάκια μου!», η φωνή του, βροντερή και γεμάτη αγάπη, αντηχούσε σαν καμπάνα που καλούσε σε γιορτή. Το λυχνάρι, ένας μικρός ήλιος που έδιωχνε το σκοτάδι, φώτιζε την καμάρα, αποκαλύπτοντας ένα δωμάτιο γεμάτο ζωή: το ξύλινο τραπέζι, με τα σκαλίσματα που έλεγαν ιστορίες για γενιές και γενιές, το μπαούλο, γεμάτο μυστικά και αναμνήσεις, τα σκαμνάκια, σαν μικροί θρόνοι για παιδιά που περίμεναν παραμύθια, η στόφα, που έβγαζε ζεστασιά και μυρωδιές καμένου ξύλου, η ξύλινη πιατοθήκη της γιαγιάς, με τα καλά της σερβίτσια, που περίμεναν μια γιορτή.

Η γιαγιά, μια σίφουνας ενέργειας, ξεπρόβαλε από την πέτρινη κουζίνα, μέσα σε ένα σύννεφο ατμού που μοσχοβολούσε τηγανίτες και κανέλα. «Τηγανίδες, κορώνα μου!», είπε, και η αγκαλιά της ήταν πιο ζεστή από τη στόφα, μια αγκαλιά που έλεγε «σ’ αγαπώ» χωρίς λόγια.

Τρώγαμε τις τηγανίδες, με τυρί που μοσχοβολούσε σαν την άγρια ρίγανη της Μάνης και μέλι που έλιωνε στο στόμα, και τους κοιτούσα. Ο παππούς, κουρασμένος από τα βάσανα της ζωής, αλλά με μια λάμψη στα μάτια, που έλεγε «είμαι εδώ, και σας αγαπώ». Η γιαγιά, ακούραστη, παρόλο που η ζωή είχε χαράξει βαθιά σημάδια στο πρόσωπό της, σαν τις ρυτίδες ενός αρχαίου χάρτη που έδειχνε το δρόμο της επιβίωσης.

Η μελαγχολία με τύλιξε σαν μια σκιά που μεγάλωνε. Αυτές οι στιγμές, τόσο πολύτιμες, ίσως να μην επαναλαμβάνονταν.

Κάτω από το φως του λυχναριού, οι σκέψεις μου χόρευαν σαν σκιές, ανάμεσα σε χαμόγελα και δάκρυα. Ο βοριάς, μια αιώνια μελωδία, μου θύμιζε τη σκληρότητα και την ομορφιά αυτού του τόπου, που γεννά ανθρώπους δυνατούς σαν την πέτρα, με καρδιές ζεστές σαν τη φωτιά.

READ  "Μάνη: Τρία Κοσμήματα Ιστορίας και Ομορφιάς - Γύθειο, Καρδαμύλη, Αρεόπολη."
Βάθεια
Βάθεια

Τα Χριστούγεννα, μια γιορτή μέσα στην απλότητα, μια γιορτή της οικογένειας και της παράδοσης. Η εκκλησία, με τις μυρωδιές του λιβανιού και τα ψαλμωδίες που αντηχούσαν στα πέτρινα τείχη, το γιορτινό τραπέζι, με τα φαγητά που έφτιαξε η γιαγιά με τα χέρια της, οι συγγενείς, με τα γέλια και τις ιστορίες τους που έσμιγαν το παρελθόν με το παρόν. Γέλια και φωνές, μια συμφωνία που σκέπαζε τον βοριά, που προσπαθούσε να κλέψει τη χαρά μας, αλλά δεν τα κατάφερνε.

Το βράδυ, ο αποχαιρετισμός, μια σιωπηλή υπόσχεση για συνάντηση το Πάσχα, μια υπόσχεση που έδινε δύναμη και ελπίδα. Το δάκρυ του παππού, μια σφραγίδα αγάπης, μια σφραγίδα που θα κρατούσε για πάντα στην καρδιά μου.

Το αυτοκίνητο απομακρυνόταν, και ο παππούς, μια σκιά στην πέτρα, μας κοιτούσε, σαν να ήθελε να αποτυπώσει κάθε μας κίνηση στην μνήμη του, να κρατήσει ζωντανή την εικόνα μας. Ο πύργος, βουβός, θύμιζε μια εποχή που έσβηνε, μια εποχή που θα ζούσε μόνο στις αναμνήσεις μας, σαν ένα παλιό τραγούδι που σιγοψιθυρίζει ο άνεμος.

Τα χρόνια πέρασαν, και ο παππούς με τη γιαγιά έφυγαν για το μακρινό ταξίδι, εκεί που δεν υπάρχει χρόνος και πόνος. Η Μάνη, σιωπηλή, κράτησε τις αναμνήσεις τους, σαν ένα πολύτιμο θησαυρό που φυλάσσεται σε μια πέτρινη σπηλιά. Οι καμάρες, υγρές και άδειες, φύλαγαν τις ψάθινες καρέκλες, μάρτυρες μιας ζωής που χάθηκε, αλλά δεν ξεχάστηκε, μιας ζωής που άφησε το αποτύπωμά της στην πέτρα και στην καρδιά μας. Και ο βοριάς, αιώνιος, να σφυρίζει τη δική του μελαγχολική ιστορία, μια ιστορία που μιλά για την αγάπη, τον χρόνο και την απώλεια.

READ  Μάνη:" Όταν το μοιρολόϊ των τσακαλιών σπάει την σιωπή…"

Για την Όμορφη Μάνη

Από omorfimani

"Εκεί που η πέτρα φιλάει τη θάλασσα..." Καλώς ήρθατε στην Όμορφη Μάνη! Ένας κρυμμένος θησαυρός στο νοτιότερο ηπειρωτικό άκρο της Ευρώπης περιμένει να τον εξερευνήσετε. Με συνεχή άρθρα προερχόμενα από τις πιο αξιόπιστες πηγές, αναλύουμε αυτόν τον τραχύ μα και υπέροχο τόπο. Σας θέλουμε μαζί μας!!

Απάντηση