Φανταστείτε λοιπόν την Ελλάδα του 1834, ένα νεαρό βασίλειο που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του μετά από χρόνια σκληρού αγώνα για την ανεξαρτησία. Η Βαυαρική Αντιβασιλεία, με την άφιξή της, έθεσε ως πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού, συγκεντρωτικού κράτους. Στα μάτια τους, οι διάσπαρτες επαρχίες έπρεπε να ενοποιηθούν, οι τοπικές ιδιαιτερότητες να εξαλειφθούν, και η κεντρική εξουσία να εδραιωθεί παντού.
Όμως, στην καρδιά της Πελοποννήσου, υψωνόταν μια περιοχή περήφανη και ανυπότακτη: η Μάνη. Ένας τόπος άγριος και πανέμορφος, με βραχώδεις ακτές που σφυροκοπούνται από τα κύματα και επιβλητικούς ορεινούς όγκους που κρύβουν βαθιές χαράδρες και απόκρημνα μονοπάτια. Για αιώνες, οι Μανιάτες, απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών, είχαν διατηρήσει μια μοναδική ιδιοσυγκρασία. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της μακραίωνης Τουρκοκρατίας, η Μάνη παρέμεινε ελεύθερη, πληρώνοντας έναν συμβολικό φόρο στους Οθωμανούς, αλλά διατηρώντας την αυτονομία της, χωρίς τουρκικές φρουρές να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της. Η φήμη τους ως ακατάβλητοι πολεμιστές είχε φτάσει μέχρι την Αίγυπτο, όπου ο Ιμπραήμ πασάς είχε γνωρίσει την πικρή γεύση της ήττας προσπαθώντας να υποτάξει την περιοχή.

Τώρα, η Αντιβασιλεία έβλεπε αυτούς τους ελεύθερους και άγριους ανθρώπους και τους εμβληματικούς τους πύργους ως εμπόδιο στην επιθυμία της για ομοιογένεια. Περίπου 800 πέτρινοι πύργοι, σιωπηλοί φρουροί μιας περήφανης ιστορίας, δέσποζαν στο μανιάτικο τοπίο. Δεν ήταν απλώς γραφικά απομεινάρια ενός παρελθόντος, αλλά ισχυρά οχυρά, εξοπλισμένα με όπλα και κανόνια, έτοιμα να υπερασπιστούν τις οικογένειες και την ελευθερία των κατοίκων τους.
Οι Βαυαροί αξιωματούχοι, κλεισμένοι στα γραφεία τους στην Αθήνα, σχεδίαζαν την ενσωμάτωση της Μάνης. Κατάλαβαν ότι το πρώτο βήμα ήταν ο αφοπλισμός των πύργων και η μετατροπή τους σε απλές κατοικίες. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1834, ο λοχαγός Feder, ένας άνθρωπος γεμάτος αυτοπεποίθηση για την αποστολή του, στάλθηκε στην Μάνη. Μαζί του έφερε στρατιώτες και ένα χρηματικό ποσό, προορισμένο να δελεάσει τους Μανιάτες να συνεργαστούν στο σχέδιο της Αντιβασιλείας.
Στην αρχή, φάνηκε να υπάρχει κάποια ανταπόκριση. Στην Αρεόπολη και το Γύθειο, κάποιοι Μανιάτες, ίσως από περιέργεια ή από την ανάγκη για χρήματα, υποσχέθηκαν να συμμορφωθούν. Στην Αρεόπολη μάλιστα, έριξαν μερικές πέτρες από τους πύργους τους, κάνοντας μια προσποίηση κατεδάφισης. Όμως, όταν πλησίαζε το Πάσχα, οι εργασίες σταμάτησαν με την πρόφαση των εορτών. Ήταν μια πρόσκαιρη ανάπαυλα πριν από την καταιγίδα.

Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1834, η πλατεία της Αρεόπολης μετατράπηκε σε ένα άνω κάτω. Περίπου 200 ένοπλοι Μανιάτες, κατεβαίνοντας από τα γύρω χωριά, συγκεντρώθηκαν με αποφασιστικότητα. Οι φωνές τους αντηχούσαν στην πλατεία, απαιτώντας να σταματήσουν αμέσως οι προσπάθειες μετασκευής των πύργων τους. Η αναταραχή στην πόλη κλιμακώθηκε γρήγορα σε μια αυθόρμητη και δυναμική εξέγερση, στην οποία συμμετείχαν και οι γυναίκες της Μάνης, γνωστές για το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους.
Οι πρόκριτοι της Μάνης, βλέποντας την ένταση να αυξάνεται, έθεσαν ξεκάθαρες απαιτήσεις για να ηρεμήσει η κατάσταση. Ζήτησαν την προσωπική εγγύηση του ίδιου του Βασιλιά Όθωνα ότι οι Μανιάτες δεν θα πλήρωναν φόρους, δεν θα αφοπλίζονταν, οι πύργοι τους θα παρέμεναν άθικτοι και δεν θα υποχρεώνονταν να καταταγούν στον τακτικό στρατό. Αυτές ήταν οι κόκκινες γραμμές τους, οι όροι για την ειρήνη.
Η Βαυαρική κυβέρνηση, με τον Άρμανσμπεργκ στο τιμόνι, έκανε το λάθος να υποτιμήσει την αποφασιστικότητα των Μανιατών και την σημασία της εξέγερσης. Θεώρησαν την αντίστασή τους ως μια τοπική αναταραχή που θα καταπνιγόταν εύκολα με την παρουσία στρατιωτικής δύναμης. Έτσι, τον Μάιο του 1834, δύο λόχοι Βαυαρών στρατιωτών, φορτωμένοι με την αλαζονεία της εξουσίας, στάλθηκαν για να επιβάλουν την τάξη στην επαναστατημένη περιοχή.
Αρχικά, οι Μανιάτες τους υποδέχθηκαν με μια επιφυλακτική φιλοξενία, ίσως για να κερδίσουν χρόνο ή για να παραπλανήσουν τους αντιπάλους τους. Υποσχέθηκαν και πάλι να συμμορφωθούν με τις εντολές της κυβέρνησης. Όμως, την επόμενη μέρα, η αλήθεια αποκαλύφθηκε με εκρηκτικό τρόπο. Τετρακόσιοι πάνοπλοι Μανιάτες, σαν φαντάσματα που ξεπήδησαν από τους πέτρινους πύργους και τα απόκρημνα βουνά, επιτέθηκαν στους απροετοίμαστους Βαυαρούς που είχαν στρατωνιστεί στην Αρεόπολη. Η επίθεση ήταν αιφνιδιαστική και σφοδρή. Οι Βαυαροί, αιφνιδιασμένοι και χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν, συνελήφθησαν εύκολα. Οι Μανιάτες, δείχνοντας μια ιδιότυπη ιπποσύνη, τους απελευθέρωσαν υπό τον όρο να εγκαταλείψουν αμέσως την Μάνη και να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους στην περήφανη γη τους. Ωστόσο, κράτησαν 36 στρατιώτες υπό τον αξιωματικό Μαν, οι οποίοι είχαν αρνηθεί να παραδοθούν, υποβάλλοντάς τους σε ταπεινωτικές συμπεριφορές και ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωσή τους.
Η είδηση της ταπεινωτικής ήττας των Βαυαρών έφτασε στην Αθήνα, προκαλώντας οργή και αμηχανία στην κυβέρνηση. Αποφασίστηκε η αποστολή μιας πολύ ισχυρότερης δύναμης για να καταστείλει την εξέγερση. Τέσσερα τάγματα στρατού, με την εντολή να επιβάλουν την τάξη με κάθε κόστος, στάλθηκαν στη Μάνη. Όμως, οι διοικητές τους έκαναν ένα σοβαρό λάθος: προχώρησαν απερίσκεπτα προς την καρδιά της Μέσα Μάνης, μια περιοχή με στενά περάσματα και δύσβατα εδάφη, άγνωστα στους ξένους στρατιώτες. Τον Ιούνιο του 1834, στα στενά του Πασσαβά, οι Μανιάτες, γνωρίζοντας κάθε σπιθαμή της γης τους, τους έστησαν μια φονική ενέδρα. Η επίθεση ήταν καταιγιστική και οι κυβερνητικές δυνάμεις αποδεκατίστηκαν, γνωρίζοντας μια ακόμη πιο ταπεινωτική ήττα.
Τότε, η Βαυαρική κυβέρνηση, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της αντίστασης και τις απώλειες που υπέστη, αποφάσισε να ρίξει στη μάχη όλο της το βάρος. Μια στρατιωτική δύναμη 5.000 ανδρών, μια εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής δύναμη, συγκροτήθηκε και στάλθηκε στη Μάνη. Περιλάμβανε δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, μια ίλη ιππικού χωροφυλακής και μερικά τάγματα Ελλήνων στρατιωτών. Επικεφαλής αυτής της μεγάλης δύναμης τέθηκε ο στρατηγός Σμαλτς, ένας αξιωματικός που είχε την εμπειρία και την ευθύνη να τερματίσει την εξέγερση. Στις τάξεις του προσχώρησαν και 500 Μανιάτες υπό τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη, ίσως σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τη θέση τους στη νέα τάξη πραγμάτων ή πιεζόμενοι από τις περιστάσεις.

Στα τέλη Ιουνίου του 1834, η μεγάλη αυτή στρατιωτική δύναμη έφτασε στη Μάνη και εξαπέλυσε την πρώτη της επίθεση κατά του ισχυρού οχυρού του Πετροβουνίου. Όμως, οι Μανιάτες υπερασπίστηκαν σθεναρά τις θέσεις τους και η επίθεση απέτυχε. Δύο λόχοι Ελβετών μισθοφόρων, που στάλθηκαν ως εμπροσθοφυλακή, υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την πολεμική ικανότητα των Μανιατών και την δυσκολία του εδάφους. Ακολούθησαν και άλλες σημαντικές ήττες για τα κυβερνητικά στρατεύματα, που μάχονταν σε ένα άγνωστο και εχθρικό περιβάλλον, απέναντι σε έναν αντίπαλο που γνώριζε κάθε πέτρα και κάθε χαράδρα.
Τελικά, ο στρατηγός Σμαλτς, φοβούμενος μια ακόμη πιο ταπεινωτική ήττα και βλέποντας τις απώλειες να αυξάνονται, έλαβε εντολή να υποχωρήσει. Η κυβέρνηση στην Αθήνα, αναγκασμένη να αναθεωρήσει την τακτική της, επέστρεψε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χρησιμοποιώντας και πάλι τον λοχαγό Feder ως διαμεσολαβητή. Ο Feder, έχοντας πλέον στο πλευρό του τους αξιωματικούς Γρηγόρη Τζανετάκη και Κατσάκο Μαυρομιχάλη, προσπάθησε και πάλι να ειρηνεύσει την περιοχή με την υπόσχεση χρημάτων και ανταλλαγμάτων.

Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες. Σποραδικές εξεγέρσεις φατριών των Μανιατών, αρχικά υπό τον Μούρτζινο και τους Ανδρουβιστανέους στη Δυτική Μάνη, απειλούσαν να αναζωπυρώσουν την σύγκρουση. Η κατάσταση έγινε ιδιαίτερα κρίσιμη μετά από μια σφοδρή εξέγερση 1.000 Μανιατών στο Πόρτο Κάγιο, η οποία ανάγκασε την κυβέρνηση να στείλει νέες στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχυμένες με πυροβολικό και δύο σώματα στρατού, και πάλι υπό τις διαταγές του στρατηγού Σμαλτς.
Παρά τις αρχικές δυσκολίες, η σταδιακή ενίσχυση της κυβερνητικής παρουσίας και το έξυπνο σχέδιο του λοχαγού Feder άρχισαν τελικά να αποδίδουν καρπούς. Ο Feder, με μια διπλωματική κίνηση που συνδύαζε την επιρροή και την κατανόηση της μανιάτικης ψυχολογίας, πέτυχε τον σκοπό του με ένα έξοχο τέχνασμα.
Οργάνωσε δύο τάγματα Ευζώνων, στρατολογημένα αποκλειστικά από Μανιάτες. Για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των ισχυρών φατριών, διόρισε ως ανώτατους αξιωματικούς αυτών των ταγμάτων τους σημαντικότερους Μανιάτες αρχηγούς. Ο όρος που έθεσε ήταν σαφής: σε αντάλλαγμα για τις υψηλές θέσεις και την ενσωμάτωσή τους στον κρατικό μηχανισμό, οι νέοι αξιωματικοί έπρεπε να τροποποιήσουν τους πύργους τους σε απλές κατοικίες, συμβολίζοντας την υποταγή στην κεντρική εξουσία.
Έτσι, φαινομενικά, η ειρήνη επήλθε στη Μάνη. Τον επόμενο χρόνο, οι Μανιάτες πλήρωσαν κανονικά τους φόρους και ο κυβερνητικός στρατός αποχώρησε από την περιοχή. Η Αντιβασιλεία μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε επιτύχει τον στόχο της.
Όμως, η αληθινή ιστορία γράφτηκε σιωπηλά στους πέτρινους πύργους που εξακολουθούσαν να στέκουν αγέρωχοι στο μανιάτικο τοπίο. Όπως μαρτυρεί ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ, ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή 25 χρόνια αργότερα, κανένας πύργος δεν είχε μετασκευαστεί. Η Μάνη παρέμενε όπως πάντα, μια περιοχή περήφανη, ανεξάρτητη και έτοιμη να υπερασπιστεί την ελευθερία της, με τους πέτρινους φρουρούς της να σιωπούν αλλά να θυμίζουν την ανυπότακτη ψυχή των κατοίκων της.
Βόλφ Ζάϊντλ, Οι Βαυαροί στην Ελλάδα, εκδόσεις «Ευρωεκδοτική«